Τι σημαίνει το costringere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης costringere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του costringere στο Ιταλικό.

Η λέξη costringere στο Ιταλικό σημαίνει αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, αναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ, αναγκάζω, κρατάω κπ δεμένο, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω, σπρώχνω, φιλοτιμώ, πιέζω, αναγκάζω, υποχρεώνω, υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω, βάζω κπ να κάνει κτ, καλώ κπ να λογοδοτήσει, μεταφέρω με τη βία, ταΐζω με το ζόρι, στέλνω κπ να μαθητεύσει, υποχρεώνω, επιτάσσω, εξαναγκάζω, εξωθώ κπ σε κτ, ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι, επιβάλλω, επιβάλλω κτ σε κπ, αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω κάποιον να πάρει μία απόφαση, αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, αναγκάζω κπ να φύγει από κτ, ταΐζω κτ σε κπ, αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, σπρώχνω κπ σε κτ, αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω, επιβάλλω κτ σε κπ, βάζω, κάνω, πιέζω, στρατολογώ δια της βίας, δεν επιτρέπω την απογείωση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης costringere

αναγκάζω, υποχρεώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth non voleva mangiare nulla, ma i suoi genitori la costrinsero.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο πατέρας του τον εξανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

αναγκάζω, υποχρεώνω, εξαναγκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ, κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La minaccia del licenziamento costrinse (or: obbligò) Tricia a raccontare ciò che aveva realmente visto.

αναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualcuno ti ha obbligato a portare questo pacco?

αναγκάζω κπ να κάνει κτ, εξαναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (a furia di insistere)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
A furia di insistere, costrinsero Louis a organizzare la festa dei bambini.

αναγκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Non ci vado! Non puoi costringermi!
Δεν φεύγω! Δεν μπορείς να με αναγκάσεις!

κρατάω κπ δεμένο

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La sua compatta rete di amici e colleghi obbliga Tom a restare all'università.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi piacerebbe molto lavorare all'estero, ma le mie responsabilità familiari mi costringono a restare in questo paese.

εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi sento ingabbiato da tutte queste regole.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Έχασα την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο, γιατί εγκλωβίστηκα σε λάθος λωρίδα.

σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

φιλοτιμώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il predicatore ha indotto la congregazione ad agire.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Suo padre l'ha obbligato a portar fuori la spazzatura.
Ο πατέρας του τον ανάγκασε να βγάλει έξω τα σκουπίδια.

υποχρεώνω, αναγκάζω, εξαναγκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comportamento di Daniel ha costretto sua madre a porgere le scuse al posto suo.
Η συμπεριφορά του Ντάνιελ ανάγκασε τη μητέρα του να ζητήσει συγγνώμη εκ μέρους του.

βάζω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καλώ κπ να λογοδοτήσει

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μεταφέρω με τη βία

verbo transitivo o transitivo pronominale

ταΐζω με το ζόρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il suo sciopero della fame fu interrotto dopo che la costrinsero a mangiare.
Η απεργία πείνας της έληξε όταν την τάισαν με το ζόρι.

στέλνω κπ να μαθητεύσει

verbo transitivo o transitivo pronominale (legale: binding out)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I genitori mandarono il ragazzo a lavorare come apprendista da un calzolaio perché imparasse un mestiere.

υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il tribunale ha obbligato il padre a pagare un assegno mensile di mantenimento al figlio.

επιτάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante il servizio di leva molti giovani furono obbligati all'azione militare.

εξαναγκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξωθώ κπ σε κτ

La polizia costrinse il sospettato a confessare il crimine.

ταΐζω κπ/κτ κτ με το ζόρι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le guardie hanno costretto il detenuto a mangiare.

επιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (συχνά με τη βία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le aziende che ignoreranno la nuova legge saranno soggette a un decreto ingiuntivo per costringerle a ottemperare.
Οι εταιρίες που αγνοούν τη νέα νομοθεσία θα λάβουν δικαστική εντολή που θα τους επιβάλλει να συμμορφωθούν.

επιβάλλω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

I miei colleghi mi costrinsero a fare la presentazione.

αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τον ανάγκασαν (or: εξανάγκασαν) να πει ψέματα ενώ εκείνος δεν ήθελε.

αναγκάζω κάποιον να πάρει μία απόφαση

(figurato, colloquiale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I giornalisti hanno chiesto ripetutamente se appoggiasse la legge, ma non sono riusciti ad incastrarlo.

αναγκάζω, εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναγκάζω κπ να φύγει από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (peggiorativo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fu costretto a rientrare dal pensionamento quando gli decurtarono la pensione.

ταΐζω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μεταφορικά: επιβάλλω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il regime ha costretto il popolo a nutrirsi di propaganda.

αναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo fu costretto ad accettare il trattato.

εξαναγκάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνω κπ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Greg non voleva rubare nel negozio ma i suoi compagni di classe l'hanno costretto a farlo.

αναγκάζω κπ να κάνει κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un gruppo di ragazze più grandi ha costretto con la forza Lea a consegnare il denaro del pranzo.

εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαναγκάζω, καταναγκάζω, υποχρεώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιβάλλω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Le autorità hanno cercato di costringere i residenti alla collaborazione.

βάζω, κάνω

(imporre) (καθομ: κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I miei genitori mi fanno mangiare le verdure.
Οι γονείς μου με βάζουν (or: υποχρεώνουν) να τρώω λαχανικά.

πιέζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον να κάνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esattore costringe i debitori a pagare chiamandoli ad ogni ora del giorno.
Ο εισπράκτορας πιέζει του οφειλέτες να πληρώσουν τηλεφωνώντας οποιαδήποτε ώρα της ημέρας.

στρατολογώ δια της βίας

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'esercito britannico usava costringere i prigionieri ad arruolarsi.

δεν επιτρέπω την απογείωση

(un aereo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του costringere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.