Τι σημαίνει το convincere στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης convincere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του convincere στο Ιταλικό.
Η λέξη convincere στο Ιταλικό σημαίνει παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ, επηρεάζω, κερδίζω, πείθω, πείθω κπ για κτ, πείθω, πείθω κπ να κάνει κτ, πείθω, συνεφέρω, καταφέρνω, τουμπάρω, καλοπιάνω, ψήνω, επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτ, καλοπιάνω, πείθω, μεταπείθω, πείθω, καλοπιάνω, κερδίζω, πείθω, πείθω, πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματα, πείθω, πείθω, πείθω κπ για κτ, προσπαθώ να πείσω, δύσκολος, ζόρικος, δελεάζω, καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ, αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ, πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογα, αναγκάζω, εξαναγκάζω, αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ, έχω αμφιβολίες, πείθω, πείθω κπ να κάνει κτ, έχω τις αμφιβολίες μου για κπ, πείθω, πείθω κπ για κτ, κάνω, πιέζω, ασκώ ψυχολογικό εκβιασμό σε κπ για να κάνει κτ, μεταστρέφω, βάζω κπ να κάνει κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης convincere
παραπλανώ κπ για να κάνει κτ, παραπλανώ κπ κάνοντάς τον να κάνει κτ(a credere o fare [qlcs] di sbagliato) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non farti convincere dai politici che la proposta è nel miglior interesse del paese. |
επηρεάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stai provando a convincermi del tuo punto di vista? |
κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il candidato ha convinto molti elettori con le sue buone idee. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (far sì che uno sia d'accordo) (κάποιον ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I membri della giuria avevano espresso scetticismo, ma le prove li convinsero dell'innocenza dell'imputato. // Nel leggere il manifesto mi sono convinto che quello era il partito per cui volevo votare. Οι ένορκοι είχαν αμφιβολίες, αλλά οι αποδείξεις τους έπεισαν ότι ο κατηγορούμενος ήταν αθώος. Η ανάγνωση της διακήρυξης με έπεισε ότι αυτό είναι το κόμμα που θέλω να ψηφίσω. |
πείθω κπ για κτ
|
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον (για κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Finalmente aveva convinto i clienti dei vantaggi del suo prodotto. Επιτέλους είχε πείσει τους πελάτες του για τα πλεονεκτήματα του προϊόντος του. |
πείθω κπ να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo ha convinto ad andare al cinema quella sera. Τον έπεισε να πάνε κινηματογράφο εκείνο το βράδυ. |
πείθω, συνεφέρω, καταφέρνω, τουμπάρω, καλοπιάνω, ψήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy era un po' dubbiosa sul fatto di trasferirsi in Florida, ma i discorsi di suo marito sulle spiagge l'hanno persuasa. |
επιβάλλομαι σε κπ για να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Convinse la giuria ad ascoltare la sua dichiarazione di innocenza ma lo giudicarono colpevole lo stesso. Προσπάθησε να επιβάλλει την αθωότητά του στους ενόρκους, αλλά τον έβγαλαν ένοχο ούτως ή άλλως. |
καλοπιάνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È testardo, ma cerca di persuaderlo, ti prego. Είναι πεισματάρης, αλλά σε παρακαλώ προσπάθησε να τον καλοπιάσεις. |
πείθω, μεταπείθω(convincere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ξέρω πως το πιστεύεις ακράδαντα, αλλά δε θα με μεταπείσεις ποτέ. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Robert non voleva andare alla festa ma Alex è riuscito a persuaderlo. Ο Ρόμπερτ δεν ήθελε να πάει στο πάρτι, αλλά η Άλεξ κατάφερε να τον πείσει. |
καλοπιάνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per avere il permesso di lasciare la scuola in anticipo bisogna persuadere il preside. |
κερδίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ero diffidente fino a quando non l'ho incontrato di persona, ma poi mi ha convinto completamente. Ήμουνα διστακτικός μέχρι που τον γνώρισα από κοντά, αλλά μετά με κέρδισε ολοκληρωτικά. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) All'inizio non voleva averci niente a che fare ma alla fine il suo modo suadente di parlare la convinse. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πείθω κπ να κάνει κτ με καλοπιάσματαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ron convinse i genitori a lasciargli usare la loro macchina. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy ha convinto Paola a chiedere un aumento al capo. Η Γουέντυ έπεισε την Πώλα να ζητήσει αύξηση από το αφεντικό. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ, κπ ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alice ha persuaso Emily che le stava dicendo la verità. Η Άλις έπεισε την Έμιλυ πως έλεγε την αλήθεια. |
πείθω κπ για κτverbo intransitivo Mark ha persuaso Olivia della veridicità del suo argomento. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Κώστας έπεισε τον διευθυντή του για την αναγκαιότητα αυτού του πρότζεκτ. |
προσπαθώ να πείσωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il padre severo rifiutò le suppliche delle sue figlie di andare al ballo, sebbene avessero cercato di convincerlo senza sosta. |
δύσκολος, ζόρικος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δελεάζω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η Ανν προσπάθησε να πείσει το αφεντικό της να κλείνει το γραφείο νωρίς τις Παρασκευές. |
καλοπιάνω κπ για να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Με καλόπιασαν για να πάω μαζί τους το σαββατοκύριακο. |
αποτρέπω κπ από το να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sto cercando di convincerla a non lasciare la scuola a 16 anni. |
πείθω κάποιον να κάνει κάτι με γλυκόλογαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non riuscì a convincere con le lusinghe la sua insegnante a darle un voto migliore. Mi fece gli occhi dolci e poi con le lusinghe mi convinse a comprarle un nuovo paio di scarpe. Δεν κατάφερε να πείσει με γλυκόλογα τη δασκάλα της να της βάλει καλύτερο βαθμό. Μου έκανε ματάκια και μετά με έπεισε με γλυκόλογα να της αγοράσω ένα καινούργιο ζευγάρι παπούτσια. |
αναγκάζω, εξαναγκάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Rachel in realtà non voleva fare il viaggio ma gli altri la convinsero con la forza. |
αποτρέπω κπ από το να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per favore, convincilo a non agire in maniera affrettata. |
έχω αμφιβολίεςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nonostante abbiano detto a Paula che Jenkinson fosse affidabile, lei non era convinta. |
πείθω(colloquiale: persuadere) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mike non vuole venire con noi domani, ma me lo sto lavorando. Ο Μάικ δε θέλει να έρθει μαζί μας αλλά θα τον πείσω. Ο σύζυγός μου δεν αφήνει την κόρη μου να χρησιμοποιήσει βερνίκι νυχιών αλλά θα τον πείσω. |
πείθω κπ να κάνει κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Jessica provò a persuadere sua figlia a mangiare i fiocchi d'avena. Η Τζέσικα προσπάθησε να πείσει την κόρη της να φάει τη βρώμη. |
έχω τις αμφιβολίες μου για κπverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho conosciuto il nuovo ragazzo di Carla, ma non mi convince. |
πείθωverbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον για κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) L'accusato convinse la giuria della propria innocenza. Ο κατηγορούμενος έπεισε τους ενόρκους για την αθωότητά του. |
πείθω κπ για κτverbo transitivo o transitivo pronominale Pur avendoci provato in tutti i modi non è riuscito a convincerla. Όσο σκληρά και αν προσπάθησε, δεν μπόρεσε να την πείσει για την ιδέα του. |
κάνω(καθομ: κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'ho convinto a darmi un aumento di paga. Τον τούμπαρα να μου δώσει αύξηση. |
πιέζωverbo transitivo o transitivo pronominale (κπ, κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo strano tipo all'angolo cercava di fare pressione sui passanti per vendere loro della cocaina. Ο περίεργος άνδρας στη γωνία προσπαθούσε να πείσει τους περαστικούς να αγοράσουν κοκαΐνη. |
ασκώ ψυχολογικό εκβιασμό σε κπ για να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (con la psicologia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταστρέφωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un governo straniero ha convinto uno dei nostri agenti a passare dalla sua parte. |
βάζω κπ να κάνει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Rick fu interrogato dalla polizia, ma non rivelava il nome di chi l'aveva spinto a commettere il crimine. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του convincere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του convincere
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.