Τι σημαίνει το professionista στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης professionista στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του professionista στο Ιταλικό.

Η λέξη professionista στο Ιταλικό σημαίνει επαγγελματίας, επαγγελματίας, επαγγελματίας, ειδικός, επαγγελματίας, επαγγελματίας, επαγγελματίας, εξπέρ, γκουρού, επαγγελματίας, επαγγελματίας, πιστοποιημένος με βασιλικό διάταγμα, αυτός που μαγνητοσκοπεί, αυτός που τραβάει βίντεο, επαγγελματίας πυγμάχος, εθελοντικός στρατός, ερασιτέχνης αθλητής, έμπειρος, έμπειρη, πληρωμένος δολοφόνος, επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας, παραγωγός-καταναλωτής, πιστοποιημένος μηχανικός, πιστοποιημένη μηχανικός, επαγγελματίας αθλητής, επαγγελματίας αθλήτρια, νομικός, χαρτοκλέφτης, χαρτοκλέφτρα, ερασιτέχνης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης professionista

επαγγελματίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Smettila di cercare di curarti da solo, fatti vedere da un professionista!
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Καλύτερα να μην προσπαθήσεις να φτιάξεις μόνος σου τη βρύση, αλλά να απευθυνθείς σε έναν επαγγελματία.

επαγγελματίας

sostantivo maschile (atleta) (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il torneo è aperto sia ai dilettanti che ai professionisti.
Το τουρνουά είναι ανοιχτό τόσο στους επαγγελματίες όσο και στους ερασιτέχνες.

επαγγελματίας

sostantivo maschile (έντιμος)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
È un vero professionista e non ingannerebbe mai un cliente.
Είναι επαγγελματίας και ποτέ δε θα εξαπατούσε πελάτη.

ειδικός

sostantivo maschile

Si vede che è un professionista dal modo in cui lavora.
Μπορείς να καταλάβεις πως είναι ειδικός από τον τρόπο που δουλεύει.

επαγγελματίας

aggettivo

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
È diventato professionista nel 1990 dopo aver vinto due titoli per dilettanti.
Έγινε επαγγελματίας το 1990, αφού κέρδισε δυο ερασιτεχνικούς τίτλους.

επαγγελματίας

aggettivo (για αρσενικό και θηλυκό)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si guadagnava da vivere come giocatore di golf professionista.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο μπαμπάς μου είναι επαγγελματίας παίκτης του μπάσκετ.

επαγγελματίας

sostantivo maschile (sport)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
In molti sport, un dilettante ha poche possibilità contro un professionista.

εξπέρ, γκουρού

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Diceva di essere un professionista delle parole crociate.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι επαΐοντες της τεχνολογίας θεωρούν ότι ο εθισμός στα κινητά θα αυξηθεί τις επόμενες δεκαετίες.

επαγγελματίας

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
I liberi professionisti spesso fanno fatica a ottenere finanziamenti.
Όσοι δραστηριοποιούνται στον καλλιτεχνικό χώρο ορισμένες φορές έχουν δυσκολία να εξασφαλίσουν χρηματοδότηση.

επαγγελματίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

πιστοποιημένος με βασιλικό διάταγμα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που μαγνητοσκοπεί, αυτός που τραβάει βίντεο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επαγγελματίας πυγμάχος

sostantivo maschile

εθελοντικός στρατός

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ερασιτέχνης αθλητής

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

έμπειρος, έμπειρη

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
L'azienda cerca un professionista esperto per guidare l'ufficio finanziario.

πληρωμένος δολοφόνος

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επαγγελματίας στον χώρο της υγείας, επαγγελματίας του τομέα υγείας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A volte devi farti visitare da un professionista medico invece di provare a curarti da solo.

παραγωγός-καταναλωτής

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πιστοποιημένος μηχανικός, πιστοποιημένη μηχανικός

επαγγελματίας αθλητής, επαγγελματίας αθλήτρια

sostantivo maschile

νομικός

(persona che pratica la professione)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

χαρτοκλέφτης, χαρτοκλέφτρα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Aveva imparato tutti i suoi trucchi da un baro professionista a Las Vegas.

ερασιτέχνης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Mike è stato un dilettante per sette anni prima di diventare un giocatore professionista.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του professionista στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.