Τι σημαίνει το indurre στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης indurre στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του indurre στο Ιταλικό.
Η λέξη indurre στο Ιταλικό σημαίνει δελεάζω, δημιουργώ, κάνω πρόκληση, κάνω πρόκληση, κάνω πρόκληση τοκετού, υποχρεώνω κπ να κάνει κτ παράνομο, προκαλώ, προξενώ, προκαλώ, φιλοτιμώ, παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνω, πυροδοτώ, επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ, προκαταλαμβάνω, προδιαθέτω, πείθω, πιέζω, δελεάζω, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα, ξεγελώ, εξωθώ γυναίκα στην πορνεία, οδηγώ, παρασύρω κπ σε κτ, κάνω κπ να κάνει κτ, βάζω, κάνω, ασκώ ψυχολογικό εκβιασμό σε κπ για να κάνει κτ, οδηγώ, πείθω, παραπλανώ, κάνω, ωθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης indurre
δελεάζω(συνήθως για καλό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο αστυνομικός παρέσυρε τον εγκληματία σε μια παγίδα. |
δημιουργώverbo transitivo o transitivo pronominale (μέσω επαγωγής) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il professore di fisica ha indotto la corrente con un magnete. |
κάνω πρόκλησηverbo transitivo o transitivo pronominale (il parto) (τοκετού) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Rachel tardava a partorire e per questo il medico le ha dovuto indurre il travaglio a mezzogiorno. Η μέρα που ήταν να γεννήσει η Ρέιτσελ είχε περάσει και έτσι ο γιατρός έκανε πρόκληση τοκετού το μεσημέρι. |
κάνω πρόκληση, κάνω πρόκληση τοκετούverbo transitivo o transitivo pronominale (il travaglio) (καθομιλουμένη: σε κάποιον) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Marina doveva partorire già due settimane fa e per questo domani i medici le indurranno il travaglio. Η Μαρίνα έχει περάσει κατά δύο εβδομάδες τη μέρα που ήταν να γεννήσει, οπότε οι γιατροί θα της κάνουν πρόκληση αύριο. |
υποχρεώνω κπ να κάνει κτ παράνομοverbo transitivo o transitivo pronominale (νομική: ηθική αυτουργία) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il duca aveva indotto uno dei suoi servi a commettere il furto. Ο δούκας πλεύρισε έναν από τους υπηρέτες του, με σκοπό να τον πείσει να διαπράξει την κλοπή. |
προκαλώ, προξενώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I tumulti hanno causato il panico nell'intero paese. Οι ταραχές προκάλεσαν πανικό σε ολόκληρη τη χώρα. |
προκαλώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il dottore ha indotto il coma nel paziente per evitare danni cerebrali. |
φιλοτιμώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il predicatore ha indotto la congregazione ad agire. |
παρακινώ, προτρέπω, ενθαρρύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stata la madre di James che l'ha spinto a iscriversi ai corsi universitari. Η μητέρα του Τζέιμς ήταν εκείνη που τον παρακίνησε να κάνει αίτηση για μαθήματα στο πανεπιστήμιο. |
πυροδοτώverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Convinse la giuria ad ascoltare la sua dichiarazione di innocenza ma lo giudicarono colpevole lo stesso. Προσπάθησε να επιβάλλει την αθωότητά του στους ενόρκους, αλλά τον έβγαλαν ένοχο ούτως ή άλλως. |
προκαταλαμβάνω, προδιαθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (εναντίον: με γενική) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I media potrebbero aver spinto le persone a non votare Taylor. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il ministro ecclesiastico ha portato la congregazione ad uno stato d'animo di esultanza. |
πιέζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δελεάζω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Ανν προσπάθησε να πείσει το αφεντικό της να κλείνει το γραφείο νωρίς τις Παρασκευές. |
πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non riuscì a convincere con le lusinghe la sua insegnante a darle un voto migliore. Mi fece gli occhi dolci e poi con le lusinghe mi convinse a comprarle un nuovo paio di scarpe. Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. |
ξεγελώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δεν είναι αυθεντικό διαμάντι, σ' την έφεραν! |
εξωθώ γυναίκα στην πορνείαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδηγώ(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il sacerdote induce la congregazione in preghiera. Ο ιερέας οδηγεί το εκκλησίασμα σε προσευχή. |
παρασύρω κπ σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Tre giorni di cielo sereno ci avevano indotto un senso di falsa sicurezza: non eravamo preparati alle forti piogge di ieri. Τρεις μέρες με καταγάλανο ουρανό μας ξεγέλασαν δίνοντάς μας μια ψευδή αίσθηση ασφάλειας και δεν ήμασταν προετοιμασμένοι για τη χτεσινή δυνατή βροχή. |
κάνω κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il pagamento inatteso mi ha indotto a essere un po' spendaccione. |
βάζω, κάνω(imporre) (καθομ: κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I miei genitori mi fanno mangiare le verdure. Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά. |
ασκώ ψυχολογικό εκβιασμό σε κπ για να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (con la psicologia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
οδηγώverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ στο να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'interesse di Jennifer per gli animali la spinse a diventare un veterinario. Το ενδιαφέρον της Τζένιφερ για τα ζώα την οδήγησε στο να γίνει κτηνίατρος. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Max ha persuaso il suo amico ad accompagnarlo in aeroporto. |
παραπλανώverbo transitivo o transitivo pronominale (con l'inganno) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il nemico indusse i piloti di caccia a sparare su missili non armati. |
κάνω(κάποιον να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le tue parole mi hanno fatto pensare. Τα λόγια σου με έκαναν να σκεφτώ. |
ωθώverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ σε κτ ή να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le sue azioni l'hanno indotta a chiamare la polizia. Οι πράξεις του με ανάγκασαν να καλέσω την αστυνομία. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του indurre στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του indurre
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.