Τι σημαίνει το tecnico στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης tecnico στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tecnico στο Ιταλικό.
Η λέξη tecnico στο Ιταλικό σημαίνει τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, δεξιοτέχνης, δεξιοτέχνισσα, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, τεχνικός, επιστάτης, μηχανικός, ειδικός, μακινίστας, μάστορας, επισκευαστής, επιδιορθωτής, τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλος, τεχνικός, μάστορας, τεχνική ποινή, μιξέρ, μιξέζ, μη τεχνικός, προδιαγραφή, προϊστάμενος ηλεκτρολόγος, βοηθός, ραδιογράφος, τεχνικός Η/Υ, τεχνικός εργαστηρίου, ηχολήπτης, ηχολήπτρια, ηχολήπτης, τεχνική φρασεολογία, τεχνικό κολλέγιο, τεχνικός όρος, περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμα, τεχνικός παραγωγής, τεχνικός ακτινολόγος, τεχνικός ήχου, μηχανικός ήχου, συντάκτης τεχνικών κειμένων, συντάκτρια τεχνικών κειμένων, τεχνολόγος ακτινολογίας, τεχνικός ήχου, διασώστης, διασώστρια, τεχνικό σχέδιο, τεχνικός εργαστηρίου, τεχνικός εργαστηρίου, μοντέρ, συντηρητής επισκευαστής μηχανών, κατασκευαστής εργαλείων, τεχνικός Η/Υ, τεχνικό σχέδιο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης tecnico
τεχνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Julie dimostrò grande abilità tecnica nel riparare la macchina. Η Τζόυλι επέδειξε φοβερές τεχνικές δεξιότητες στην επισκευή της μηχανής. |
τεχνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Lo scienziato usò un sacco di parole tecniche, il che rese difficile ai non specialisti capirlo. Ο επιστήμονας χρησιμοποίησε πολλούς τεχνικούς όρους κάτι που έκανε το να τον καταλάβουν δύσκολο για τους μη ειδικούς. |
τεχνικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Al college lavorano due tecnici a tempo pieno che si occupano della manutenzione ordinaria per i laboratori. |
τεχνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Padroneggiare gli aspetti tecnici di questo sport è importante. Είναι σημαντικό να τελειοποιήσει κανείς την τεχνική πλευρά αυτού του αθλήματος. |
δεξιοτέχνης, δεξιοτέχνισσαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Come scrittrice Linda era molto più una tecnica che un genio creativo. |
τεχνικόςaggettivo (sport: fallo) (μπάσκετ, ποινή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τεχνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mary non era molto studiosa, quindi scelse di seguire un corso tecnico invece che andare all'università. |
τεχνικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'avvocato trovò una scappatoia tecnica, così il cliente fu assolto anche se era colpevole. |
τεχνικόςsostantivo maschile (υπολογιστών) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) Robert non riusciva a risolvere il problema del computer da solo, quindi dovette chiamare un tecnico. |
επιστάτηςsostantivo maschile (specifico: responsabile manutenzione) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μηχανικός
(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) È un tecnico aerospaziale della NASA. Είναι μηχανικός αεροναυτικής για τη ΝΑΣΑ. |
ειδικός
È venuto il tecnico del computer e ha sistemato il problema. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήρθε ο γιατρός και μας έφτιαξε τον υπολογιστή. |
μακινίστας(cinema, TV) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il regista era infuriato perché i macchinisti ci stavano mettendo troppo a montare le luci. |
μάστοραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il tecnico è venuto ad aggiustare la televisione. |
επισκευαστής, επιδιορθωτήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τεχνικός σύμβουλος, τεχνική σύμβουλοςsostantivo maschile |
τεχνικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μάστοραςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il tecnico venne a riparare il televisore. |
τεχνική ποινήsostantivo maschile (sport) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μιξέρ, μιξέζ(film) (ήχου: δουλεύει στο μιξάζ) |
μη τεχνικόςaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
προδιαγραφή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il responsabile del progetto fornì al costruttore le specifiche per il lavoro. |
προϊστάμενος ηλεκτρολόγοςsostantivo maschile (σε τηλεοπτικό πλατό) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
βοηθόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ραδιογράφοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τεχνικός Η/Υ
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Credo che dovremo chiamare un tecnico informatico per risolverci il problema. Νομίζω πως πρέπει να καλέσουμε έναν τεχνικό Η/Υ για να μας βοηθήσει. |
τεχνικός εργαστηρίουsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mio cugino è un tecnico di laboratorio. |
ηχολήπτης, ηχολήπτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Oggigiorno i tecnici del suono lavorano di norma coi computer. |
ηχολήπτηςsostantivo maschile (κινηματογράφος) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τεχνική φρασεολογίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non capisco niente di gergo tecnico. |
τεχνικό κολλέγιοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Andrà a un istituto tecnico per imparare il mestiere di elettricista. |
τεχνικός όροςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τεχνικός παραγωγής(ΤV, κινηματογράφος) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
τεχνικός ακτινολόγοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
τεχνικός ήχου, μηχανικός ήχου
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
συντάκτης τεχνικών κειμένων, συντάκτρια τεχνικών κειμένωνsostantivo maschile |
τεχνολόγος ακτινολογίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
τεχνικός ήχουsostantivo maschile (cinema) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
διασώστης, διασώστριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
τεχνικό σχέδιοsostantivo maschile |
τεχνικός εργαστηρίουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
τεχνικός εργαστηρίουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
μοντέρsostantivo maschile (cinema) (ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.) C'erano tre tecnici del montaggio che lavoravano sul film. Τρεις μοντέρ εργάζονταν για την ταινία. |
συντηρητής επισκευαστής μηχανώνsostantivo maschile (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
κατασκευαστής εργαλείωνsostantivo maschile (κατασκευή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τεχνικός Η/Υsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τεχνικό σχέδιοsostantivo maschile (ικανότητα) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tecnico στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του tecnico
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.