Τι σημαίνει το proprio στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης proprio στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του proprio στο Ιταλικό.
Η λέξη proprio στο Ιταλικό σημαίνει ο ίδιος μου ο, δικός μου, κανονικός, -, ακριβώς, συγκεκριμένος, ακριβώς, μα, εξαιρετικά, πραγματικά, ακριβώς, ακριβώς, πολύ, ιδιαίτερα, απλά, ευθεία, ακριβώς, εντελώς, τελείως, όντως, πράγματι, πώς το θες;, εγγενής, κυριολεκτικά, απλά, απλώς, χωριστός, ξεχωριστός, χαρακτηριστικός, διακριτικός, καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιος, πραγματικά, απολύτως, φοβερά, αυτός καθαυτός, απόλυτα σωστός, αυτορυθμιζόμενος, ναι, εισέρχομαι, μπαίνω, άνετα, τόσο όσο, ιδιοποίηση, οικειοποίηση, συναινώ, ρουφάω, ρουφώ, συγκεντρώνομαι, ανήσυχος, νευρικός, αυνανιστικός, αδιάντροπος, όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστός, καταπληκτικός, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, τρομερός, έξω από τα νερά μου, στον κόσμο σου, εντελώς, στην ανάγκη, ακριβώς απέναντι, εδώ ακριβώς, ακριβώς εδώ, μόλις τώρα, ακριβώς το αντίθετο, στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του, στη θέση του, ακριβώς απέναντι, τώρα, ακριβώς τώρα, ακριβώς απέναντι, υπό τον έλεγχο, ακριβώς εκείνη την στιγμή, όπως επιθυμείτε, με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό, στο στοιχείο μου, από ό,τι λέω ο ίδιος, με τον ίδιο τρόπο όπως, την στιγμή που, μόνο και μόνο επειδή..., του γούστου σου, στην κατοχή σου, πάνω σου, ακριβώς δίπλα σε, στο καθήκον, ορίστε, όχι ακριβώς, αυτό είναι, αυτό είναι, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, αυτό χρειάζεται, ακριβώς, σωστά, ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι, καθόλου, ό,τι πρέπει, συγκεκριμένη επιλογή, τοπωνύμιο, κύριο όνομα, αυτοεκτίμηση, προϊόν ιδιωτικής ετικέτας, συνάνθρωπος, η σειρά σου, χρήση του παλιού ονόματος, εντελώς, τελείως, ακριβώς σαν κτ, τη στιγμή που, χαρακτηριστικός, εξίσου, τόσο όσο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης proprio
ο ίδιος μου ο(εμφατικός τύπος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ho visto con i miei propri occhi! Το είδα με τα ίδια μου τα μάτια! |
δικός μου(εμφατικός τύπος) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) La mia macchina non è nemmeno lontanamente bella quanto la tua. Το αυτοκίνητό μου δεν είναι τόσο ωραίο, όσο το δικό σου. |
κανονικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Patatine e caramelle non sono una vera cena! |
-aggettivo (possessivo impersonale) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ognuno fa del proprio meglio. Ο καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. |
ακριβώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
συγκεκριμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stato proprio quel giorno che le ha fatto la proposta. Της έκανε πρόταση γάμου εκείνη ακριβώς την ημέρα. |
ακριβώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Era proprio la persona con cui volevo parlare. Ήταν ακριβώς το άτομο με το οποίο ήθελα να μιλήσω. |
μαavverbio (εμφατικός τύπος) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Non c'era niente di buono in TV, proprio niente! Η τηλεόραση δεν είχε τίποτα, τίποτα όμως! |
εξαιρετικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le strade stanno diventando proprio pericolose con le nevicate. |
πραγματικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hai visto delle luci lampeggianti nel cielo? È proprio strano! Είδες φώτα που αναβόσβηναν στον ουρανό; Αυτό είναι πραγματικά περίεργο! |
ακριβώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il nostro albergo era esattamente nel centro del quartiere a luci rosse. Το ξενοδοχείο μας ήταν ακριβώς στη μέση της περιοχής με τα κόκκινα φανάρια. |
ακριβώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È proprio quello che sto cercando. |
πολύ, ιδιαίτεραavverbio (rafforzativo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Hanno lavorato veramente sodo quel giorno. Δούλεψαν υπερβολικά σκληρά εκείνη τη μέρα. |
απλάavverbio (enfatico) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mi piace proprio questo film! |
ευθείαavverbio (ακριβώς, κατεύθυνση) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ha guardato esattamente davanti ed ha cominciato a parlare. Προχώρησε ευθεία μπροστά και άρχισε να μιλάει. |
ακριβώςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La pianta è stata sistemata proprio al centro del tavolo. |
εντελώς, τελείωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Credo che siamo rimasti completamente senza uova al momento. |
όντως, πράγματιavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È proprio (or: veramente) un comico. |
πώς το θες;interiezione (ironico) (καθομιλουμένη, ειρωνικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Si, è così intelligente... proprio! Ναι, είναι πολύ έξυπνη. Κούνια που σε κούναγε! |
εγγενής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I gioielli costavano poco e non avevano valore intrinseco. Τα κοσμήματα ήταν φτηνά και δεν είχαν καμιά φυσική αξία. |
κυριολεκτικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Aveva le dita letteralmente congelate e hanno dovuto amputargliele. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα δάχτυλά της ήταν κυριολεκτικά παγωμένα και έπρεπε να ακρωτηριαστούν. |
απλά, απλώς(davvero) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Mark e Rachel hanno fatto un matrimonio semplicemente fantastico. Ο γάμος το Μαρκ και της Ρέιτσελ ήταν απλά τέλειος. |
χωριστός, ξεχωριστός(separato, privato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ogni appartamento ha il suo balcone indipendente. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μη βγάζετε συμπεράσματα από μεμονωμένα περιστατικά. |
χαρακτηριστικός, διακριτικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Una delle caratteristiche distintive di questa chiesa è il murale sul tetto. |
καταπληκτικός, εκπληκτικός, θαυμάσιοςavverbio (rafforzativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I fuochi d'artificio per il 4 luglio quest'anno sono stati proprio uno spettacolo. Φέτος, τα πυροτεχνήματα της 4ης Ιουλίου ήταν εκπληκτικό θέαμα. |
πραγματικάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il regalo la sorprenderà davvero. Το δώρο πραγματικά θα την εκπλήξει. |
απολύτωςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Non so assolutamente niente sulla storia greca. Δεν ξέρω τίποτα απολύτως από ελληνική ιστορία. |
φοβερά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυτός καθαυτόςaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La maniglia non è una parte della porta vera e propria, ma un accessorio essenziale. Το χερούλι δεν είναι τμήμα της πόρτας αυτής καθαυτής, αλλά ένα απαραίτητο εξάρτημα. |
απόλυτα σωστός(απάντηση) Come facevi a sapere quella risposta? È giustissima! |
αυτορυθμιζόμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ναι(αργκό) (μόριο: Βοηθούν στον σχηματισμό της υποτακτικής και των μελλοντικών χρόνων, π.χ.να ήμουν πάλι παιδί, θα παντρευτώ, ή πρόκειται για άκλιτες λέξεις που δεν μπορούν να χαρακτηριστούν ως άλλο μέρος του λόγου.) Sì, è lui. |
εισέρχομαι, μπαίνω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando la celebre attrice entrò nella stanza tutti si girarono per guardarla. |
άνετα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nel weekend indosso sempre vestiti comodi. Sei comoda lì seduta per terra? Τα σαββατοκύριακα, πάντα φοράω ρούχα με τα οποία νιώθω άνετα. Είσαι άνετα έτσι που κάθεσαι στο πάτωμα; |
τόσο όσοavverbio (ανεπίσημο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ιδιοποίηση, οικειοποίηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συναινώ(επίσημο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Può nominare qualcun altro come beneficiario della sua assicurazione sulla vita, ma solo se sua moglie acconsente. Μπορείς να κάνεις κάποιον άλλο δικαιούχο του της ασφάλειας ζωής σου, αλλά μόνο αν συναινεί η σύζυγός σου. |
ρουφάω, ρουφώ(recepire) (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I turisti trascorsero la mattina immersi nel paesaggio e negli odori del mercato locale. |
συγκεντρώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Meditare ogni mattina mi aiuta a concentrarmi. |
ανήσυχος, νευρικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Julia ha iniziato solo di recente il suo nuovo lavoro e non si sente ancora a suo agio. |
αυνανιστικός(κυρ, μτφ) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αδιάντροποςlocuzione aggettivale (χωρίς ντροπή) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
όχι εντελώς σωστός, όχι απόλυτα σωστόςaggettivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È una buona traduzione, ma la scelta delle parole non è del tutto corretta. |
καταπληκτικός, τέλειος, φανταστικός, φοβερός, τρομερός(con enfasi) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Αυτός ο καπνιστός σολομός είναι φοβερός με σάλτσα τζίντζερ. Το φαγητό ήταν φανταστικό. |
έξω από τα νερά μουlocuzione avverbiale (idiomatico) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il ragazzo di paese era completamente fuori dal proprio elemento nella grande metropoli. Non mi è piaciuta la festa: con tutti quei tifosi di calcio mi sono sentito fuori dal mio elemento. Το αγόρι από την επαρχία ήταν έξω από τα νερά του όταν επισκέφτηκε την πόλη της Νέας Υόρκης. Δεν πέρασα ωραία στο πάρτι - ήταν γεμάτο από οπαδούς του ποδοσφαίρου και ένιωσα λίγο έξω από τα νερά μου. |
στον κόσμο σου(figurato) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εντελώς(informale: rafforzativo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στην ανάγκη
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) In caso di necessità possiamo farci stare un'altra persona in macchina. |
ακριβώς απέναντι
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I miei suoceri si sono trasferiti proprio di fronte a noi, il che è utile quando abbiamo bisogno di lasciare i bambini a qualcuno. |
εδώ ακριβώς, ακριβώς εδώ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'uomo è stato aggredito proprio qui, accanto alla fermata dell'autobus. |
μόλις τώρα
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Colin era qui proprio ora, forse è andato a prendere qualcosa dal suo ufficio. |
ακριβώς το αντίθετο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Hai fatto proprio il contrario di quello che avevo suggerito io. |
στα φυλλοκάρδια, βαθιά μέσα του
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nel profondo del suo cuore sapeva che ciò che aveva fatto era sbagliato. |
στη θέση τουavverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il pittore rimise tutti i suoi materiali al proprio posto e iniziò un nuovo dipinto. Ο καλλιτέχνης τοποθέτησε τα σύνεργα στη θέση τους και ξεκίνησε ένα νέο πίνακα. |
ακριβώς απέναντιavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Vai dritto finché arrivi alla cattedrale, l'ufficio postale è proprio di fronte. |
τώρα, ακριβώς τώραavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ho detto che devi pulire la tua stanza adesso! Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα! |
ακριβώς απέναντι
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Proprio di fronte alla banca c'è il diner dove mi piace recarmi per pranzo. |
υπό τον έλεγχο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Questo soldato sarà sotto la tua responsabilità. |
ακριβώς εκείνη την στιγμήavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Si mise a letto ma, proprio in quel momento, il telefono squillò. |
όπως επιθυμείτε
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La luce può essere accesa o spenta a piacere. |
με τον ρυθμό μου, με τον δικό μου ρυθμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο στοιχείο μου(figurato: a proprio agio) Adora leggere. Mettila in una biblioteca e si sentirà a casa sua! |
από ό,τι λέω ο ίδιος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με τον ίδιο τρόπο όπωςcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Stava scavando, proprio come un cane quando seppellisce un osso. |
την στιγμή πουcongiunzione (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il telefono squillò proprio mentre stavo entrando nella vasca da bagno. Το τηλέφωνο χτύπησε τη στιγμή που έμπαινα στην μπανιέρα μου. |
μόνο και μόνο επειδή...congiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non dovresti essere sgarbato con lei solo perché lei lo è stata prima con te. Ti amo proprio perché tu sei tu. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μόνο και μόνο επειδή σου είπε κάτι αγενές, δεν σημαίνει ότι πρέπει κι εσύ να είσαι αγενής. Σ' αγαπάω μόνο και μόνο επειδή είσαι εσύ. |
του γούστου σου(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quel nuovo film è proprio uno di quelli che piacciono a te. |
στην κατοχή σου, πάνω σουavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prego, dichiari i valori in suo possesso. |
ακριβώς δίπλα σε
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στο καθήκον
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ορίστε
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Come volevasi dimostrare! Sapevo che il gatto non sarebbe venuto quando lo hai chiamato per nome. Ορίστε! Το ήξερα ότι η γάτα δεν θα ερχόταν αν τη φώναζες. |
όχι ακριβώςlocuzione avverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
αυτό είναι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Αυτό είναι! Αυτό το κομμάτι είναι το κέντρο του παζλ. |
αυτό είναι
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ecco quello che ci voleva! Adesso puoi essere sicuro di vincere la fiera della scienza. |
ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) Questo è il punto, se non mi firmi l'assegno non ti porto le vacche. |
αυτό χρειάζεται
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Prendere un'aspirina è proprio quello che ci vuole per un forte mal di testa. Πάρε μια ασπιρίνη - αυτό χρειάζεται για τον πονοκέφαλο. |
ακριβώς, σωστά
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) È così, il camion è passato con il rosso ed è andato a sbattere contro la macchina. |
ακριβώς αυτό, ακριβώς έτσι
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
καθόλου
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ό,τι πρέπει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Una settimana di vacanza al sole è proprio quello che ci voleva. |
συγκεκριμένη επιλογήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi chiedo come mai hai fatto proprio quella scelta tra tutte quelle possibili. |
τοπωνύμιοsostantivo maschile (grammatica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) In italiano, i nomi propri di luogo vanno scritti con la maiuscola. |
κύριο όνομαsostantivo maschile (grammatica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Di solito in inglese i nomi comuni iniziano con la lettera minuscola e i nomi propri con la lettera maiuscola. |
αυτοεκτίμησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προϊόν ιδιωτικής ετικέτας
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συνάνθρωπος(essere umano) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
η σειρά σουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
χρήση του παλιού ονόματοςverbo transitivo o transitivo pronominale (τρανς ατόμου) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εντελώς, τελείωςlocuzione aggettivale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Se John ci crede è un idiota vero e proprio. |
ακριβώς σαν κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Amy possiede delle scarpe proprio come le tue. Η Έιμυ έχει πάρει ένα ζευγάρι παπούτσια ολόιδια με τα δικά σου. |
τη στιγμή που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Joey è tornato a casa proprio mentre Zula stava per uscire. |
χαρακτηριστικόςpreposizione o locuzione preposizionale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εξίσου, τόσο όσοpreposizione o locuzione preposizionale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του proprio στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του proprio
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.