Τι σημαίνει το rimettere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης rimettere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rimettere στο Ιταλικό.
Η λέξη rimettere στο Ιταλικό σημαίνει κάνω εμετό, χαρίζω, ξαναβάζω, αποδέχομαι, επιστρέφω, παραπέμπω, επιστρέφω, ξερνάω, ξερνοβολάω, κάνω εμετό, ξερνώ, κάνω εμετό, ξερνάω, αναπροσαρμόζω, κάνω εμετό, κάνω εμετό, επαναφέρω, ξερνώ, κάνω εμετό, ξερνάω, ξερνάω, καθάρισμα, συγύρισμα, επανεστιάζω, επανενεργοποιώ, επανεκκινώ, συνεφέρνω, ισορροπώ, βάζω κπ στη θέση του, επανασυναρμολογώ, μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ, ανακαινίζω, ξαναβάζω, επιδιορθώνω, επισκευάζω, επανεκδίδω, επανακυκλοφορώ, ξαναδικάζω, ξαναδίνω έμφαση, διοργανώνω κτ ξανά, φτιάχνω, επανεκκινώ, επανενεργοποιώ, συναρμολογώ ξανά, προετοιμάζω, ετοιμάζω, ξανασυγκεντρώνομαι, ξαναξεκινώ, βάζω στην θέση του, τονίζω εκ νέου, τονίζω για άλλη μία φορά, επανεστιάζω, αποκαθιστώ, βάζω κτ πίσω, επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι, κάνω επανεστίαση, επαναφέρω, εμπιστεύομαι, κριτικάρω, στρώνω, φτιάχνω, δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης rimettere
κάνω εμετό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il bambino mi ha appena vomitato sulla camicia. Το μώρο μόλις έκανε εμετό πάνω στο πουκάμισό μου. |
χαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il creditore condonerà il debito. |
ξαναβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mescolare la zuppa e rimettere il coperchio per trenta minuti. |
αποδέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando hai finito di leggere il libro, per favore, rimettilo sullo scaffale. Όταν τελειώσεις το βιβλίο επίστρεψέ το σε παρακαλώ στο ράφι. |
παραπέμπωverbo transitivo o transitivo pronominale (diritto) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι, κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rimetti tutti i libri al loro posto sullo scaffale. |
ξερνάω, ξερνοβολάω(αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Chi ha vomitato sul sedile posteriore? Ποιος ξέρασε στο πίσω κάθισμα; |
κάνω εμετό(κάτι που έφαγα) Ho vomitato tutta la cena. |
ξερνώverbo intransitivo (κάνω εμετό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il cane ha appena vomitato sul tappeto. Ο σκύλος μόλις ξέρασε στο χαλί. |
κάνω εμετόverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se bevo troppo alla fine rimetto sempre. Πάντα μου έρχεται να ξεράσω όταν πιω υπερβολικά πολύ. |
ξερνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναπροσαρμόζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo schermo della TV sembra strano, credo che dovremmo risistemarlo. |
κάνω εμετό(colloquiale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω εμετόverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando sono ammalato vomito sempre tutto. Όταν είμαι άρρωστος κάνω εμετό. |
επαναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η επιεικής ποινή του δολοφόνου οδήγησε σε εκκλήσεις να επαναφερθεί ο απαγχονισμός. |
ξερνώverbo intransitivo (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κάνω εμετόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La bambina è malata e continua a vomitare il cibo. Το μωρό είναι άρρωστο και κάνει διαρκώς εμετό το φαγητό του. |
ξερνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομ: άκομψο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quel formaggio mi fa venire da rimettere. |
ξερνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομ: άκομψο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Kelsey si è sentita così male da vomitare tre volte. |
καθάρισμα, συγύρισμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) C'è troppo disordine in camera tua, è il momento di dare una bella ripulita. |
επανεστιάζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
επανενεργοποιώ, επανεκκινώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho appena riattivato il mio abbonamento al New York Times. |
συνεφέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Victoria era stata molto malata ma una buona cura e riposo in abbondanza la ristabilirono in fretta. Η Βικτώρια ήταν πολύ άρρωστη αλλά σύντομα συνήλθε χάρη στην καλή αγωγή και στις πολλές ώρες ξεκούρασης. |
ισορροπώ(figurato: le cose, una situazione) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω κπ στη θέση του(far ridimensionare) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il duro rimprovero di Eleanor rimise Daniel al suo posto. |
επανασυναρμολογώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαζεύω, συγυρίζω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dato che comincia a fare buio gli operai stanno rimettendo tutto in ordine per questa giornata. |
ανακαινίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Quando Ben e Daisy hanno comprato la casa, gli arredi non erano stati cambiati dagli anni '60, quindi li hanno rimessi completamente a nuovo. Όταν ο Μπεν και η Ντέιζι αγόρασαν το σπίτι τους, το ανακαίνισαν ολόκληρο αφού η διακόσμησή του δεν είχε αλλαχθεί από τη δεκαετία του 1960. |
ξαναβάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rimetti a posto il coperchio dopo averlo usato, per favore. Παρακαλείσθε να επανατοποθετήσετε το καπάκι μετά τη χρήση. |
επιδιορθώνω, επισκευάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: edificio, spazio, ecc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επανεκδίδω(specifico: libro, rivista, ecc.) (εκδίδω εκ νέου) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επανακυκλοφορώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναδικάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (νομική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ξαναδίνω έμφασηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διοργανώνω κτ ξανάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φτιάχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale, idiomatico) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Metteremo in sesto il salotto con nuove tende e un nuovo tappeto. Ha dovuto rimettere in sesto la casa per poterla vendere. Επισκεύασε το σπίτι της για να το πουλήσει. |
επανεκκινώ, επανενεργοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
συναρμολογώ ξανάverbo transitivo o transitivo pronominale |
προετοιμάζω, ετοιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (riparare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'equipaggio doveva sistemare la macchina per l'ultimo giorno del rally. |
ξανασυγκεντρώνομαι(figurato) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
ξαναξεκινώverbo transitivo o transitivo pronominale (αυτοκίνητο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rimetti in moto la macchina e guarda se il rumore sparisce. Ξαναβάλε μπρος το αμάξι και παρατήρησε αν εξαφανιστεί ο θόρυβος. |
βάζω στην θέση τουverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τονίζω εκ νέου, τονίζω για άλλη μία φοράverbo transitivo o transitivo pronominale (seguito da subordinata) (ότι/πως) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επανεστιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (lente, obiettivo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκαθιστώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tom era diventato pallido e letargico ma un cambio radicale della dieta ristabilì la sua salute. Ο Τομ είχε γίνει χλωμός και ληθαργικός αλλά μια δραστική αλλαγή στη διατροφή του αποκατέστησε την υγεία του. |
βάζω κτ πίσωverbo transitivo o transitivo pronominale Avevamo spostato i mobili ai lati della stanza per far spazio alla gente che voleva ballare durante la festa e il giorno dopo li abbiamo rimessi a posto. |
επιστρέφω κτ χωρίς να με πάρουν χαμπάρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo aver letto il documento secreto lui lo ripose delicatamente nella cartella. |
κάνω επανεστίαση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il fotografo rifece la messa a fuoco per ottenere un'immagine più nitida. |
επαναφέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Προσπαθούν να επαναφέρουν τα παντελόνια - καμπάνα; |
εμπιστεύομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ti affido la cura dei miei figli, nel caso non ritornassi dalla missione. Εμπιστεύομαι τη φροντίδα των παιδιών μου σε σένα, σε περίπτωση που δεν γυρίσω από την αποστολή. |
κριτικάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: persona presuntuosa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στρώνω, φτιάχνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si è risistemata i capelli dopo essere scesa dalle montagne russe. |
δείχνω κτ σε επανάληψη, προβάλλω κτ σε επανάληψηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Stasera ritrasmettono quel documentario sulla musica blues. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rimettere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του rimettere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.