Τι σημαίνει το sera στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης sera στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sera στο Ιταλικό.

Η λέξη sera στο Ιταλικό σημαίνει βράδυ, βραδάκι, βράδυ, βράδυ, βράδυ, βράδυ, εσπέρα, βραδινό σακάκι, καλοντυμένος, αργά το απόγευμα, χθες το βράδυ, χτες βράδυ, αύριο το βράδυ, αύριο βράδυ, χθες το βράδυ, αύριο βράδυ, αργά το απόγευμα, εσπερινός, καθημερινή, φράκο, ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμα, έξι μετά μεσημβρίας, επίσημο ένδυμα, απόγευμα που αφιερώνεται στο μπάνιο, επίσημη ενδυμασία, Aφροδίτη, του σμόκιν, ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι στην πένα, κάνω υπερωρίες, βάζω τα καλά μου, καλός, απόψε, σήμερα το βράδυ, το βράδυ, το απόγευμα, τήβεννος, εννέα και μισή, εννιά και μισή, βραδινό φόρεμα, που απαιτεί επίσημο ένδυμα, το απόγευμα, μ.μ., τουαλέτα, καλησπέρα, δύση, επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης sera

βράδυ, βραδάκι

sostantivo femminile (con giorno della settimana)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il sabato sera è il momento migliore per rilassarsi davanti alla TV.
Το βράδυ του Σαββάτου είναι η καλύτερη στιγμή για να χαλαρώσεις με λίγη τηλεόραση.

βράδυ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Di sera è bello qui.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα γυρίσω κατά το βραδάκι.

βράδυ

sostantivo femminile (ieri)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo mangiato in un favoloso ristorante ieri sera.
Χθες το βράδυ φάγαμε σε ένα πολυτελές εστιατόριο.

βράδυ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il giovane lavorò senza sosta da mattina a sera.
Ο νεαρός δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, χωρίς σταματημό.

βράδυ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Era una bella sera d'estate e tutto era soffuso di luce dorata.

εσπέρα

(letterario) (παλαιό)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

βραδινό σακάκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Henry indossava uno smoking e una cravatta.

καλοντυμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'appuntamento di Sally è saltato così si è ritrovata in abito da sera senza un posto dove andare.

αργά το απόγευμα

(abitualmente)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Generalmente torno dal lavoro di sera tardi.

χθες το βράδυ, χτες βράδυ

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sono andato a dormire molto presto ieri sera, appena dopo le nove.
Πήγα για ύπνο πολύ νωρίς χτες το βράδυ, λίγο μετά τις εννιά.

αύριο το βράδυ, αύριο βράδυ

sostantivo femminile

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Ci vediamo domani sera!

χθες το βράδυ

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αύριο βράδυ

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

αργά το απόγευμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Siamo arrivati nel tardo pomeriggio, ma il personale dell'albergo è stato molto servizievole.

εσπερινός

sostantivo femminile (cristianesimo) (θρησκεία)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

καθημερινή

sostantivo femminile (συνήθως πληθυντικός)

ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τις καθημερινές δεν επιτρέπω στην κόρη μου να δει τηλεόραση πριν τον ύπνο.

φράκο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Al ballo municipale indosserò un abito da sera.

ένδυμα δεξιώσεων, επίσημο ένδυμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έξι μετά μεσημβρίας

sostantivo plurale femminile (orario) (ώρα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Oggi dovrei uscire dal lavoro più o meno alle sei di sera.

επίσημο ένδυμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'invito dice che dobbiamo indossare degli abiti da sera, quindi devo comprarmi un completo nuovo.

απόγευμα που αφιερώνεται στο μπάνιο

sostantivo femminile (κατά λέξη)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Quando nella cascina non c'era l'acqua corrente, il sabato era la sera del bagno, dopo tutta la settimana di lavoro.

επίσημη ενδυμασία

sostantivo maschile

Aφροδίτη

sostantivo femminile (pianeta: Venere) (πλανήτης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

του σμόκιν

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντύνομαι στην τρίχα, ντύνομαι στην πένα

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Paula è una donna molto alla moda che si veste sempre da sera.

κάνω υπερωρίες

verbo intransitivo

βάζω τα καλά μου

verbo riflessivo o intransitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'attrice adora vestirsi da sera per le prime dei film.
Στην ηθοποιό αρέσει να βάζει τα καλά της για την πρεμιέρα ταινιών.

καλός

locuzione aggettivale (abiti)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Beatrice vuole comprarsi un abito da sera per la festa.

απόψε

avverbio

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Stasera andiamo a cena fuori.
Θα βγούμε για φαγητό απόψε.

σήμερα το βράδυ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

το βράδυ

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
L'artista insegna durante il giorno e dipinge la sera.
Ο καλλιτέχνης διδάσκει την ημέρα και ζωγραφίζει τα βράδια.

το απόγευμα

(momento preciso) (νωρίς, μέχρι τις 7-8)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Di sera, subito dopo cena, ho giocato con un videogioco.

τήβεννος

sostantivo maschile (donna)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jessica si è presentata alla cerimonia di laurea già pronta con il cappello e in abito da sera.
Η Τζέσικα εμφανίστηκε πανέτοιμη για την αποφοίτηση με το καπέλο και την τήβεννό της.

εννέα και μισή, εννιά και μισή

sostantivo femminile (orario) (το βράδυ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βραδινό φόρεμα

sostantivo maschile (per donna)

που απαιτεί επίσημο ένδυμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το απόγευμα

(momento della giornata) (νωρίς, μέχρι τις 7-8)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Passa a trovarci alle 7.30 di sera.

μ.μ.

locuzione avverbiale (σντμ: μετά μεσημβρίαν)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi piace essere a letto alle 9.30 di sera.
Μου αρέσει να είμαι στο κρεβάτι στις 9.30 μ.μ.

τουαλέτα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Alla festa indossò un abito da sera nero senza spalline.

καλησπέρα

interiezione

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

δύση

(della vita) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Molti pensionati trovano piacevole la seconda parte della loro vita.

επιστροφή στο σπίτι σου φορώντας τα ίδια ρούχα με χθες το βράδυ μετά από σεξουαλική περιπέτεια

verbo intransitivo

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sera στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του sera

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.