Τι σημαίνει το pulito στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pulito στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pulito στο Ιταλικό.
Η λέξη pulito στο Ιταλικό σημαίνει καθαρίζω, καθαρίζω, καθαρίζω, σκουπίζω, σκουπίζω, καθαρίζω με πανί, καθαρίζω, καθαρίζω, απομακρύνω, αφαιρώ, καθαρίζω, βγάζω τα εντόσθια, καθαρίζω, σκουπίζω, καθαρίζω, βγάζω, καλλωπίζω, ξεπλένω, καθαρίζω κτ, χωρίς κόκκαλα, ετοιμάζω για μαγείρεμα, καθαρίζω, σκουπίζω, καθαρός, καθαρός, καθαρός, κόσμιος, ευπρεπής, καθαρός, καθαρός, ευπρεπής, αγνός, σεμνός, καθαρός, καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, απλός, εποικοδομητικός, τίμια, έντιμα, καθαρός, καθαρός, καθαρός, καθαρός, ξεκοκκαλισμένος, αλέκιαστος, ακηλίδωτος, ευπαρουσίαστος, περιποιημένος, σκουπισμένος, κομψός, καθαριζόμενος, σφουγγαρίζω, καθαρίζω, τρίβω, σκουπίζω, καθαρίζω, συγυρίζω σπίτι, αερίζω, ξεσκονίζω, φρεσκάρω, βάζω ηλεκτρική, κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική, βγάζω κτ από κτ, καθαρίζω με σφουγγάρι, σκουπίζω με την ηλεκτρική, περνάω με την ηλεκτρική, που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδα, καθαρίζω με σφουγγάρι, πλένω καλά, τρίβω καλά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pulito
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Uso sempre la varechina per pulire la cucina. Πάντα χρησιμοποιώ χλωρίνη όταν καθαρίζω την κουζίνα. |
καθαρίζωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) La tua cucina è proprio immacolata. Deve piacerti molto pulire. Η κουζίνα σου είναι πεντακάθαρη, συνεπώς ξέρω πως σου αρέσει να καθαρίζεις. |
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho pulito il fango dai miei stivali. Καθάρισα τη λάσπη από τα παπούτσια μου. |
σκουπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (strofinando) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pulisci la panca prima di sederti. Πριν καθίσεις σκούπισε το παγκάκι. |
σκουπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω με πανί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jack ha ripulito le stalle e dato del cibo ai cavalli. |
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pulisciti la faccia e cambiati i vestiti prima di cena. Καθάρισε το πρόσωπό σου και άλλαξε ρούχα πριν το δείπνο. |
απομακρύνω, αφαιρώ(κάτι από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Τι χρησιμοποιείς για να καθαρίσεις τον εξοπλισμό του εργαστηρίου σου; |
βγάζω τα εντόσθια
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Kelly ha eviscerato il pesce appena pescato. Η Κέλι έβγαλε τα εντόσθια από το ψάρι που μόλις έπιασε. |
καθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo cena James pulì il tavolo. Μετά το φαγητό ο Τζέιμς καθάρισε το τραπέζι. |
σκουπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (con la scopa) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devo spazzare il mio garage sporco. |
καθαρίζω(χώρο όπου μένουν ζώα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βγάζω(με πλύσιμο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Πιστεύεις ότι θα καταφέρουμε να βγάλουμε αυτό τον λεκέ από μελάνι; |
καλλωπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (animale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'uccello lisciava le piume del suo piccolo. |
ξεπλένω(αυτό που έχει λερωθεί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ο Μάρκ καθάρισε τη σοκολάτα από το πρόσωπο της κόρης του. |
καθαρίζω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (άχρηστα αντικείμενα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo liberare la soffitta da tutte le cianfrusaglie. Πρέπει να καθαρίσουμε τη σοφίτα από όλη αυτή τη σαβούρα. |
χωρίς κόκκαλα(ripulire da ossa e interiora) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Di solito l'agnello si può comprare già tagliato a listarelle. |
ετοιμάζω για μαγείρεμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prima devi preparare il pollo rimuovendo il grasso in eccesso. |
καθαρίζω, σκουπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (camini) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alan spazzò il camino, pronto per accendere il fuoco in inverno. |
καθαρόςaggettivo (puro) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il campione è completamente pulito, senza contaminazioni. |
καθαρόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ufficio ha bisogno di una copia pulita del formulario. |
καθαρόςaggettivo (figurativo, colloquiale) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il mio amico è rimasto pulito per un anno. |
κόσμιος, ευπρεπής(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Usa un linguaggio pulito e tieni le parolacce fuori dalla tua bocca. |
καθαρόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Devo mettermi una camicia pulita. Πρέπει να φορέσω καθαρό πουκάμισο. |
καθαρόςaggettivo (proporzionato) (μεταφορικά: γραμμές) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La scultura ha delle linee molto pulite. |
ευπρεπής, αγνός, σεμνόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi aspetto un comportamento pulito da tutti voi, senza che nessuno trasgredisca o si rigiri a suo favore le regole. |
καθαρόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'arbitro vuole un combattimento pulito. |
καθαρός, ξεκάθαρος, σαφής, απλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha uno stile pulito, senza eccessivi ornamenti verbali. |
εποικοδομητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alla nostra famiglia piace il divertimento pulito. |
τίμια, έντιμα(figurato: onestamente) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nessuno gioca a carte assieme a lui, perché non gioca in maniera pulita. |
καθαρός(figurato, informale) (μεταφορικά: από ναρκωτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
καθαρόςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ufficiale di polizia fa il suo lavoro con la coscienza pulita. |
καθαρός(figurato, colloquiale) (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Avevo problemi con le droghe, ma ora da cinque anni sono pulito. |
καθαρός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Seth ha sempre tenuto la sua casa ordinata. Ο Σεθ έχει πάντα τακτοποιημένο το δωμάτιό του. |
ξεκοκκαλισμένος(cucina, carne) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αλέκιαστος, ακηλίδωτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευπαρουσίαστος, περιποιημένος(aspetto, aria) (για πρόσωπα) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La gente si fidava di lui perché aveva l'aria da bravo ragazzo. |
σκουπισμένοςaggettivo (το πάτωμα) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) In giardino c'erano mucchi di foglie spazzate. |
κομψόςaggettivo (abbigliamento) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo nuovo look ordinato comprendeva capelli corti e abito italiano. |
καθαριζόμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) |
σφουγγαρίζω, καθαρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Οι χωρικοί ακόμη σφουγγαρίζουν (or: καθαρίζουν) τα σπίτια τους μετά τις πλημμύρες χθες το απόγευμα. |
τρίβωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Strofina il lavello e vedi se riesci a rimuovere quelle macchie. Τρίψε το νεροχύτη για να δεις αν μπορείς να εξαφανίσεις αυτούς τους λεκέδες. |
σκουπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se si rovescia del vino rosso sul tappeto e non lo si pulisce subito con uno straccio la macchia non verrà più via. |
καθαρίζω, συγυρίζω σπίτιverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tutti i sabati mi tocca pulire casa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τώρα που ήρθε η άνοιξη, είναι καιρός να συγυρίσουμε το σπίτι. |
αερίζω, ξεσκονίζω, φρεσκάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il macchinario è progettato per ripulire l'aria dalla polvere e dal polline. |
βάζω ηλεκτρική
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nancy ha passato l'aspirapolvere sul tappeto per eliminare tutti i peli di gatto. |
κάνω γενική καθαριότητα, κάνω γενική
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βγάζω κτ από κτ(με πλύσιμο) Ho lavato via la macchia di zuppa dalla tovaglia. Έπλυνα το τραπεζομάντηλο και έβγαλα τον λεκέ από τη σούπα. |
καθαρίζω με σφουγγάρι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Brian pulì con una spugna la camicia dopo che ci aveva rovesciato del caffè. |
σκουπίζω με την ηλεκτρική, περνάω με την ηλεκτρικήverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Julia passò l'aspirapolvere sul tappeto. Passo l'aspirapolvere sul tappeto ogni giorno. Βάζω σκούπα στο σαλόνι κάθε μέρα. |
που δεν απαιτεί ιδιαίτερη φροντίδαlocuzione aggettivale (tessuto) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καθαρίζω με σφουγγάριverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Linda pulì con una spugna la macchia di vino sul tappeto. |
πλένω καλά, τρίβω καλάverbo transitivo o transitivo pronominale |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pulito στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του pulito
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.