Τι σημαίνει το copertura στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης copertura στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του copertura στο Ιταλικό.

Η λέξη copertura στο Ιταλικό σημαίνει κάλυμμα, υλικό κατασκευής στέγης, βιτρίνα, κάλυψη, κάλυμμα, κάλυψη, κουκούλωμα, προπέτασμα καπνού, προπέτασμα καπνού, συγκαλύπτω, κάλυμμα, σκέπασμα με κεραμίδια, κάλυψη, κάλυμμα, σκέπασμα, πλαστή ταυτότητα, πρόσχημα, κάλυψη, συγκάλυψη, προασφαλιστήριο, αντιπερισπασμός, μετάδοση, περίβλημα, πλάκα, βιτρίνα, θόλος από φύλλα, επίστρωση, επένδυση, κάλυμμα, κάλυψη, περικάλυψη, περιτύλιξη, εξωτερική στρώση, περιοχή κάλυψης, γαρνιτούρα, στρώση, κάλυψη, ασφάλεια, στρώμα, κρυψώνα, καλύπτω, μυστικός, υπό την κάλυψη, σύννεφα, αντισταθμιστής κινδύνου, αναχαιτιστής κινδύνου, εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια, κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους, βιτρίνα, κάλυψη από τα ΜΜΕ, κάλυψη από τα μίντια, προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης, ασφαλιστικές παροχές, κάλυψη έναντι κινδύνου, μεικτή ασφάλεια, μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης, επιχείρηση «κεντρί», επιχείρηση τύπου «κεντρί», προστασία, κάλυψη, ασφάλεια, θερμομονωτικό υλικό. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης copertura

κάλυμμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Una copertura spessa di pelliccia impermeabile protegge gli ornitorinchi dal freddo.

υλικό κατασκευής στέγης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βιτρίνα, κάλυψη

sostantivo femminile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il boss mafioso svolgeva l'attività di commerciante come copertura per la sua attività illecita

κάλυμμα

sostantivo femminile (ανάλογα με την περίπτωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κάλυψη

sostantivo femminile (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'agente assicurativo suggerì di aumentare la loro copertura.
Ο ασφαλιστικός πράκτορας συνέστησε να αυξήσουν τις καλύψεις τους.

κουκούλωμα

(figurato) (μεταφορικά, καθομιλουμένη: συγκάλυψη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Poiché ritenevano che si trattasse di una copertura da parte del governo, i partiti di opposizione hanno respinto la relazione.

προπέτασμα καπνού

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La compagnia disonesta ha usato false promesse come copertura per adescare investitori.

προπέτασμα καπνού

sostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συγκαλύπτω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν και η Σίλα αρνήθηκε να βοηθήσει τον Γκάρυ να διαπράξει ληστεία, τον βοήθησε ωστόσο στη συνέχεια να κουκουλώσει το γεγονός.

κάλυμμα

σκέπασμα με κεραμίδια

sostantivo femminile (tetto) (σε σκεπή)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Devo chiamare un'impresa di costruzione di tetti per realizzare la copertura perché non so farlo da solo.

κάλυψη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quale rete telefonica offre la migliore copertura?
Ποιο τηλεφωνικό δίκτυο παρέχει την καλύτερη κάλυψη;

κάλυμμα, σκέπασμα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hanno messo una copertura al pianoforte per proteggerlo.
Έβαλαν ένα κάλυμμα (or: σκέπασμα) πάνω στο πιάνο για προστασία.

πλαστή ταυτότητα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
L'agente della CIA viaggiava sotto copertura.

πρόσχημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La faccenda era solo una copertura per il suo desiderio di parlare con lei.

κάλυψη, συγκάλυψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La beneficenza era una copertura per un traffico illegale di droga.

προασφαλιστήριο

sostantivo femminile (assicurazione)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αντιπερισπασμός

(figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Tutto quel fascino che dimostrava era solo una copertura per distrarci dal suo piano malvagio.
Όλη αυτή η ψεύτικη γοητεία ήταν απλά αντιπερισπασμός για να μας αποσπάσει την προσοχή από τα σατανικά σχέδιά του.

μετάδοση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Τα κανάλια οφείλουν να είναι προσεκτικά σε ό,τι αφορά τη μετάδοση ευαίσθητων θεμάτων.

περίβλημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ένα αέριο περίβλημα περιβάλει τη Γη.

πλάκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il consiglio ha fatto mettere sulla strada una lastra sopra la buca.
Το συμβούλιο έβαλε μια πλάκα πάνω από την τρύπα στον δρόμο.

βιτρίνα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quell'attività era una facciata dietro alla quale si riciclava il denaro del traffico di droga.

θόλος από φύλλα

(di albero)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le scimmie saltano da un ramo all'altro nelle alte chiome.

επίστρωση, επένδυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La porta aveva un rivestimento di acciaio per garantire maggiore sicurezza.

κάλυμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
C'era un rivestimento sulla tubatura che doveva essere rimosso prima che gli operai potessero continuare a costruire.

κάλυψη

(giornalismo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quella stazione radio è la migliore per come segue i problemi dell'istruzione.
Εκείνος ο ραδιοφωνικός σταθμός προσφέρει την καλύτερη κάλυψη σε εκπαιδευτικά θέματα.

περικάλυψη, περιτύλιξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εξωτερική στρώση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mi serve un giubbotto per l'inverno con un'imbottitura di lana e il lato esterno impermeabile. Finì con l'essere una giornata più calda del previsto, perciò tolsi gli strati esterni che indossavo.

περιοχή κάλυψης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Tutte le compagnie telefoniche affermano che la propria copertura è più ampia delle altre.

γαρνιτούρα

sostantivo femminile (dolci, gelati) (σε παγωτό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La mia guarnizione preferita è la panna montata.

στρώση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Adagia uno strato di foglio di alluminio sul pannello.
Βάλε μια στρώση αλουμινόχαρτο στο ταψί.

κάλυψη, ασφάλεια

sostantivo femminile (assicurazione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo contratto vi fornisce una copertura in caso di uragani.
Αυτό το πρόγραμμα σας παρέχει κάλυψη (or: ασφάλεια) σε περίπτωση τυφώνα.

στρώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sulle fragole c'era un rivestimento di cioccolata.

κρυψώνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il giovane cervo si nascose al riparo.

καλύπτω

(assicurazioni) (με ασφαλιστικό συμβόλαιο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Temo che nessun assicuratore sia disposto a coprire la nostra spedizione.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Φοβάμαι ότι καμία ασφαλιστική εταιρία δεν είναι σε θέση να καλύψει την αποστολή μας.

μυστικός

locuzione aggettivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Un agente sotto copertura ha accettato di vendergli degli stupefacenti.
Ένας μυστικός πράκτορας συμφώνησε να του πουλήσει ναρκωτικά.

υπό την κάλυψη

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sotto la copertura del negozio, il gangster continuava le sue attività criminali.

σύννεφα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
La copertura nuvolosa era così densa che gli automobilisti hanno acceso i fari.

αντισταθμιστής κινδύνου, αναχαιτιστής κινδύνου

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

εφημερίδα που κυκλοφορεί σε όλητην επικράτεια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάλυψη εξυπηρέτησης χρέους

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βιτρίνα

sostantivo femminile (μεταφορικά: συγκάλυψη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάλυψη από τα ΜΜΕ, κάλυψη από τα μίντια

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ci sarà una copertura mediatica completa dell'imminente Coppa del Mondo.

προκαταρκτική βεβαίωση ασφαλιστικής κάλυψης

sostantivo femminile (assicurazioni) (μέχρι να εκδοθεί το ασφαλιστήριο)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ασφαλιστικές παροχές

sostantivo femminile

κάλυψη έναντι κινδύνου

(economia)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Seth ha comprato immobili e investito in valute estere come copertura dai rischi dell'inflazione.
Ο Σεθ αγόρασε γη και επένδυσε σε ξένα νομίσματα ως αντιστάθμιση για τον πληθωρισμό.

μεικτή ασφάλεια

sostantivo femminile (assicurazione) (αυτοκίνητο)

Visto che la macchina è nuova, ho scelto una copertura assicurativa totale, per stare tranquillo qualunque cosa accada.

μηχανισμός κάλυψης διαφορών αποτίμησης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επιχείρηση «κεντρί», επιχείρηση τύπου «κεντρί»

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La polizia ha messo su un'operazione per catturare il capo della banda.

προστασία, κάλυψη, ασφάλεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
E importante accertarsi di avere una copertura assicurativa per gli incidenti.

θερμομονωτικό υλικό

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του copertura στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.