Τι σημαίνει το segnale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης segnale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του segnale στο Ιταλικό.
Η λέξη segnale στο Ιταλικό σημαίνει σήμα, σημάδι, σήμα, έναυσμα, φανάρι, σήμα, σύνθημα, προειδοποιητικό σημάδι, σήμα, σημείο σήμανσης, ένδειξη, προειδοποίηση, σήμα, οδηγός, πινακίδα, προειδοποιητικό σήμα, προειδοποιητικό σήμα, σημάδι, σημάδι, σκοράρω, σκοράρω, κερδίζω, δημιουργώ εσοχή, βάζω, διαλύω, καταστρέφω, είμαι καταδικασμένος, σφραγίζω, χαράσσω, χαράζω, ορίζω, σημειώνω, λογαριάζω, υπολογίζω, δείχνω, δείχνω, περνάω, σημαδεύω, σημειώνω, οριοθετώ με πασσάλους, σημειώνω, σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήση, εφαρμόζω ειδική σήμανση, επισημαίνω, χτυπάω, χτυπώ, μουτζουρώνω, δηλώνω, χαράζω, βάζω σελιδοδείκτη, σημειώνω, γράφω, σημαδεύω, επισημαίνω, βάζω, πετυχαίνω, δείχνω, σήμα, του σήματος, φως του φάρου, χιόνια, παράσιτα, πινακίδα, ορόσημο, σήμα, στίγμα, πινακίδα, συναγερμός, σήμα κατειλημμένης γραμμής, τόνος επιλογής, χειρονομία, κώδωνας κινδύνου, συναγερμός, συσκευή η οποία παράγει σήμα κινδύνου, προσκλητήριο σάλπισμα, σήμα κινδύνου, περιοχή χωρίς σήμα, σήμα κινδύνου, ένδειξη σφάλματος, σήμα, στοπ, πινακίδα, νευρικό σήμα, φωτοβολίδα, σήμα κινδύνου, βροντερός, δυνατός, συναγερμός, φωτιά, δίνω σήμα, δίνω σύνθημα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης segnale
σήμα, σημάδιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'occhiolino di Frederica era un segnale che tutto era andato secondo il piano. Το κλείσιμο του ματιού της Φρεντερίκα ήταν ένα σινιάλο ότι όλα είχαν πάει σύμφωνα με το πλάνο. |
σήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I concorrenti nella corsa aspettarono il segnale di partenza. |
έναυσμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'aumento dei prezzi del cibo era un segnale per la ribellione del popolo. |
φανάρι(strade) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è mancato poco che succedesse un incidente perché un automobilista ha ignorato il semaforo al passaggio a livello. Παραλίγο να γίνει ατύχημα όταν ένας οδηγός αγνόησε το φανάρι στη διασταύρωση. |
σήμα, σύνθημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La banda era in posizione, in paziente attesa del segnale per poter marciare. Η μπάντα στέκονταν σε σχηματισμό περιμένοντας υπομονετικά το σήμα (or: σύνθημα) για να παρελάσουν. |
προειδοποιητικό σημάδι(di problema, cosa negativa) Bere più di quattro birre in una serata è un chiaro segnale di alcolismo. |
σήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Attraverso un segnale Joanna ci ha comunicato che era pronta per partire. |
σημείο σήμανσηςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Ci sono quattro segnali lungo il sentiero. Υπάρχουν τέσσερα σημεία σήμανσης κατά μήκος του μονοπατιού. |
ένδειξηsostantivo maschile (figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha dato qualche segno di volerci aiutare? Έδωσε κάποια ένδειξη ότι είναι πρόθυμος να μας βοηθήσει; |
προειδοποίησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mike diede agli impiegati dell'ufficio che spettegolavano il segnale che il capo stava per entrare, in modo che questi potessero fingere di essere al lavoro. |
σήμαsostantivo maschile (di azione) (για να κάνει κάποιος κάτι) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo sbadiglio di una padrona di casa è il chiaro segnale che è ora di andarsene. Όταν η οικοδέσποινα χασμουριέται, είναι σήμα (or: υπαινιγμός) για τους καλεσμένους της να φύγουν. |
οδηγός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Hanno piazzato cumuli di pietre come segnali lungo il sentiero. |
πινακίδα(στο δρόμο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non hai visto il segnale stradale? Diceva: "Attraversamento animali più avanti". |
προειδοποιητικό σήμα(di pericolo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I dolori al petto sono segnali di un infarto cardiaco. |
προειδοποιητικό σήμα(di pericolo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σημάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'escursionista non voleva perdersi così ha seguito i segnali con attenzione. |
σημάδι
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκοράρωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport: punti) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il battitore ha segnato su due giocatori. |
σκοράρωverbo transitivo o transitivo pronominale (sport) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) L'attaccante della squadra ha segnato all'ultimo minuto. Ο επιθετικός της ομάδας σκόραρε στο τελευταίο λεπτό. |
κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Con ogni canestro si segnano due punti per la propria squadra. Με κάθε καλάθι κερδίζεις δύο πόντους για την ομάδα σου. |
δημιουργώ εσοχή(con un'incisione) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ha segnato il coperchio usando un punteruolo e un martello. Δημιούργησε μια εσοχή στο καπάκι χρησιμοποιώντας σφυρί και καλέμι. |
βάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La squadra ospite ha segnato una rete nel primo tempo. Η φιλοξενούμενη ομάδα σκόραρε στο πρώτο μισό του αγώνα. |
διαλύω, καταστρέφω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η κακοποίηση που υπέστη ως νεαρό αγόρι του σημάδεψε το υπόλοιπο της ζωής του. |
είμαι καταδικασμένος(εγώ ο ίδιος) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Il bambino era condannato sin dalla nascita. Το παιδί ήταν καταδικασμένο απ' τη στιγμή της γέννησής του. |
σφραγίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η μοίρα του σφραγίστηκε όταν ο αστυνομικός βρήκε το όπλο που είχε χρησιμοποιήσει. |
χαράσσω, χαράζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È più facile piegare la carta se prima la incidi. |
ορίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il margine dell'area visitabile è segnato da un nastro giallo. Η άκρη της περιοχής των θεατών έχει οριστεί με κίτρινη ταινία. |
σημειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Segnate il testo da studiare. Σημειώστε το κείμενο που θα πρέπει να μελετήσετε. |
λογαριάζω, υπολογίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (per donazione promessa) (κάποιον για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Posso segnarla per una donazione di 20 dollari questo mese? Λοιπόν, μπορώ να σε υπολογίσω για μια δωρεά των είκοσι ευρώ αυτό τον μήνα; Αυτό είναι πολύ γενναιόδωρο εκ μέρους σου. Μπορώ να σε υπολογίσω για 1.000 λίρες; |
δείχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il termometro segnava dodici gradi. |
δείχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il termometro segna 22 gradi. Το θερμόμετρο δείχνει 22 βαθμούς. |
περνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Registra i numeri di oggi nel giornalmastro. Πέρνα τους σημερινούς αριθμούς στο γενικό εμπορικό βιβλίο. |
σημαδεύω, σημειώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha segnato la sua scheda elettorale con una croce. Σημάδεψε το ψηφοδέλτιό της με ένα σταυρό. |
οριοθετώ με πασσάλους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σημειώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Θα σημειώσω στα γρήγορα τη διεύθυνση. |
σημειώνω, καταγράφω για μελλοντική χρήσηverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aspetta un attimo che me lo segno. Μισό λεπτό να το σημειώσω. |
εφαρμόζω ειδική σήμανσηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Per favore segna il documento per indicare il grassetto, il corsivo o il sottolineato. Παρακαλώ εφαρμόστε ειδική σήμανση στο έγγραφό σας για να υποδείξετε έντονα, πλάγια ή υπογραμμισμένα. |
επισημαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gli errori erano contrassegnati in margine. Τα λάθη σημειώθηκαν στο περιθώριο. |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (sport) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Emily ha colpito la palla a campanile verso la parte esterna sinistra del campo. |
μουτζουρώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I bambini hanno rovinato il muro con i pastelli. Τα παιδιά μουτζούρωσαν όλους τους τοίχους με τις κηρομπογιές τους. |
δηλώνω(richiesta di prestito di [qlcs]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hai registrato quell'attrezzatura? Υπέγραψες για να δανειστείς τον εξοπλισμό; |
χαράζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω σελιδοδείκτηverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κτ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Metto il segnalibro sulla pagina e la leggerò dopo. |
σημειώνω, γράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Questa informazione la annoto nel mio quaderno. Θα σημειώσω τις πληροφορίες αυτές στο σημειωματάριό μου. |
σημαδεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il gatto ha graffiato la gamba del tavolo con i suoi artigli. Η γάτα σημάδεψε το πόδι του τραπεζιού με τα νύχια της. |
επισημαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (σε γράφημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Bonnie ha disegnato i punti su un grafico. Η Μπόνι επισήμανε τα σημεία στη γραφική παράσταση. |
βάζω, πετυχαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (un goal, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il giocatore ha fatto un goal nel secondo tempo. Ο παίκτης έβαλε (or: πέτυχε) γκολ στο δεύτερο ημίχρονο. |
δείχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il termometro dice settanta gradi. |
σήμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho problemi ad ottenere il buon segnale con questa vecchia radio: è molto gracchiante. Δυσκολεύομαι να πιάσω καλό σήμα σε αυτό το παλιό ραδιόφωνο. Κάνει πολλά παράσιτα. Η Όντρι προσπάθησε να καλέσει βοήθεια αλλά δεν έπιανε σήμα. |
του σήματοςlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sfortunatamente, la potenza del segnale è scarsa qui, non sarai in grado di ascoltare la radio. |
φως του φάρου(segnale luminoso) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Παρά τη βροχή, το πλήρωμα του πλοίου έβλεπε το φως του φάρου στην ακτή από μακριά. |
χιόνια, παράσιτα(ricezione televisiva) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Fammi sistemare l'antenna per vedere se riesco a liberarmi dalla nebbia su questo canale. |
πινακίδαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il segnale indicava di fermarsi. Η πινακίδα έλεγε να σταματήσουμε. |
ορόσημο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'escursionista ha fatto una pausa presso una pietra miliare lungo il sentiero. Ο πεζοπόρος έκανε διάλειμμα σε ένα ορόσημο στη διαδρομή. |
σήμα, στίγμα(su schermo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il velivolo appare come un punto lampeggiante in movimento sullo schermo del controllore. |
πινακίδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il guidatore si è fermato davanti al cartello per consultare la cartina. |
συναγερμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σήμα κατειλημμένης γραμμήςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ho provato a chiamare Pauline, ma c'era solo il segnale di occupato. |
τόνος επιλογήςsostantivo maschile (telefono) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Attendi il segnale di centrale prima di iniziare a digitare il numero sulla tastiera. |
χειρονομίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I ciclisti dovrebbero usare i segnali manuali quando svoltano e si fermano per una maggiore sicurezza stradale. |
κώδωνας κινδύνου, συναγερμός(anche figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
συσκευή η οποία παράγει σήμα κινδύνου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσκλητήριο σάλπισμαsostantivo maschile Il Risveglio è un famoso segnale militare di tromba per svegliare il personale militare all'alba. |
σήμα κινδύνουsostantivo maschile (κυριολεκτικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I bagnanti hanno ignorato i segnali di pericolo posizionati in bella evidenza. |
περιοχή χωρίς σήμα(telefonia cellulare) (κινητή τηλεφωνία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È impossibile chiamare, siamo in una zona senza copertura. |
σήμα κινδύνου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ένδειξη σφάλματοςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La stampante emette un segnale d'errore quando l'inchiostro o la carta sono finiti. |
σήμαsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il segnale radio qui è pessimo - sento solo un paio di stazioni. |
στοπsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) È molto semplice: se c'è uno stop, devi fermarti. |
πινακίδαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Alcuni guidatori non sembrano capaci persino di vedere i segnali stradali. |
νευρικό σήμαsostantivo maschile |
φωτοβολίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ο πεζοπόρος που χάθηκε έριξε μια φωτοβολίδα στον ουρανό. |
σήμα κινδύνουsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La crisi in corso è stata causata dalle banche che hanno ignorato i segnali di pericolo. |
βροντερός, δυνατός(φωνή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συναγερμόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Chelsea ha portato i bambini in cantina dopo aver sentito l'allarme che segnalava un tornado. Όταν η Τσέλσυ έμαθε για το συναγερμό για ανεμοστρόβιλο, πήγε τα παιδιά της στο υπόγειο. |
φωτιάsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nell'antichità spesso si comunicava l'arrivo di truppe nemiche con segnali di fumo dalle colline. Τα νέα για εισβολές στρατευμάτων συχνά διαδίδονταν με φωτιές στους λόφους στην αρχαιότητα. |
δίνω σήμα, δίνω σύνθημα(σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jill cercò di sentire il suono che le dava il segnale per cominciare a ballare. Η Χόλι ζήτησε απ' τον Τομ να της δίνει σήμα για τις ατάκες της. Η Τζιλ περίμενε να ακούσει τον ήχο που θα της έδινε το σύνθημα για να ξεκινήσει να χορεύει. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του segnale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του segnale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.