Τι σημαίνει το serie στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης serie στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του serie στο Ιταλικό.

Η λέξη serie στο Ιταλικό σημαίνει σειρά, σειρά, σειρά, σειρά, σειρά αγώνων, σειρά, σετ, σειρά, σειρά, σερί, σειρά, σειρά, σειρά, ακολουθία, σειρά, ακολουθία, σειρά, μάστιγα, σερί, ομάδα, κύκλος, έκταση, γκάμα, πίνακας, εύρος, φάσμα, λίγκα, σειρά, αλληλουχία, εξοπλισμός, σειρά, σοβαρός, σοβαρός, ηθικός, ενάρετος, σοβαρός, αγέλαστος, σοβαρός, βαρυσήμαντος, σημαντικός, σοβαρός, σημαντικός, συντηρητικός, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, βαθύς, χωρίς χιούμορ, σοβαρός, λογικός, εύλογος, σημαντικός, σοβαρός, σοβαρός, σοβαρός, αυστηρός, νηφάλιος, ώριμος, δίκαιος, ίσος, άσχημος, γραμματοσειρά, εργοστασιακός, με τη σειρά, σερί νικών, δραματική σειρά, ειδήσεις σοβαρού περιεχομένου, επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά, κωδικός αναγνώρισης, αύξων αριθμός, δεύτερη κατηγορία, σειριακός αριθμός, σετ εργαλείων, μαζική παραγωγή, σειρά, σειρά, ανθολόγιο, ταινία β' διαλογής, κωμική σειρά, τελική πλάκα, που παίζει στην πρώτη εθνική, μεγάλος αθλητικός όμιλος, πρώτη κατηγορία, παράγω, εκτός κατάταξης, δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανός, σύνολο, σερί επιτυχιών, επιτυχημένη θεατρική παράσταση, πρώτης κατηγορίας, πρώτης εθνικής, πάνθεο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης serie

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo una serie di insuccessi alla fine ce la fece.
Μετά από μια σειρά αποτυχιών, τελικά επέτυχε.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il professore ha pubblicato una serie di libri su numerose teorie linguistiche.
Ο καθηγητής έχει εκδώσει μια σειρά βιβλίων για διαφορετικές γλωσσολογικές θεωρίες.

σειρά

sostantivo femminile (TV)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quella nuova serie sul Canale 4 è davvero divertente.

σειρά

sostantivo femminile (TV)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non si scopre l'omicida fino all'ultimo episodio della serie.
Ο δολοφόνος δεν αποκαλύπτεται μέχρι το τελευταίο επεισόδιο της σειράς.

σειρά αγώνων

(sport, campionato)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
L'Inghilterra deve vincere questo test per vincere la serie.

σειρά

sostantivo femminile (TV, radio)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il sabato sera trasmettono delle vecchie serie radiofoniche.
Τα Σάββατα μεταδίδουν παλιές ραδιοφωνικές σειρές.

σετ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

σειρά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo visto una serie di case, ma non ce n'è piaciuta nessuna.
Είδαμε μια σειρά σπιτιών, αλλά δε μας άρεσε κανένα.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ultimamente abbiamo avuto una serie di eventi sfortunati.
Είχαμε μία σειρά από ατυχίες τώρα τελευταία.

σερί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
La squadra di casa è a metà di una serie di sette partite.

σειρά

sostantivo femminile (στη γεωλογία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σειρά

(ανθρώπων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una serie di persone si sono informate sull'annuncio che abbiamo pubblicato.
Μια σειρά ανθρώπων έχουν ζητήσει πληροφορίες για την αγγελία που αναρτήσαμε.

σειρά, ακολουθία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le funzioni cerebrali del paziente saranno esaminate attraverso una sequenza di test.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με μια σειρά από τεστ θα εξεταστεί η δύναμη της μνήμης του ασθενούς.

σειρά, ακολουθία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una serie di cause legali ha finito per mandare l'azienda in bancarotta.
Μια σειρά μηνύσεων τελικά οδήγησε την εταιρεία σε χρεοκοπία.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάστιγα

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Anna è stata vittima di una serie di disgrazie.

σερί

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Alison godeva di una serie di colpi di fortuna: prima è stata promossa, poi ha vinto una lotteria, e infine il suo ragazzo le ha detto che l'avrebbe portata in una vacanza di lusso.

ομάδα

(persone)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il gruppo di neoassunti sta aspettando all'ingresso.
Η ομάδα των νεοπροσληφθέντων περιμένει στην αίθουσα αναμονής.

κύκλος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'ora di geologia di oggi era sulle fasi del ciclo dell'acqua nell'atmosfera: evaporazione, condensazione, precipitazione.
Στο μάθημα γεωλογίας σήμερα μάθαμε για τον κύκλο του νερού στην ατμόσφαιρα: εξάτμιση, υγροποίηση, κατακρήμνιση.

έκταση, γκάμα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'estensione della collezione copriva diversi secoli di quadri.
Η έκταση (or: γκάμα) της συλλογής κάλυπτε πίνακες πολλών αιώνων.

πίνακας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
La fila di interruttori che controllano le luci è laggiù.
Ο πίνακας με τους διακόπτες για τα φώτα είναι εκεί πέρα.

εύρος, φάσμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λίγκα

sostantivo femminile (sport) (αθλητισμός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giocatore del college è stato preso nella lega sportiva non appena si è laureato.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'istruttore di danza mostrò alla classe una serie di passi.
Ο δάσκαλος χορού έδειξε στην τάξη του μια σειρά βημάτων.

αλληλουχία

(γεγονότων)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La polizia ha ricostruito la sequenza degli eventi di quella notte.
Η αστυνομία έχει αναπαραστήσει την αλληλουχία των γεγονότων εκείνη τη νύχτα.

εξοπλισμός

(di attrezzi, utensili)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
L'escursionista ha preso il kit di attrezzi e lo ha portato in montagna.
Ο πεζοπόρος πήρε τον εξοπλισμό του και πήγε στα βουνά.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Potresti mettere in ordine questi libri, iniziando da questa fila qui.
Θα μπορούσες σε παρακαλώ να βάλεις αυτά τα βιβλία σε τάξη ξεκινώντας με αυτήν εδώ τη σειρά;

σοβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Non sto scherzando. Sono serio.

σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ηθικός, ενάρετος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σοβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'ha detto con una faccia seria, quindi non credo stesse scherzando.

αγέλαστος, σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il preside accigliato ordinò ai due ragazzi di aspettare fuori dall'ufficio.

βαρυσήμαντος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σοβαρός, σημαντικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'esercito riportò numerose perdite nella battaglia.

συντηρητικός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Richard era serio e prudente; non agiva mai d'impulso.

σοβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Quando i bambini videro l'espressione severa di Helena capirono di essere nei guai.

σοβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
È una situazione seria ed è così che la sta affrontando.
Πρόκειται για μια σοβαρή κατάσταση και την αντιμετωπίζει ως τέτοια.

σοβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai un aspetto molto serio quando leggi.
Φαίνεσαι πολύ σοβαρός, όταν διαβάζεις.

βαθύς

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo è un pensiero davvero importante, amico.

χωρίς χιούμορ

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σοβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adam è un giovane serio che non perde tempo in scherzi.
Ο Άνταμ είναι ένας σοβαρός νέος άντρας που δεν έχει χρόνο για αστεία.

λογικός, εύλογος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σημαντικός, σοβαρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I download illegali creano un serio danno all'industria musicale.
Οι παράνομες λήψεις αποτελούν σημαντική (or: σοβαρή) απειλή για τη μουσική βιομηχανία.

σοβαρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La situazione, con la guerra in corso, è molto grave.
Η κατάσταση στον σημερινό πόλεμο είναι πολύ σοβαρή.

σοβαρός, αυστηρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
I modi severi di Ellen possono rendere nervose le persone.
Οι αυστηροί τρόποι της Έλεν μπορούν να αγχώσουν τους άλλους.

νηφάλιος

aggettivo (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'aspetto serio di Marion la rende la persona giusta cui chiedere consiglio.
Η νηφάλια άποψη της Μάριον την κάνει κατάλληλο άτομο για να ζητήσεις συμβουλές.

ώριμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Η ωριμότητα έρχεται με την ηλικία.

δίκαιος, ίσος

aggettivo (ευκαιρία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Dopo tutto l'allenamento che abbiamo fatto, abbiamo serie chance di vincere la partita.

άσχημος

(μεταφορικά: σοβαρός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La mia anziana madre ha fatto una brutta caduta e si è rotta l'anca.

γραμματοσειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il titolo dell'articolo era scritto con un font in corpo 24.

εργοστασιακός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

με τη σειρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σερί νικών

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nel mio ultimo viaggio a Las Vegas ho avuto una bella serie di vittorie.

δραματική σειρά

(τηλεόραση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ειδήσεις σοβαρού περιεχομένου

sostantivo plurale femminile (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Questo giornale ha la reputazione di occuparsi di notizie serie, non di fare gossip sulle persone famose.

επιτυχημένη τηλεοπτική σειρά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κωδικός αναγνώρισης, αύξων αριθμός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Può darmi il numero di serie che trova nella parte inferiore del computer portatile?

δεύτερη κατηγορία

sostantivo femminile (sport) (ΗΠΑ, αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È un calciatore professionista ma milita in una lega minore.

σειριακός αριθμός

sostantivo maschile

Il numero di serie sulla bottiglia d'acqua contiene informazioni relative al luogo di imbottigliamento.

σετ εργαλείων

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quel kit di attrezzi contiene una piccola chiave inglese, un martello, una sega e tre cacciaviti.

μαζική παραγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σειρά

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανθολόγιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ταινία β' διαλογής

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κωμική σειρά

τελική πλάκα

sostantivo femminile (minerario)

που παίζει στην πρώτη εθνική

(sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mio fratello voleva diventare un giocatore di prima divisione, ma non era abbastanza bravo a battere.

μεγάλος αθλητικός όμιλος

sostantivo femminile (sport)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Quella guardia gioca nella massima serie di basket.

πρώτη κατηγορία

(αθλητισμός)

παράγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La fabbrica produce in serie migliaia di lattine di fagioli in umido ogni giorno.
Το εργοστάσιο παράγει κάθε μέρα χιλιάδες κονσέρβες με φασόλια σε σάλτσα ντομάτας.

εκτός κατάταξης

locuzione aggettivale (sport) (τένις)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δεύτερης κατηγορίας, παρακατιανός

aggettivo (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tuttora in molti paesi le donne sono ancora considerate come cittadine di serie B.

σύνολο

(gruppo, dotazione completa)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Durante lo sciopero la scuola dovette aprire in assenza dell'intero corpo docente.

σερί επιτυχιών

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La serie di successi dell'azienda non sembra voler finire.

επιτυχημένη θεατρική παράσταση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτης κατηγορίας, πρώτης εθνικής

(σε άθλημα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

πάνθεο

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'autrice si è guadagnata un posto nel Pantheon della letteratura americana.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του serie στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του serie

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.