Τι σημαίνει το noioso στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης noioso στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του noioso στο Ιταλικό.
Η λέξη noioso στο Ιταλικό σημαίνει κουραστικός, αδιάφορος, επαναλαμβανόμενος, κουραστικός, βαρετός, βαρετός, ανιαρός, βαρετός, πληκτικός, ανιαρός, κοινός, πεζός, αδιάφορος, ανιαρός, βαρετός, βαρετός, ανιαρός, βαρετός, βαρετός, βαρετός, βαρετός, πληκτικός, ανιαρός, βαρετός, ανιαρός, βαρεμάρα, ανιαρός, πληκτικός, βαρετός, μονότονος, μονότονος, ανιαρός, πεζός, βαρετός, άχρωμος, ανέκφραστος, βαρετός, πληκτικός, ανιαρός, ζοφερός, πολύ βαρετός, επίπονος, αδιάφορος, βαρετός, αδιάφορος, εξουθενωτικά, ξενέρωτος, βαρετός, χωρίς χιούμορ, πολύ βαρετός, απίστευτα βαρετός, βαρετός μέχρι θανάτου, τμήμα με αργή δράση, λούκι, βαρετός τύπος, βαρετή τύπισσα, βαρετός, αγγαρεία. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης noioso
κουραστικός(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La cena era noiosa: non c'era nessuno di interessante con cui parlare. Il ministro tentò di concentrarsi sulla noiosa relazione. Το τραπέζει ήταν βαρετό (or: ανιαρό)· δεν υπήρχε ούτε ένα ενδιαφέρον άτομο για να μιλήσω. |
αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il film era così noioso che sono uscito dal cinema prima che finisse. |
επαναλαμβανόμενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κουραστικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαρετόςaggettivo (άτομο: ανιαρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Felicia non esce con Paul perché lui è noioso. Η Φελίσια δε θέλει να βγει με τον Πολ επειδή είναι βαρετός. |
βαρετός, ανιαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nate ha lasciato presto la festa perché era noiosa. Ο Νέιτ έφυγε νωρίς από το πάρτι επειδή ήταν βαρετό. |
βαρετός, πληκτικός, ανιαρός(χωρίς ενδιαφέρον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Voglio andarmene da questa lezione noiosa. Θέλω να φύγω από αυτό το βαρετό μάθημα. |
κοινός, πεζός, αδιάφορος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fred si sentiva prigioniero di un'esistenza banale. Ο Φρεν αισθανόταν κολλημένος σε μια πεζή ύπαρξη. Η Έριν τελείωσε όλα τα αδιάφορα πράγματα πριν βγει έξω με τη φίλη της. |
ανιαρός, βαρετός(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non riesco a sopportare le lezioni noiose del signor Smith; dice sempre la stessa cosa. |
βαρετός, ανιαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non credo di piacere alla capa: mi assegna sempre mansioni noiose. Δε νομίζω πως με συμπαθεί το αφεντικό. Πάντα μου δίνει να κάνω την χαμαλοδουλειά. |
βαρετόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fred non voleva uscire con Rachel perché la riteneva noiosa. Ο Φρεντ δεν ήθελε να κάνει παρέα με τη Ρέιτσελ επειδή θεωρούσε ότι είναι βαρετή. |
βαρετόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Era una conferenza così noiosa che quasi mi addormentavo. |
βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'uomo col quale sono uscita era un po' noioso. |
βαρετός, πληκτικός, ανιαρόςaggettivo (persona) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dopo aver parlato per un'ora con lui, Melanie decise che Tony era noioso. |
βαρετός, ανιαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La voce soporifera del professore faceva venire sonno ai membri della classe. |
βαρεμάρα(colloquiale, figurato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quella lezione era una vera barba, pensavo che mi sarei addormentato davvero da quanto ero annoiato. |
ανιαρός, πληκτικός, βαρετόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La tesi era talmente monotona che mi sono addormentato mentre la stavo leggendo. Η διατριβή ήταν τόσο ανιαρή (or: πληκτική), που αποκοιμήθηκα καθώς την διάβαζα. |
μονότονοςaggettivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Mi è stato assegnato il compito monotono di ordinare le scatole per dimensione. |
μονότονος, ανιαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Stuart si infastidisce facilmente con incarichi monotoni, invece ha bisogno di sfide. |
πεζός, βαρετός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άχρωμος, ανέκφραστος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
βαρετός, πληκτικός, ανιαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ζοφερός(λόγιο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ βαρετόςaggettivo |
επίπονος(lavoro, occupazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδιάφοροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Questo nuovo film poliziesco è un po' piatto. Η νέα δραματική εγκληματική σειρά είναι κάπως αδιάφορη. |
βαρετός, αδιάφοροςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Dopo un viaggio così eccitante la normale routine mi sembra banale. |
εξουθενωτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il lavoro era lento e monotono. Tuttavia, i colleghi della fabbrica erano gentili e simpatici. |
ξενέρωτοςaggettivo (καθομ, μτφ, αποδοκιμασίας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho lasciato quel lavoro perché non volevo diventare un banale burocrate. Παραιτήθηκα από τη δουλειά γιατί δεν ήθελα να γίνω ένας ξενέρωτος γραφειοκράτης. |
βαρετόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Tim controllò il programma e vide che doveva partecipare ad un'altra noiosa riunione quel mattino, invece di andare avanti con del lavoro vero. |
χωρίς χιούμορaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πολύ βαρετός, απίστευτα βαρετόςaggettivo Questo film è noiosissimo, mi sa che vado a leggere un libro. |
βαρετός μέχρι θανάτουaggettivo (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La lezione era così mortalmente noiosa che non riusciva quasi a stare sveglio. |
τμήμα με αργή δράσηsostantivo maschile (in film o libri) (για βιβλία, ταινίες) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
λούκιsostantivo maschile (μεταφορικά, αργκό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
βαρετός τύπος, βαρετή τύπισσαsostantivo maschile (καθομιλουμένη) Non invitare quell'individuo noioso di Quentin alla festa. Μην καλέσεις αυτόν τον βαρετό τύπο, τον Κουέντιν, στο πάρτι. |
βαρετόςsostantivo maschile (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Non uscirò più con lui, è un tipo noioso! |
αγγαρεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του noioso στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του noioso
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.