Τι σημαίνει το periodo στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης periodo στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του periodo στο Ιταλικό.

Η λέξη periodo στο Ιταλικό σημαίνει διάστημα, θητεία, χρονικό περιθώριο, περίοδος, παράθυρο, φυλάκιση, εποχή, περίοδος, εποχή, εποχή, περίοδος, περίοδος, πρόταση, περίοδος, φάση, μεγάλο διάστημα, διαδικασία, παράθυρο εκτόξευσης, διαφορά, διάστημα, φάση, θητεία, σεζόν, σειρά, λίγο, μεσοδιάστημα, Χριστούγεννα, αναβολή επ' αόριστον, διακοπή, τα καλύτερά μου χρόνια, διάλειμμα, περιεμμηνοπαυσιακός, τότε, εκείνο τον καιρό, πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή, σε σαββατική άδεια, βραχυπρόθεσμα, έχω ρέντα, συνέπειες, καλοκαίρι, χρονική περίοδος, χειμώνας, περίοδος μεταξύ ακαδημαϊκών εξαμήνων, μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδου, αξίωμα του κυβερνήτη, θέση του κυβερνήτη, λυκαυγές, περίοδος χάριτος, χρόνος ημιζωής, δύσκολη φάση, περίοδος χάριτος, περίοδος επώασης, μεσοδιάστημα, λανθάνουσα περίοδος, χρονική περίοδος, διάρκεια, μεγάλη διάρκεια, πολύς καιρός, διάρκεια φυλάκισης, προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος, σύντομο διάστημα, μικρό χρονικό διάστημα, σταθερή περίοδος, θητεία, τα Χριστούγεννα, περίοδος διακοπών, χρονική περίοδος, δύσκολη εμπειρία, μακροπρόθεσμη στρατηγική, σχετική περίοδος, αντίστοιχη περίοδος, δοκιμαστική περίοδος, διάρκεια ζωής, περίοδος των Χριστουγέννων, λογιστική περίοδος, ξηρασία, περίοδος βλάστησης, φοίτηση, ακαδημαϊκό έτος, σχολικά χρόνια, καύσωνας, δυσκολίες, αλκυονίδες ημέρες, like-for-like πωλήσεις, δύσκολοι καιροί, για την περίοδο από ... μέχρι, έχω πάρει φόρα, περνάω δύσκολη περίοδο, δοκιμαστική περίοδος, αδράνεια, απραξία, απραγία, εκκόλαψη, περίοδος εκκόλαψης, χρονικό περιθώριο, η καλύτερη ώρα, η καλύτερη στιγμή, η ιδανικότερη ώρα, η ιδανικότερη στιγμή, κακή στιγμή, παραθερισμός, καλή περίοδος, πολεμικός, της σούτρα, του ακαδημαϊκού έτους, καλές εποχές, ως επακόλουθο, ως συνέπεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης periodo

διάστημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abby prevede di essere in ferie per un breve periodo.
Η Άμπι σχεδιάζει να λείψει σε διακοπές για μικρό διάστημα.

θητεία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha passato un periodo di due anni nell'esercito.
Υπηρέτησε μια διετή θητεία στον στρατό.

χρονικό περιθώριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I cambiamenti evolutivi avvengono in un periodo di tempo molto ampio.

περίοδος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La Rivoluzione Industriale ha determinato un periodo difficile nella storia.
Η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν μια δύσκολη περίοδος της ιστορίας.

παράθυρο

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è un periodo di tempo per comprarlo spendendo poco prima che i prezzi salgano di nuovo.
Υπάρχει ένα παράθυρο ευκαιρίας για να αγοράσουμε φτηνά πριν ανέβουν πάλι οι τιμές.

φυλάκιση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il ladro è stato condannato ad un periodo di quattro anni di arresto.

εποχή, περίοδος

sostantivo maschile (arco di tempo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questi quadri sono di un periodo successivo.
Οι πίνακες αυτοί ανήκουν σε μεταγενέστερη εποχή (or: περίοδο).

εποχή

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sei mai stato in Normandia nel periodo della fioritura dei meli?
Έχεις επισκεφτεί ποτέ τη Νορμανδία την εποχή που ανθίζουν οι μηλιές;

εποχή, περίοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli anni Sessanta sono stati un periodo interessante in America.

περίοδος

sostantivo maschile (chimica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tavola periodica è fatta di 9 periodi orizzontali.

πρόταση

sostantivo maschile (grammatica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I periodi sono frasi lunghe che non sono grammaticalmente complete se non alla fine.

περίοδος

sostantivo maschile (musica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I periodi sono di solito otto battute di lunghezza.

φάση

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'ultimo periodo in cui Ernie beveva ha causato molti problemi alla sua famiglia.

μεγάλο διάστημα

sostantivo maschile

Si è fatto un periodo di prigione.

διαδικασία

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
In tutto quel tempo rimase fedele ai suoi principi.
Καθ'όλη τη διάρκεια της διαδικασίας παρέμεινε πιστός στα πιστεύω του.

παράθυρο εκτόξευσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
C'è un intervallo di sei ore nel quale si può lanciare il razzo.

διαφορά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è un arco di tempo di due ore tra l'arrivo e la partenza di quel volo.

διάστημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

φάση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μη δίνεις σημασία στις εκρήξεις οργής της Άμπερ. Είναι απλά μια φάση που περνά.

θητεία

(lavoro, attività)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ognuno dovrebbe fare la propria parte in ufficio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έκανε δυο θητείες στο γραφείο της Ατλάντα πέρσι.

σεζόν

(sport)

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
L'allenatore ha detto che questa stagione sarà la migliore della squadra.
Ο προπονητής είπε πως αυτή η σεζόν θα ήταν η καλύτερη της ομάδας.

σειρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ultimamente abbiamo avuto una serie di eventi sfortunati.
Είχαμε μία σειρά από ατυχίες τώρα τελευταία.

λίγο

(periodo di tempo)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Riposiamoci per un attimo dopo che abbiamo finito il lavoro.

μεσοδιάστημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il periodo di pace durò 50 anni.
Το μεσοδιάστημα ειρήνης κράτησε 50 χρόνια.

Χριστούγεννα

(periodo natalizio) (η περίοδος των χριστουγεννιάτικων αργιών)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Per Natale torno a casa.
Θα πάω στην πατρίδα μου τα Χριστούγεννα.

αναβολή επ' αόριστον

(delle attività)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διακοπή

(viaggio) (για ταξίδι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα καλύτερά μου χρόνια

(figurato: degli anni)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il ragazzo è morto in un incidente stradale, stroncato nel fiore degli anni.
Πολλοί λένε πως η δεκαετία των τριάντα είναι τα καλύτερά μας χρόνια.

διάλειμμα

(διακοπή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I giocatori di football hanno preso una pausa dai loro allenamenti.
Ένα διάλειμμα από την προπόνηση έδωσε στους ποδοσφαιριστές την ευκαιρία να ξεκουραστούν.

περιεμμηνοπαυσιακός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τότε, εκείνο τον καιρό

locuzione avverbiale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τότε (or: Εκείνο τον καιρό) είχα πιο μακριά μαλλιά και ήμουν πιο αδύνατη. Έπαιζα ράγκμπι εκείνο τον καιρό.

πότε, σε ποιά περίοδο/χρονική στιγμή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε σαββατική άδεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βραχυπρόθεσμα

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

έχω ρέντα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Era in un momento fortunato e stava segnando un gol dopo l'altro.

συνέπειες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Το γραφείο μας αντιμετωπίζει τις συνέπειες της σύλληψης του γενικού διευθυντή μας.

καλοκαίρι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χρονική περίοδος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo solo un breve periodo di tempo per terminare il progetto.

χειμώνας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

περίοδος μεταξύ ακαδημαϊκών εξαμήνων

(università)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μετά το τέλος της αγωνιστικής περιόδου

sostantivo maschile (sport)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αξίωμα του κυβερνήτη, θέση του κυβερνήτη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λυκαυγές

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

περίοδος χάριτος

sostantivo maschile (prestitti)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Alcuni prestiti a favore di studenti hanno un periodo di grazia di sei mesi, dopodiché devono iniziare a ripagarli indietro.

χρόνος ημιζωής

sostantivo maschile (fisica)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Il tempo di dimezzamento dell'uranio-238 è di circa 4,47 miliardi di anni.

δύσκολη φάση

sostantivo maschile

Per lei questo è proprio un brutto periodo.

περίοδος χάριτος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Spesso per gli acquisti su internet c'è un periodo di sette giorni entro cui si può esercitare il diritto di recesso.

περίοδος επώασης

sostantivo maschile (ασθένειες)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il periodo di incubazione della varicella è di circa 10-20 giorni.

μεσοδιάστημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Come hai passato il periodo intermedio tra i tuoi ultimi due impieghi? Nel periodo intermedio si prenderà una ben meritata vacanza.

λανθάνουσα περίοδος

sostantivo maschile

χρονική περίοδος, διάρκεια

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se esci per un periodo di tempo, chiudi le finestre per favore.

μεγάλη διάρκεια

πολύς καιρός

sostantivo maschile (πχ μέρες, μήνες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Sono rimasto seduto al sole per molto tempo e mi sono scottato. Non vedo il mio ex marito da molto tempo.
Έκατσα πολλή ώρα στον ήλιο και κάηκα.

διάρκεια φυλάκισης

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sta scontando un periodo di carcerazione di sei mesi per avere aggredito il suo padrone di casa.

προκαθορισμένο χρονικό διάστημα

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα δύο χρόνων. Τα στεγαστικά δάνεια πληρώνονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως δεκαπέντε ή τριάντα χρόνια.

σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La svendita durerà solo per un breve periodo, quindi dovremmo acquistarlo adesso.

σύντομο διάστημα, μικρό χρονικό διάστημα

sostantivo maschile

σταθερή περίοδος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La settima e l'ottava dinastia in Egitto furono periodi di stabilità.

θητεία

(militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα Χριστούγεννα

sostantivo maschile (όλη η περίοδος)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Durante il periodo natalizio mi piace girare per i quartieri e ammirare le luminarie.
Την περίοδο των Χριστουγέννων, λατρεύω να κάνω βόλτα με το αυτοκίνητο στη πόλη και να βλέπω τα φωτάκια.

περίοδος διακοπών

sostantivo maschile (natalizie)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La maggior parte della gente si sente più generosa nel periodo delle feste.

χρονική περίοδος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'autrice ambienta sempre le sue storie in diversi periodi di tempo.

δύσκολη εμπειρία

μακροπρόθεσμη στρατηγική

σχετική περίοδος, αντίστοιχη περίοδος

sostantivo maschile

δοκιμαστική περίοδος

sostantivo maschile

Il negozio può noleggiarti una sedia a rotelle per un periodo di prova che ti permetta di verificare se è conforme alle tue esigenze, prima dell'acquisto.

διάρκεια ζωής

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περίοδος των Χριστουγέννων

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

λογιστική περίοδος

sostantivo maschile

ξηρασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περίοδος βλάστησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

φοίτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jeremy ha ricevuto una borsa di studio per l'intero periodo da studente.

ακαδημαϊκό έτος

σχολικά χρόνια

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καύσωνας

(στον λόγο, παρόν)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I giorni più caldi dell'estate erano pericolosi perché la gente era particolarmente suscettibile.

δυσκολίες

(economicamente)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αλκυονίδες ημέρες

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ero un uomo giovane, felice e di successo: quei giorni sono stati il mio periodo d'oro.

like-for-like πωλήσεις

(finanza)

δύσκολοι καιροί

(figurato)

για την περίοδο από ... μέχρι

preposizione o locuzione preposizionale

(πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.)
Ha ricevuto l'incarico per un periodo di cinque anni.

έχω πάρει φόρα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περνάω δύσκολη περίοδο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pippa ha un sacco di problemi, sta attraversando un momento difficile.

δοκιμαστική περίοδος

(lavoro)

Il mio contratto prevede un periodo di prova di tre mesi.
Το συμβόλαιό μου περιλαμβάνει μια τρίμηνη δοκιμαστική περίοδο.

αδράνεια, απραξία, απραγία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Durante il mio periodo di inattività ho smaltito un bel po' di letture arretrate.
Έριξα πολύ διάβασμα όταν ήμουν σε απραξία.

εκκόλαψη, περίοδος εκκόλαψης

sostantivo maschile (αυγά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sapresti dirmi quanto dura il periodo di cova di una gallina?

χρονικό περιθώριο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È necessario stabilire un periodo di tempo per il progetto.

η καλύτερη ώρα, η καλύτερη στιγμή, η ιδανικότερη ώρα, η ιδανικότερη στιγμή

sostantivo maschile (ώρα)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'inizio di ottobre è il periodo migliore per vedere il colore autunnale del fogliame in Wisconsin.

κακή στιγμή

sostantivo maschile

παραθερισμός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I Robertson sono rientrati a metà settembre dal loro soggiorno estivo in Europa.

καλή περίοδος

sostantivo femminile (positivo o fortunato)

A quanto pare, ora stiamo vivendo un bel periodo: gli affari vanno bene e tutti in famiglia sono in salute.

πολεμικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nel libro, l'autore descrive i suoi ricordi del periodo bellico.

της σούτρα

locuzione aggettivale (induismo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ronald è uno studioso della letteratura del periodo vedico che ha pubblicato due libri sull'argomento.

του ακαδημαϊκού έτους

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

καλές εποχές

sostantivo maschile

Non è un buon periodo per l'industria musicale.

ως επακόλουθο, ως συνέπεια

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ως επακόλουθο του κυκλώνα, πολλοί άνθρωποι έπρεπε να μείνουν σε προσωρινά καταλύματα ενώ φτιάχνονταν τα σπίτια τους.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του periodo στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.