Τι σημαίνει το sociale στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sociale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sociale στο Ιταλικό.

Η λέξη sociale στο Ιταλικό σημαίνει κοινωνικός, κοινωνικός, κοινωνικός, κοινωνιακός, κοινωνικός, δημόσιος, αστικός, πολιτικός, χαμηλής κοινωνικής τάξης, συμπεριφορισμός, υπόληψη, φιλόδοξος, ανερχόμενος κοινωνικά, κοινωνικός λειτουργός, νεόπλουτος, συγκέντρωση, ταξική διαστρωμάτωση, ταξική πάλη, κέντρο κοινότητας, κοινωνικός ξεπεσμός, κοινωνική ανθρωπολογία, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωνική τάξη, κοινωνική συμπεριφορά, κοινωνική σύμβαση, κάποιος που πίνει αλκοόλ μόνο χάριν κοινωνικότητας, κοινωνική απομόνωση, κοινωνική θέση, κοινωνική πίεση, πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας, κοινωφελές έργο, κοινωνικός λειτουργός, κοινωνική πρόνοια, κοινωνικός λειτουργός, κεφάλαιο, συνδρομή μέλους, κοινωνική θέση, κοινωνικός λειτουργός, εταιρική κοινωνική ευθύνη, κοινωνικός ιστός, κοινωνικός ακτιβιστής, κοινωνική ακτιβίστρια, κοινωνική προκατάληψη, κοινωνικό κεφάλαιο, κοινωνική αδικία, κοινωνική αναρρίχηση, κοινωνικό χάσμα, κοινωνικό ρήγμα, κοινωνική εκδήλωση, κοινωνική διαβάθμιση, κοινωνική ζωή, κοινωνική τάξη, κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια, μέσο κοινωνικής δικτύωσης, κοινωνικοοικονομική κατάσταση, κολλιτσίδας, ασφαλιστικός νόμος για το ποσό σύνταξης εργαζομένου, καυχησιάρης, επιδεικτικός, κοινωνικό συμβόλαιο, μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τομέας ζωής, Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης, κοινωνικό περιβάλλον, κοινωνικός αποκλεισμός, εταιρική επωνυμία, κοινωνική αποστασιοποίηση, που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη, θέση, βαθμίδα, κοινωνική ασφάλιση, νεόπλουτος, κλίμακα, η οικονομική τάξη στην οποία δεν ανήκει κανείς, δηλ. οι πλούσιοι αν είναι φτωχός και το αντίστροφο, κοινωνικό συμβόλαιο, κοινωνικός, κοινωνική ασφάλιση, κρατική ενίσχυση, κοινωνία, ίδρυμα, επωνυμία, επίδομα αναπηρίας, Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης, κοινωνική κινητικότητα, κοινωνική δομή, παντρεύομαι κπ υψηλότερης κοινωνικής τάξης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sociale

κοινωνικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Queste attività sociali mi annoiano.
Πόσο βαριέμαι αυτές τις κοσμικές εκδηλώσεις!

κοινωνικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La città soffre di alcuni problemi sociali come la criminalità e la droga.
Η πόλη μαστίζεται από πολλά κοινωνικά προβλήματα όπως από η εγκληματικότητα και τα ναρκωτικά.

κοινωνικός, κοινωνιακός

aggettivo (κοινωνία: δομή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo discusso delle sfide sociali derivanti dal riscaldamento globale.
Συζητήσαμε τις κοινωνικές προκλήσεις που ανακύπτουν από την υπερθέρμανση του πλανήτη.

κοινωνικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Gli piacciono le attività sociali con gli altri in chiesa.
Απολαμβάνει κοινωνικές δραστηριότητες με άλλους στην ενορία του.

δημόσιος, αστικός, πολιτικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Laggiù le persone non hanno diritti civili.

χαμηλής κοινωνικής τάξης

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Quando perse il lavoro dovettero trasferirsi in un quartiere popolare nei pressi della stazione.
Αφότου τον απέλυσαν, έπρεπε να μετακομίσουν σε μια γειτονιά χαμηλής κοινωνικής τάξης κοντά στον σιδηροδρομικό σταθμό.

συμπεριφορισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

υπόληψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Glenn è una persona che gode di rispettabilità nella comunità locale.

φιλόδοξος

(figurato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cate è un'arrampicatrice che si è prefissata di sposare un milionario.

ανερχόμενος κοινωνικά

sostantivo maschile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

κοινωνικός λειτουργός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un assistente sociale visitò la famiglia Hampton per controllare il figlio adottivo.

νεόπλουτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

συγκέντρωση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sue è una persona timida che spesso si sente a disagio ai ritrovi sociali.

ταξική διαστρωμάτωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La stratificazione sociale in India avviene mediante caste.

ταξική πάλη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il conflitto sociale tra i vari strati della popolazione può sfociare in una lotta di classe.

κέντρο κοινότητας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Il programma estivo del centro sociale tiene i bambini lontano dalla strada.

κοινωνικός ξεπεσμός

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quello che gli dava più fastidio non era la perdita della sua fortuna, ma l'essere sceso nella scala sociale.

κοινωνική ανθρωπολογία

sostantivo femminile

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική τάξη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli insegnanti appartengono a una classe sociale superiore rispetto agli operai.

κοινωνική συμπεριφορά

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική σύμβαση

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάποιος που πίνει αλκοόλ μόνο χάριν κοινωνικότητας

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sono un moderato bevitore sociale: normalmente bevo una o due birre quando vado al pub.

κοινωνική απομόνωση

sostantivo maschile

L'isolamento sociale può avere conseguenze sul piano psicologico.

κοινωνική θέση

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνική πίεση

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρόγραμμα κοινωνικής πρόνοιας

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωφελές έργο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοινωνικός λειτουργός

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
Gli assistenti sociali si recano dalle famiglie se ci sono sospetti riguardo al fatto che i bambini sono a rischio.
Οι κοινωνικοί λειτουργοί επισκέπτονται τις οικογένειες για τις οποίες υπάρχουν υπόνοιες ότι τα παιδιά ενδέχεται να διατρέχουν κίνδυνο.

κοινωνική πρόνοια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il parlamento sta discutendo un nuovo progetto di assistenza sociale per le famiglie meno abbienti.

κοινωνικός λειτουργός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κεφάλαιο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνδρομή μέλους

sostantivo femminile (per società, associazioni ecc.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non sapevo che si pagasse una quota sociale per diventare membri di questo circolo.

κοινωνική θέση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κοινωνικός λειτουργός

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)
L'assistente sociale ha avuto un colloquio con la famiglia per stabilire di che aiuto avevano bisogno.

εταιρική κοινωνική ευθύνη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνικός ιστός

sostantivo maschile

Le droghe iniziano a danneggiare il nostro tessuto sociale.

κοινωνικός ακτιβιστής, κοινωνική ακτιβίστρια

sostantivo maschile

κοινωνική προκατάληψη

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνικό κεφάλαιο

sostantivo maschile (sociologia)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνική αδικία

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική αναρρίχηση

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνικό χάσμα, κοινωνικό ρήγμα

sostantivo maschile

κοινωνική εκδήλωση

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική διαβάθμιση

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική ζωή

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική τάξη

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνικός καπνιστής, κοινωνική καπνίστρια

sostantivo maschile (σπάνιο)

μέσο κοινωνικής δικτύωσης

(Internet)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνικοοικονομική κατάσταση

κολλιτσίδας

sostantivo maschile (έμφαση στο ότι ακολουθεί)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ασφαλιστικός νόμος για το ποσό σύνταξης εργαζομένου

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καυχησιάρης, επιδεικτικός

(figurato, peggiorativo: arrivista)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινωνικό συμβόλαιο

sostantivo maschile

μέσα κοινωνικής δικτύωσης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Le riprese dell'incidente furono ampiamente condivise sui social media.

τομέας ζωής

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

Υπουργείο Κοινωνικής Ασφάλισης

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνικό περιβάλλον

κοινωνικός αποκλεισμός

sostantivo femminile

εταιρική επωνυμία

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κοινωνική αποστασιοποίηση

sostantivo maschile

που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που μάχεται για την κοινωνική δικαιοσύνη

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέση, βαθμίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il rango di Walter nella società è molto basso.
Η θέση του Γουόλτερ στην εταιρεία είναι πολύ χαμηλή.

κοινωνική ασφάλιση

sostantivo femminile

Non avrò diritto alla previdenza sociale fino all'età di sessantadue anni.

νεόπλουτος

sostantivo maschile (αρνητική χροιά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

κλίμακα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dan ha cominciato facendo il tirocinante e nel ventennio successivo è risalito nella scala societaria.

η οικονομική τάξη στην οποία δεν ανήκει κανείς, δηλ. οι πλούσιοι αν είναι φτωχός και το αντίστροφο

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κοινωνικό συμβόλαιο

sostantivo maschile

κοινωνικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοινωνική ασφάλιση

sostantivo femminile

κρατική ενίσχυση

sostantivo femminile

κοινωνία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un alveare d'api è un buon esempio di organizzazione sociale tra animali.

ίδρυμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ha imparato l'inglese grazie alle lezioni serali presso il centro gestito dall'assistenza sociale.

επωνυμία

sostantivo femminile (nome dell'azienda)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

επίδομα αναπηρίας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Οργανισμός Κοινωνικής Ασφάλισης

sostantivo maschile (agenzia americana)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοινωνική κινητικότητα

sostantivo femminile

κοινωνική δομή

sostantivo femminile

παντρεύομαι κπ υψηλότερης κοινωνικής τάξης

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sociale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.