Τι σημαίνει το possibilità στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης possibilità στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του possibilità στο Ιταλικό.

Η λέξη possibilità στο Ιταλικό σημαίνει δυνατότητα, πιθανότητα, δυνατότητα, πιθανότητα, προσπάθεια, απόπειρα, ικανότητα αντίληψης, περιθώριο, ευκαιρία, δυνατότητα, πεδίο, φάσμα, πλαίσιο, ελπίδα, τύχη, προοπτική, φάσμα, δυνατότητα, ικανότητα, πιθανότητα, ευκαιρία, ευκαιρία, ενδεχόμενο, αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία, καλή πιθανότητα, τελευταία ελπίδα, παραμικρή ελπίδα, ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, καμία ευκαιρία, μόνη επιλογή, μικρή πιθανότητα, τελευταία ευκαιρία, μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα, μικρή πιθανότητα, απόδοση pot, έχω μια ευκαιρία σε κτ, έχω μεγάλες πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, έχω αρκετές πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, προλαβαίνω να κάνω κτ, δεν έχω ελπίδα, κόβω τις γέφυρες, στην απίθανη περίπτωση, έξω από τα κυβικά μου, βιωσιμότητα, ελάχιστες ευκαιρίες, δεύτερη ευκαιρία, δεν έχω την ευκαιρία, μου δίνεται ευκαιρία, έχω ελπίδα να κάνω κτ, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, μπορεί να μην, δεν έχω την ευκαιρία να κάνω κτ, ευκαιρία, έχω την ευκαιρία να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης possibilità

δυνατότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo orologio le dà la possibilità di sapere l'ora in cinque città diverse.
Αυτό το ρολόι προσφέρει τη δυνατότητα να δεις την ώρα σε πέντε πόλεις.

πιθανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se gli affari non migliorano la chiusura della fabbrica rientra fra le possibilità.
Το κλείσιμο του εργοστασίου είναι ένα ενδεχόμενο αν δε πάνε καλύτερα οι δουλειές.

δυνατότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Esiste sempre una possibilità che il sistema previdenziale possa essere raggirato.
Πάντα θα υπάρχει η δυνατότητα να εξαπατηθεί το σύστημα κοινωνικής πρόνοιας.

πιθανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è la possibilità che vengano creati dei robot domestici in grado di svolgere tutti i lavori di casa.
Η δημιουργία οικιακών ρομπότ που θα κάνουν όλες τις δουλειές του σπιτιού είναι μια πιθανότητα. Προσπαθούμε να κάνουμε το λεξικό τέλειο, αλλά πάντα υπάρχει η πιθανότητα λάθους.

προσπάθεια, απόπειρα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oggi, in battuta, ha colpito tre volte su tre possibilità.
Σήμερα, είχε τρία εύστοχα χτυπήματα σε τρεις προσπάθειες στο μπέιζμπολ.

ικανότητα αντίληψης

(limite)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Questo concetto va oltre le possibilità della maggior parte degli studenti.

περιθώριο

(συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'è una possibilità di sviluppo per questo prodotto?
Υπάρχουν περιθώρια βελτίωσης αυτού του προϊόντος;

ευκαιρία

sostantivo femminile (eventualità)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci potrebbe essere la possibilità di sciare quando saremo lì.
Μπορεί να βρεθεί ευκαιρία να κάνουμε σκι όσο θα είμαστε εκεί.

δυνατότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo un certo numero di possibilità per risolvere questa situazione.
Έχουμε στη διάθεσή μας πλήθος δυνατοτήτων ανοιχτών για να δώσουμε λύση στο πρόβλημα.

πεδίο, φάσμα, πλαίσιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελπίδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ora la squadra non ha chance di vincere.

τύχη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dobbiamo assicurarci che il nostro piano includa tutto: non possiamo lasciare niente al caso.
Πρέπει να εξασφαλίσουμε ότι το σχέδιό μας καλύπτει κάθε ενδεχόμενο. Δεν μπορούμε να αφήσουμε τίποτα στην τύχη.

προοπτική

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo corso offre la prospettiva di trascorrere un anno a Parigi.
Το μάθημα προσφέρει την προοπτική του ενός χρόνου στο Παρίσι.

φάσμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δυνατότητα, ικανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le stampanti 3D hanno la capacità di creare componenti per aerei.
Οι τρισδιάστατοι εκτυπωτές έχουν τη δυνατότητα να κατασκευάζουν τμήματα αεροπλάνων.

πιθανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è un'alta probabilità che il sindaco attuale venga rieletto.

ευκαιρία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Spero di avere l'occasione di viaggiare.
Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ταξιδέψω.

ευκαιρία

sostantivo femminile (occasione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo l'opportunità di comprare la casa ad un prezzo eccellente.
Έχουμε την ευκαιρία να αγοράσουμε το σπίτι σε εξαιρετική τιμή.

ενδεχόμενο

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αν είχα και την παραμικρή ευκαιρία, αν μου δινόταν και η παραμικρή ευκαιρία

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Accetterei quel lavoro se ci fosse la minima possibilità.

καλή πιθανότητα

Πιστεύεις ότι η ομάδα έχει μια καλή πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα;

τελευταία ελπίδα

sostantivo femminile

Come ultima risorsa per conquistarla, le comprò 12 dozzine di rose. // Sei la mia ultima spiaggia (or: la mia ultima possibilità), se non mi presti quei soldi perderò la casa.

παραμικρή ελπίδα

(με άρνηση)

Mio marito potrebbe candidarsi, ma ha ben poche possibilità.

ακόμα μία προσπάθεια, απόπειρα, δοκιμή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Se mi dai un'altra possibilità per risolvere l'indovinello, sono sicuro di farcela.

μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα

sostantivo plurale femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci sono poche probabilità che quella vecchia carretta resista a un viaggio così lungo. I dottori dissero che era in coma e aveva poche possibilità di guarigione.
Η πιθανότητα να βγάλει τόσο μεγάλο ταξίδι το παλιό μας αυτοκίνητο είναι ελάχιστη. Οι γιατροί λένε πως είναι σε κώμα και έχει μικρές πιθανότητες να ανακάμψει.

καμία ευκαιρία

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non hai alcuna possibilità di trovare i biglietti per il gioco ormai.

μόνη επιλογή

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non c'è trasporto pubblico dove abito, quindi la mia unica possibilità è muovermi in macchina.

μικρή πιθανότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
C'è una possibilità molto remota che un grosso asteroide distrugga la terra oggi.

τελευταία ευκαιρία

sostantivo femminile

μικρή πιθανότητα, ελάχιστη πιθανότητα

sostantivo femminile

μικρή πιθανότητα

sostantivo femminile

απόδοση pot

(poker) (πόκερ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έχω μια ευκαιρία σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Johnson ha la possibilità di un altro titolo mondiale.

έχω μεγάλες πιθανότητες, έχω καλές πιθανότητες, έχω αρκετές πιθανότητες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ho una buona possibilità di vincere la gare.

έχω καλές πιθανότητες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho buone possibilità di vincere la borsa di studio quest'anno.

προλαβαίνω να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli stornelli si nutrono in branco e possono ripulire intere casette per uccelli prima che altre specie abbiano una chance.

δεν έχω ελπίδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κόβω τις γέφυρες

(μεταφορικά)

στην απίθανη περίπτωση

locuzione avverbiale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nella remota possibilità che venga a piovere, rimanderemo la gara a domani.

έξω από τα κυβικά μου

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιωσιμότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tecnologia a ultrasuoni permette di determinare le possibilità di sopravvivenza del nascituro.

ελάχιστες ευκαιρίες

sostantivo plurale femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεύτερη ευκαιρία

sostantivo femminile (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nel paracadutismo non ci sono seconde possibilità.

δεν έχω την ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La settimana scorsa ho visto questo articolo e volevo commentarlo, ma non ne ho avuto la possibilità fino ad ora.

μου δίνεται ευκαιρία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έχω ελπίδα να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La squadra non ha mai avuto davvero la possibilità di battere il Real Madrid.

έχω την ευκαιρία να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Audrey ha la possibilità di entrare ad Harvard.

μπορεί να μην

(πιθανότητα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopotutto è possibile che oggi non piova.

δεν έχω την ευκαιρία να κάνω κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La piscina aveva un bell'aspetto, ma non abbiamo avuto la possibilità di usarla.

ευκαιρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχω την ευκαιρία να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quest'estate riesco ad andare a Parigi.
Έχω την ευκαιρία να πάω στο Παρίσι αυτό το καλοκαίρι.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του possibilità στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.