Τι σημαίνει το suonare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης suonare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του suonare στο Ιταλικό.
Η λέξη suonare στο Ιταλικό σημαίνει παίζω, παίζω, ακούγομαι, χτυπάω, χτυπώ, παίζω, ακούγομαι, σημαίνω, κουδουνίζω, παίζω, βάζω, χτυπάω, χτυπώ, παίζω μουσική, πατάω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κουδουνίζω, χτυπάω, πατάω, χτυπάω, χτυπώ, παίζω, παίζω, χτυπάω, παίζω, παίζω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, χτυπώ, κορνάρω, κορνάρω, παίζω μουσική, κάνω μπιπ, δουλεύω ως DJ, παίζω, χτυπάω, χτυπώ, ακούγομαι σαν κτ, καλώ χτυπώντας το κουδούνι, κουδουνίζω, μίμηση παιξίματος κιθάρας χωρίς κιθάρα, κιθάρα, ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινός, βάζω ένα σι-ντι, παίζω μια μελωδία, παίζω τζαζ, παίζω ντραμς, παίζω βιολί, χτυπώ το κουδούνι, παίζω πιάνο, κορνάρω, παίζω μουσική στο δρόμο, παίζω prima vista, παίζω πρίμα βίστα, ακούγομαι πολύ δυνατά, χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατά, συνεχίζω να παίζω μοσυική, παίζω με το αφτί, βιολί, κάνω καντάδα σε κπ, ξανά-παίζω, παίζω βιολί, σαλπίζω, τραγουδώ για κπ, γρατζουνάω, γρατζουνίζω, γρατσουνάω, γρατσουνίζω, κορνάρω, βουίζω, παίζω ρυθμικά, ροκάρω, είμαι ψηλά ένα ημιτόνιο, παίζω, παίζω λάουτο, διασκευάζω, ξαναπαίζω, παίζω κτ στο λάουτο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης suonare
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suona il piano e la chitarra. Παίζει πιάνο και κιθάρα. |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suona un'altra sonata di Beethoven. Παίξε άλλη μια σονάτα του Μπετόβεν. |
ακούγομαιverbo intransitivo (sembrare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sue parole suonavano strane. Όσα είπε ακούστηκαν παράξενα. |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (campanello) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il monaco ha suonato la campana. Ο μοναχός χτύπησε την καμπάνα. |
παίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ama il violino. Suona tutto il giorno. |
ακούγομαι(sembrare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le sue parole suonavano sincere. |
σημαίνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pompiere ha suonato l'allarme. Ο πυροσβέστης σήμανε συναγερμό. |
κουδουνίζωverbo intransitivo (κάνω ήχο σαν κουδουνιού) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se colpito con un cucchiaio, il candelabro di ottone risuona. Αν το χτυπήσεις με ένα κουτάλι, το μπρούτζινο κηροπήγιο θα κουδουνίσει. |
παίζω, βάζω(musica) (αναμετάδοση, αναπαραγωγή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sto facendo suonare il nuovo cd nello stereo. Θα ακούσω το νέο CD στο στερεοφωνικό. |
χτυπάω, χτυπώverbo intransitivo (telefono) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il telefono ha squillato due volte. Το τηλέφωνο κουδούνισε (or: χτύπησε) δύο φορές. |
παίζω μουσικήverbo transitivo o transitivo pronominale (strumento musicale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Io e il mio vicino ci vediamo ogni tanto per suonare. Lui suona il flauto, io il pianoforte. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο γείτονάς μου και εγώ μερικές φορές συναντιόμαστε και παίζουμε μουσική, αυτός φλάουτο και εγώ πιάνο. |
πατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (il clacson) (την κόρνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dovresti suonare il clacson se qualcuno ti taglia la strada. |
χτυπάω, χτυπώ(sveglia, allarme) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Non sempre mi sveglio quando suona la sveglia. Δεν ξυπνάω πάντα όταν χτυπάει το ξυπνητήρι μου. |
χτυπάω, χτυπώverbo intransitivo (orologio, campane) (για καμπάνα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Da qualunque punto del paese si sentono le campane della chiesa suonare. Μπορείς να ακούσεις τις καμπάνες της εκκλησίας να χτυπούν οπουδήποτε στην πόλη. |
κουδουνίζω(generico) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χτυπάω, πατάωverbo transitivo o transitivo pronominale (clacson) (την κόρνα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I guidatori imbottigliati nel traffico suonavano i loro clacson per la frustrazione. |
χτυπάω, χτυπώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Improvvisamente a mezzanotte suonò il campanello di casa. |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (uno strumento a fiato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo zampognaro ha suonato un brano. |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il trombettiere suona forte e deciso. |
χτυπάωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le campane suonano e riverberano quando vengono percosse. |
παίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mio zio suona un banjo. |
παίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (uno strumento a fiato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il flautista suonava una dolce melodia. |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'orologio ha suonato le tre. Το ρολόι χτύπησε τρεις. |
χτυπάω, χτυπώ(σιγανά, ως κάλεσμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le campane della chiesa rintoccavano in lontananza. Οι καμπάνες της εκκλησίας ηχούσαν πέρα μακριά. |
χτυπάω, χτυπώ(orologi) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'orologio ha battuto le dieci. Το ρολόι σήμανε δέκα. |
κορνάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Suona il clacson se non si sbriga a partire. |
κορνάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Qualcuno ha suonato il clacson mentre giravo a destra, ma non avevo fatto niente di sbagliato. |
παίζω μουσική(αναπαραγωγή) |
κάνω μπιπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando il suo cercapersone fece "bip", il dottor Ross dovette andarsene per occuparsi di un'emergenza. Ο βομβητής του Δρ. Ρος χτύπησε και εκείνος είπε ότι πρέπει να πάει να αντιμετωπίσει ένα έκτακτο περιστατικό. |
δουλεύω ως DJ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sam è un banchiere, ma nei fine settimana fa il DJ in una discoteca. |
παίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Chi fa il DJ all'Astoria stasera? |
χτυπάω, χτυπώverbo transitivo o transitivo pronominale (σιγανά, ως κάλεσμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il vicario salì i gradini della torre e iniziò a suonare la campana. |
ακούγομαι σαν κτverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I miei figli la chiamano musica, ma per me suona come semplice rumore. Τα παιδιά μου το αποκαλούν μουσική, αλλά αυτά που παίζει το συγκρότημά τους εμένα μου ακούγονται σαν φασαρία. |
καλώ χτυπώντας το κουδούνιverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La regina chiamò la sua serva suonando la campanella. Η βασίλισσα χτύπησε το κουδούνι και κάλεσε τον υπηρέτη της. |
κουδουνίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le campane della chiesa scampanavano quando era l'ora della messa. |
μίμηση παιξίματος κιθάρας χωρίς κιθάρα
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κιθάραsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ακούγομαι πειστικός, ακούγομαι αληθινόςverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La sua spiegazione suona vera, per quanto sembri strana. |
βάζω ένα σι-ντι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίζω μια μελωδίαverbo transitivo o transitivo pronominale (musica) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susanna mi ha insegnato a suonare un brano al pianoforte. Η Σούζαν με δίδαξε να παίζω μια μελωδία στο πιάνο. |
παίζω τζαζ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω ντραμςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω βιολίverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Suona il violino nell'orchestra. Παίζει βιολί στην ορχήστρα. |
χτυπώ το κουδούνιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando si suona il campanello qualcuno viene ad aprire la porta. |
παίζω πιάνοverbo transitivo o transitivo pronominale |
κορνάρω(οχήματα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Chi è che suona il clacson dietro di me? |
παίζω μουσική στο δρόμοverbo intransitivo (spesso raccogliendo soldi) (για χρήματα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
παίζω prima vista, παίζω πρίμα βίσταverbo intransitivo (musica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακούγομαι πολύ δυνατάverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Più si attardava il traffico, più i clacson delle auto suonavano a tutto volume. |
χτυπάω δυνατά, παίζω δυνατάverbo intransitivo (uno strumento musicale) Il mio vicino è un batterista appassionato. Lo sento suonare rumorosamente giorno e notte. |
συνεχίζω να παίζω μοσυική
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω με το αφτίverbo transitivo o transitivo pronominale (letterale, musica) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono bravo a leggere gli spartiti, ma suonare a orecchio mi è difficile. È incredibile, non ha mai imparato a leggere gli spartiti: suona tutto a orecchio. |
βιολίsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Susan è brava a suonare il violino e a ballare. |
κάνω καντάδα σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il cowboy ha suonato una serenata alla bella donna. |
ξανά-παίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
παίζω βιολίverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dan adora sedersi sotto a un albero e suonare il violino invece di lavorare. Στον Νταν άρεσε να κάθεται κάτω από ένα δέντρο και να παίζει βιολί αντί να δουλεύει. |
σαλπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La banda marciava lungo la strada suonando le trombe. Η φιλαρμονική ορχήστρα σάλπιζε κατεβαίνοντας τον δρόμο. |
τραγουδώ για κπverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il gruppo di mariachi ha suonato delle serenate di musica tradizionale ai commensali. |
γρατζουνάω, γρατζουνίζω, γρατσουνάω, γρατσουνίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κιθάρα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κορνάρω(clacson) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il ciclista ha suonato il campanello a Sean. Ο ποδηλάτης κόρναρε στον Σων. |
βουίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (tipo di musica) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
παίζω ρυθμικάverbo transitivo o transitivo pronominale L'orchestra sta suonando un buon ritmo! |
ροκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A quel nuovo gruppo piace suonare rock. |
είμαι ψηλά ένα ημιτόνιοverbo intransitivo (musica) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hai suonato mezzo tono sopra per le prime venti battute. |
παίζωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Stasera la band di mio fratello suonerà dal vivo a Londra. |
παίζω λάουτοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διασκευάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nel suo concerto la band ha fatto una cover di un vecchio classico di Dylan. |
ξαναπαίζω(un brano musicale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il pianista ripeté il pezzo. |
παίζω κτ στο λάουτοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του suonare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του suonare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.