Τι σημαίνει το società στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης società στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του società στο Ιταλικό.

Η λέξη società στο Ιταλικό σημαίνει εταιρεία, κοινωνία, σύνδεσμος, κοινωνία, συνδικάτο, εμπορική επιχείρηση, κοινοπραξία, συνεργασία, κοινωνικός, κοινωνιακός, κοσμικός, Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων, Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης, εταιρεία, εταιρία, επιχείρηση, θυγατρική εταιρεία, εταιρεία ανάληψης κινδύνου, ασφαλιστική εταιρεία, εταιρία δανεισμού, ΑΕ, επιχείρηση βιτρίνα, ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία, οι πλούσιοι, εταιρεία συλλογής χρεών, ο καλός κόσμος, μυστική εταιρία, ανώτερη κοινωνική τάξη, κοινωνία των πολιτών, εταιρεία συμβούλων, καταναλωτική κοινωνία, κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας, μέλος της κοινωνίας, αλληλασφαλιστική εταιρεία, ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο, ευρύτερη κοινωνία, εταιρεία διαχείρισης, εταιρεία επενδύσεων, εταιρεία επενδύσεων, εξαγορά από τη διοίκηση, απειλή για την κοινωνία, Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας προς τα Ζώα, υψηλή κοινωνία, εταιρία περιορισμένης ευθύνης, συμμετοχική εταιρεία, συμμετοχική εταιρία, εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ανεξάρτητος, της υψηλής κοινωνίας, συνδεδεμένη εταιρεία, διαστρωμάτωση, απλοί πολίτες, πλούσιος, δανειστής, δανείστρια, Αυστραλιανή Αυτοκινητιστική Ένωση, εταιρεία, επιχείρηση, υψηλή κοινωνία, υψηλή κοινωνία, ζω πρωτόγονα, γίνομαι μέλος, συνάπτω συνεργασία με κπ, ξεκινώ συνεργασία με κπ, κάνω κπ μέλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης società

εταιρεία

(επιχείρηση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mike lavora per una grande società.
Ο Μάικ εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία.

κοινωνία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nella nostra società è scortese non ringraziare chi ti ha invitato.
Στην κοινωνία μας είναι αγένεια να μην ευχαριστείς τους οικοδεσπότες σου.

σύνδεσμος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'associazione si riunisce un giovedì sì e uno no.
O σύλλογος κάνει συναντήσεις κάθε δεύτερη Πέμπτη.

κοινωνία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un alveare d'api è un buon esempio di organizzazione sociale tra animali.

συνδικάτο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εμπορική επιχείρηση

sostantivo femminile (affari)

κοινοπραξία, συνεργασία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'unione dei negozi di tessuto avrebbe permesso l'acquisto di prodotti a prezzi contenuti.

κοινωνικός, κοινωνιακός

aggettivo (κοινωνία: δομή)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Abbiamo discusso delle sfide sociali derivanti dal riscaldamento globale.
Συζητήσαμε τις κοινωνικές προκλήσεις που ανακύπτουν από την υπερθέρμανση του πλανήτη.

κοσμικός

(μέλος της κοσμικής κοινωνίας)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il giovane mondano è stato arrestato per guida in stato di ebbrezza.

Αμερικανική Ένωση για την Πρόληψη της Βίας κατά των Ζώων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Εταιρεία Περιορισμένης Ευθύνης

(acronimo)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία, εταιρία, επιχείρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I tre fratelli fondarono una società per azioni ed entrarono in affari.
Οι τρεις αδελφοί σύστησαν μια εταιρεία και ξεκίνησαν δουλειά.

θυγατρική εταιρεία

sostantivo femminile (economia)

Questa compagnia ha società sussidiarie in tutto il mondo.
Αυτή η εταιρεία έχει θυγατρικές σε όλο τον κόσμο.

εταιρεία ανάληψης κινδύνου

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La compagnia era la società assicuratrice di migliaia di polizze di assicurazione viaggio.

ασφαλιστική εταιρεία

sostantivo femminile

La mia compagnia assicurativa non copre i danni da alluvione.

εταιρία δανεισμού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ΑΕ

sostantivo femminile (σντμ: ανώνυμη εταιρεία)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

επιχείρηση βιτρίνα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hanno fondato una società fittizia all'estero per evitare di pagare le tasse qui.

ανώνυμη εταιρεία, ανώνυμη εταιρία

sostantivo femminile

Iconix commercia come società quotata nel NASDAQ.

οι πλούσιοι

(figurato: alta società)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
In quella scuola vanno solo i bambini della créme.

εταιρεία συλλογής χρεών

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il crescente indebitamento delle famiglie ha portato ad un aumento del numero di società di recupero crediti.

ο καλός κόσμος

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ci sono due argomenti da non affrontare nella buona società: la religione e la politica. Quel bambino deve imparare le buone maniere: non è adatto alla buona società.

μυστική εταιρία

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανώτερη κοινωνική τάξη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'alta società rappresenta una piccola parte della società britannica.

κοινωνία των πολιτών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία συμβούλων

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

καταναλωτική κοινωνία

sostantivo femminile

È da troppo tempo che gli Stati Uniti sono una società dei consumi.

κυρίαρχο ρεύμα της κοινωνίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μέλος της κοινωνίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αλληλασφαλιστική εταιρεία

sostantivo femminile (οργανισμός)

ευρύτερο κοινωνικό πλαίσιο

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ευρύτερη κοινωνία

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία διαχείρισης, εταιρεία επενδύσεων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

εταιρεία επενδύσεων

sostantivo femminile (οικονομία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξαγορά από τη διοίκηση

sostantivo femminile (management buyout) (για επιχειρήσεις)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

απειλή για την κοινωνία

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Βασιλική Εταιρεία για την Πρόληψη της Βίας προς τα Ζώα

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υψηλή κοινωνία

sostantivo femminile

εταιρία περιορισμένης ευθύνης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

συμμετοχική εταιρεία, συμμετοχική εταιρία

sostantivo femminile (negli Stati Uniti)

εταιρεία περιορισμένης ευθύνης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ανεξάρτητος

locuzione aggettivale (επιχείρηση)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

της υψηλής κοινωνίας

locuzione aggettivale

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

συνδεδεμένη εταιρεία

sostantivo femminile

Della sua richiesta si occuperà la nostra società affiliata a Bonn.

διαστρωμάτωση

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La stratificazione sociale nella società indiana è rigida e non può essere cambiata facilmente.

απλοί πολίτες

sostantivo femminile (μεταφορικά)

πλούσιος

(figurato: dell'alta società)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δανειστής, δανείστρια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Ha venduto la sua lista di debitori ad una società di factoring.
Πούλησε τη λίστα των οφειλετών του σε ένα δανειστή (or: σε μια δανείστρια).

Αυστραλιανή Αυτοκινητιστική Ένωση

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mi è morta la macchina. Hai il numero della società di soccorso stradale?

εταιρεία, επιχείρηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υψηλή κοινωνία

sostantivo femminile

Pensa di essere migliore di noi e le piace frequentare l'alta società.
Νομίζει ότι είναι καλύτερη από μας και της αρέσει να συναναστρέφεται με την υψηλή κοινωνία.

υψηλή κοινωνία

sostantivo femminile

La debuttante è stata presentata all'alta società al suo party dei sedici anni.

ζω πρωτόγονα

verbo intransitivo

γίνομαι μέλος

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

συνάπτω συνεργασία με κπ, ξεκινώ συνεργασία με κπ

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'azienda di abbigliamento sportivo si è messa in società con un'azienda tecnologica per sviluppare una serie di dispositivi indossabili.

κάνω κπ μέλος

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του società στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.