Τι σημαίνει το buio στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης buio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του buio στο Ιταλικό.

Η λέξη buio στο Ιταλικό σημαίνει σκοτεινός, σκοτεινιάζει, νυχτώνει, σκοτάδι, σκοτεινός, σκοτάδι, σκοτάδι, σκοτεινιά, μαυρίλα, σκοτάδι, σκοτεινός, μαύρος, σκοτεινός, σκοτάδι, σκοτάδι, φοβάμαι το σκοτάδι, στο σκοτάδι, στο σκοτάδι, στα σκοτεινά, τη νύχτα, στη μαύρη νύχτα, στο σκοτάδι, ραντεβού στα τυφλά, απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι, απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι, τολμηρή εικασία, το μαύρο σκοτάδι, τολμηρή κίνηση, ριψοκίνδυνη κίνηση, πίσσα σκοτάδι, σκοτεινιάζω, συσκοτίζω, κατράμι, ρίσκο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης buio

σκοτεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La casa era buia quando mi sono svegliato. // Vedi di essere a casa quando diventa buio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το σπίτι ήταν σκοτεινό όταν ξύπνησα.

σκοτεινιάζει, νυχτώνει

sostantivo maschile

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
I miei genitori vogliono che io torni a casa prima che faccia buio.
Οι γονείς μου θέλουν να γυρίζω πριν πέσει το σκοτάδι.

σκοτάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκοτεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo locale buio è un noto ritrovo di delinquenti.

σκοτάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dopo il calar del sole arrivò presto l'oscurità.
Το σκοτάδι ακολούθησε γρήγορα τη δύση του ήλιου.

σκοτάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Durante l'inverno il sole non esce quasi mai dall'oscurità.

σκοτεινιά, μαυρίλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La figura è scomparsa nell'oscurità della notte.

σκοτάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκοτεινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Era una giornata coperta e senza sole quella che si intravedeva dietro a una spessa coltre di nubi. Questa stanza è buia: accendi la luce!
Ήταν μια μουντή ημέρα με τον ήλιο να μη είναι ορατός πίσω από τα πυκνά σύννεφα.

μαύρος, σκοτεινός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La stanza era scura finché Ben ha acceso la luce.

σκοτάδι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non riusciva a vedere il telefono nell'oscurità.

σκοτάδι

sostantivo maschile (senza elettricità)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il paese è rimasto al buio dopo la tempesta.

φοβάμαι το σκοτάδι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Teneva un'abat-jour accesa perché aveva paura del buio.

στο σκοτάδι

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Evidentemente non c'era nessuno perché la casa era completamente al buio.

στο σκοτάδι, στα σκοτεινά

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le luci nella caverna si spensero, lasciando i turisti al buio. Con nuvole pesanti a coprire la luna e le stelle, camminarono lungo il sentiero al buio.
Τα φώτα στη σπηλιά έσβησαν, αφήνοντας τους τουρίστες στο σκοτάδι. Πυκνά σύννεφα κάλυπταν τα αστέρια και το φεγγάρι, οπότε περπάτησαν κατά μήκος του μονοπατιού στα σκοτεινά.

τη νύχτα, στη μαύρη νύχτα

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nel buio della notte la foresta diventò un luogo minaccioso.
Στη μαύρη νύχτα, το δάσος έγινε απειλητικό μέρος.

στο σκοτάδι

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ραντεβού στα τυφλά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questa sera Davina andrà a un appuntamento al buio.
Η Νταβίνα θα βγει ραντεβού στα τυφλά απόψε.

απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

απόλυτο σκοτάδι, μαύρο σκοτάδι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Quando si spense l'ultima candela, precipitammo in un buio pesto.

τολμηρή εικασία

sostantivo maschile (figurato)

το μαύρο σκοτάδι

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Lui percorre questa via ogni notte nel buio più pesto!

τολμηρή κίνηση, ριψοκίνδυνη κίνηση

sostantivo maschile (figurato)

πίσσα σκοτάδι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκοτεινιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συσκοτίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: spegnere le luci)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'intera città è stata messa al buio quando è suonata la sirena antiaerea.
Όταν ακούστηκε η σειρήνα της εναέριας επιδρομής έπρεπε να σβήσουν τα φώτα σε όλη την πόλη.

κατράμι

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

ρίσκο

sostantivo maschile (idiomatico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'iniziativa imprenditoriale richiede un salto nel buio da parte degli investitori.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του buio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.