Τι σημαίνει το nome στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης nome στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του nome στο Ιταλικό.
Η λέξη nome στο Ιταλικό σημαίνει όνομα, όνομα, όνομα, όνομα, κατ' όνομα, όνομα, όνομα, ουσιαστικό, με όνομα, μικρό όνομα, μικρά ονόματα, προσηγορικό, όνομα, βαφτιστικό όνομα, βαπτιστικό, βαφτιστικό, μικρό όνομα, φήμη, φήμη, υπόληψη, ονομασία, ουσιαστικό, κατονομάζω, κατ' όνομα, ανώνυμος, που μπορεί να ονομαστεί, καλό όνομα, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, μασκαράς, μετονομάζω, διακρίνομαι, ανώνυμος, παρατσούκλι, καρφώνω, δίνω, καρφώνω, ονομάζομαι, μετρήσιμος, χωρίς τίτλο, ως πληρεξούσιος κπ, ως αντιπρόσωπος κπ, γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενο, με το όνομά μου, όνομα, εσφαλμένο όνομα, λάθος όνομα, συνθηματικό, όνομα χρήστη, πινακίδα, που έχει μπει στην καθημερινότητά μου, καλλιτεχνικό ψευδώνυμο, όνομα του δρόμου, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, γενικό όνομα, μεσαίο όνομα, ψευδώνυμο, τοπωνύμιο, κύριο όνομα, επιστημονικός όρος, εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασία, κωδικό όνομα, αρχικό μεσαίου ονόματος, καρτελίτσα, καλλιτεχνικό όνομα, κωδικός χρήστη, αφηρημένο ουσιαστικό, περιληπτικό ουσιαστικό, συλλογικό ουσιαστικό, όνομα χρήστη, όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμού, με φωνάζουν, όνομα ολογράφως με κεφαλαία, ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο, μεγάλο όνομα, κοινό ουσιαστικό, περιληπτικό ουσιαστικό, πρώτο όνομα, παλιό όνομα, χρήση του παλιού ονόματος, όνομα και διεύθυνση, γνωστός επίσης και ως, εκ μέρους, στο όνομα του, χαλάω το όνομα κάποιου, γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομα, παίρνω το όνομα, Αποθήκευση ως, αποκαλώ με λάθος όνομα, αποκαλώ με λάθος όνομα, φέρω το όνομα, δίνω όνομα, βαφτίζω, μιλάω εκ μέρους, με παύλα, κατ' όνομα, για χάρη κπ, όνομα χρήση, χρήση εσφαλμένου ονόματος, κοινή ονομασία, όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμο, καρτελίτσα, όνομα χρήστη, δίνω κωδικό όνομα, αποκαλώ κπ με το παλιό του/της όνομα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης nome
όνομα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Come ti chiami di nome? Πώς σε λένε; |
όνομαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Colin vuole un nuovo nome per la sua band. Ο Κόλιν ψάχνει νέο όνομα για την μπάντα του. |
όνομαsostantivo maschile (figurato: reputazione) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jill sta cercando di farsi un nome. Η Τζιλ προσπαθεί να φτιάξει ένα όνομα στον κλάδο της. |
όνομαsostantivo maschile (figurato: VIP) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Gli organizzatori vogliono un grande nome per ospitare il banchetto. Οι διοργανωτές θέλουν ένα μεγάλο όνομα για οικοδεσπότη της δεξίωσης. |
κατ' όνομαsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Johnson era presidente solo di nome. Ο Τζόνσον ήταν πρόεδρος μόνο κατ' όνομα (or: στα χαρτιά). |
όνομαsostantivo maschile (figurato: reputazione) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'ha sposata per il suo buon nome e per i suoi contatti. Την παντρεύτηκε για το καλό της όνομα και τις επαφές της. |
όνομα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Mi chiamo Peter Smith. Με λένε Πίτερ Σμιθ. |
ουσιαστικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Una frase completa contiene almeno un nome o un pronome. Μια ολοκληρωμένη πρόταση περιέχει τουλάχιστον ένα ουσιαστικό ή μια αντωνυμία. |
με όνομα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ο ταξιθέτης στον κινηματογράφο φορούσε με περηφάνια την ετικέτα του ονόματός του. |
μικρό όνομα
Το μικρό όνομα της κυρίας Τζόνσον είναι Έντιθ. |
μικρά ονόματα
Τα μικρά ονόματα του κύριου Γουίλσον είναι Χάουαρντ και Νίκολας. |
προσηγορικόsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
όνομαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαφτιστικό όνομαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) All'anagrafe va registrato il nome (di battesimo) del bambino. |
βαπτιστικό, βαφτιστικόsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Mettete il vostro nome nella prima casella e il cognome nella seconda. |
μικρό όνομα(nome proprio di persona) Negli Stati Uniti, "Michael" è un nome molto comune tra i ragazzi. Nella maggior parte dei moduli prestampati va inserito prima il cognome e poi il nome. Το «Μάικλ» είναι ένα δημοφιλές αγορίστικο όνομα στις Η.Π.Α. |
φήμη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La fabbricazione di prodotti difettosi ha intaccato la reputazione dell'azienda. Η παραγωγή ελαττωματικών αγαθών έχει πλήξει τη φήμη της εταιρείας. |
φήμη, υπόληψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ονομασίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I vini che portano un titolo sono sempre più costosi. |
ουσιαστικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I sostantivi sono parole che indicano persone, luoghi e concetti astratti. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα ουσιαστικά ονομάζουν ανθρώπους, τόπους και αφηρημένες έννοιες. |
κατονομάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La polizia ha fatto il nome di un sospettato per questo caso. Η αστυνομία κατονόμασε έναν ύποπτο στην υπόθεση. |
κατ' όνομα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ανώνυμος(δεν έχει όνομα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La polizia ha arrestato un sospetto anonimo per la recente rapina. |
που μπορεί να ονομαστείaggettivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλό όνομα
Anche se non sono mai stati confermati, i sospetti hanno minato la sua reputazione. |
καλλιτεχνικό ψευδώνυμο
Lo scrittore Samuel Clemens usava lo pseudonimo Mark Twain. |
μασκαράς(μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μετονομάζω(κάποιον/κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il comune ha rinominato la via "Palm Boulevard". |
διακρίνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ο συγκεκριμένος σκηνοθέτης έχει διακριθεί στην κινηματογραφική βιομηχανία. |
ανώνυμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
παρατσούκλι(informale) (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Aaron utilizzava il soprannome "Badwold" in un forum. |
καρφώνω, δίνω(αργκό, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ladro fu arrestato dopo che la sua ragazza lo denunciò alla polizia. |
καρφώνω(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ονομάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il mio nome è Joe. Ονομάζομαι Τζόι. |
μετρήσιμοςsostantivo maschile (grammatica) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) "Arachide" è un nome che ha anche una forma plurale. |
χωρίς τίτλοlocuzione aggettivale (για κείμενο, έντυπο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ως πληρεξούσιος κπ, ως αντιπρόσωπος κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono autorizzato a votare in nome e per conto di zia Sadie all'assemblea degli azionisti. Είμαι εξουσιοδοτημένος να ψηφίσω ως πληρεξούσιος της θείας Σάντι στη συνάντηση των μετόχων. |
γράφω το όνομά μου με κεφαλαία, έτσι ώστε να φαίνεται ως τυπωμένο κείμενοverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Si prega di scrivere il nome in stampatello per esteso. |
με το όνομά μουlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
όνομα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ο Μπράιαν έγραψε το μικρό του όνομα στο χαρτί. |
εσφαλμένο όνομα, λάθος όνομαsostantivo maschile |
συνθηματικό
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Devi dire la parola d'ordine per poter entrare nel club. |
όνομα χρήστη
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πινακίδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχει μπει στην καθημερινότητά μουsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tutte queste attrici famose sono nomi noti. Il calciatore David Beckham è ormai un nome noto. |
καλλιτεχνικό ψευδώνυμοsostantivo maschile Molti attori assumono dei nomi d'arte più corti dei loro nomi veri. |
όνομα του δρόμουsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I nomi delle strade nella mia zona portano i nomi di poeti inglesi. |
όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Devi sempre indicare nome e cognome quando riempi dei moduli governativi. Πρέπει πάντα να δίνεις το ονοματεπώνυμό σου όταν συμπληρώνεις αιτήσεις για την κυβέρνηση. Παρακαλώ πείτε το ονοματεπώνυμό σας στον δικαστή. |
γενικό όνομαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεσαίο όνομαsostantivo maschile Io non uso mai il mio secondo nome. Il suo nome era Michael ma tutti lo chiamavano col suo secondo nome, John. Ποτέ δεν χρησιμοποιώ το μεσαίο μου όνομα. Το κύριο όνομά του ήταν Μάικλ, αλλά όλοι τον φώναζαν με το μεσαίο του όνομα, δηλαδή Τζον. |
ψευδώνυμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τοπωνύμιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Lo studio dei nomi di località si chiama toponomastica. |
κύριο όνομαsostantivo maschile (grammatica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Di solito in inglese i nomi comuni iniziano con la lettera minuscola e i nomi propri con la lettera maiuscola. |
επιστημονικός όροςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il nome scientifico del merlo è Turdus merula. |
εμπορική επωνυμία, εμπορική ονομασίαsostantivo maschile Alcune ricette hanno sia il nome generico che quello commerciale delle medicine. |
κωδικό όνομαsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Gola Profonda era il nome in codice di un informatore dello scandalo del Watergate. «Βαθύ Λαρύγγι» ήταν το κωδικό όνομα ενός από τους πληροφοριοδότες του Γουότεργκεϊτ. |
αρχικό μεσαίου ονόματοςsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Posso dirti solo l'iniziale del secondo nome, dirti qual è sarebbe troppo imbarazzante. |
καρτελίτσαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Hanno dovuto cucire le etichette con il nome su tutti i loro abiti. |
καλλιτεχνικό όνομαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κωδικός χρήστηsostantivo maschile (informatica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ho digitato il mio nome utente e la password per accedere. |
αφηρημένο ουσιαστικόsostantivo maschile (γλωσσολογία: κυριολεκτικά) |
περιληπτικό ουσιαστικό, συλλογικό ουσιαστικόsostantivo maschile Anche se descrive un gruppo di oggetti, un nome collettivo vuole il verbo al singolare. |
όνομα χρήστηsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
όνομα οργανισμού, ονομασία οργανισμούsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με φωνάζουν
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il suo nome completo è Diana Lynn, ma preferisce essere chiamata Lynn. Το όνομά της είναι Νταϊάνα Λιν, αλλά τη φωνάζουν Λιν. |
όνομα ολογράφως με κεφαλαία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορθό και πλήρες ονοματεπώνυμο
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Si prega di usare il proprio nome completo in questo modulo. |
μεγάλο όνομαsostantivo maschile (figurato: VIP) (μεταφορικά) |
κοινό ουσιαστικόsostantivo maschile |
περιληπτικό ουσιαστικό(γραμματική) Di solito "acqua" è un nome di massa. |
πρώτο όνομα(μεταφορικά) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
παλιό όνομα(di persona transgender) (τρανς ατόμου) |
χρήση του παλιού ονόματοςverbo transitivo o transitivo pronominale (τρανς ατόμου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
όνομα και διεύθυνσηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γνωστός επίσης και ως
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Eva Perón, nota come Evita, è stata una figura controversa della politica argentina. |
εκ μέρους(με γενική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Telefono a nome di mia figlia che ha perso la voce. Il milionario ha inviato qualcuno per fare un'offerta sul quadro per suo conto. |
στο όνομα τουpreposizione o locuzione preposizionale (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) Quante incomprensioni nascono in nome della libertà personale. |
χαλάω το όνομα κάποιου(ανεπίσημο, μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
γίνομαι όνομα, γίνομαι μεγάλο όνομαverbo riflessivo o intransitivo pronominale (καθομιλουμένη, μτφ) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Dopo aver pubblicato il libro, si è fatto un nome nei circoli letterari. |
παίρνω το όνομα(κάποιου) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi è stato dato il nome del miglior amico di mia madre. Al parco è stato dato il nome del sindaco. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πήρα το όνομα του καλύτερου φίλου της μητέρας μου. Πήρα το όνομα του αγαπημένου εξάδελφου του πατέρα μου. |
Αποθήκευση ως(informatica) (εντολή Η/Υ) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αποκαλώ με λάθος όνομα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il bambino ha sbagliato il nome dell'elefante chiamandolo giraffa. |
αποκαλώ με λάθος όνομαverbo transitivo o transitivo pronominale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φέρω το όνομαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Molte specie di farfalla portano il nome dei loro scopritori. |
δίνω όνομα, βαφτίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se è femmina, vorremmo chiamare la bambina come mia madre. Θα θέλαμε να δώσουμε στο μωρό το όνομα της μητέρας μου, αν είναι κορίτσι. |
μιλάω εκ μέρουςverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Credo che sia una buona idea, ma non posso parlare a nome di altri. |
με παύλα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κατ' όνομαlocuzione avverbiale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
για χάρη κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non spegnere la musica per me: non mi dà fastidio. |
όνομα χρήση
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Kate si dimenticò il nome utente della sua casella di posta elettronica e dovette cercarlo nella sua agenda. |
χρήση εσφαλμένου ονόματος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Chiamare quell'azienda "impresa" è una denominazione impropria, perché non genera alcun profitto. |
κοινή ονομασία
Erba e maria sono nomi da strada molto comuni per la marijuana. |
όνομα και επώνυμο, ονοματεπώνυμοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nelle culture ispaniche si usa il cognome della madre come parte del nome completo del bambino. Οι ισπανόφωνοι πολιτισμοί συμπεριλαμβάνουν το επίθετο της μητέρας στο ονοματεπώνυμο του παιδιού. |
καρτελίτσαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tutti i membri dello staff indossavano un cartellino con il proprio nome. |
όνομα χρήστηsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δίνω κωδικό όνομαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αποκαλώ κπ με το παλιό του/της όνομαverbo transitivo o transitivo pronominale (τρανς άτομο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του nome στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του nome
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.