Τι σημαίνει το stampa στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης stampa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του stampa στο Ιταλικό.
Η λέξη stampa στο Ιταλικό σημαίνει εκτύπωση, έκδοση, γκραβούρα, αντίγραφο, αντίγραφο, εκδόσεις, εκτύπωση, ειδησεογραφικά μέσα, αποτύπωμα, εκτύπωση, εκτύπωση, έκδοση, εκτύπωση από ηλεκτρονικό υπολογιστή, εκτυπώνω, εκδίδομαι, εκδίδω, τυπώνω, εκτυπώνω, εκτυπώνω, βγάζω, κόβω με καλούπι, δημοσιεύω, παίρνω δείγμα, αποτυπώνω, σφραγίζω, ο τύπος, ο τύπος, πιεστήριο, σχόλια, -, λίβελλος, αίθουσα σύνταξης, offset, όφσετ, κάτι που έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρον, εξαντλημένος, που δεν τυπώνεται πια, που δεν εκδίδεται πια, σε κυκλοφορία, διπλότυπο, τυπογραφικό λάθος, βαθυτυπία, τυπογραφία, φωτοφίνις, βαθυτυπία, κακή δημοσιότητα, εκπρόσωπος τύπου, press box, συνέντευξη τύπου, δελτίο τύπου, χώρος των δημοσιογράφων, δοκιμαστική εκτύπωση, έγχρωμη φωτογραφία, ελευθερία του τύπου, έγχρωμη εκτύπωση, δελτίο τύπου, αίθουσα τύπου, πρακτορείο ειδήσεων, κίτρινος τύπος, τυπογραφικό πιεστήριο, συγχώνευση αλληλογραφίας, μέσο μαζικής ενημέρωσης, σχέσεις με τα ΜΜΕ, σχέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, φωτογραφική εκτύπωση, προεπισκόπηση εκτύπωσης, τυπογραφικό λάθος, μεταξογραφική τύπωση, εκπρόσωπος τύπου, ουρά εκτύπωσης, χώρος πιεστηρίων, κίτρινος τύπος, δίνω συνέντευξη τύπου, πάω για εκτύπωση, δημοσιογραφικό μελάνι, λίστα τυπογραφικών λαθών, τυπογραφικό λάθος, αίθουσα τύπου, αίθουσα τύπου, κάνω τυπογραφικό λάθος, προεπισκόπηση, ελευθεροτυπία, ουρά εκτύπωσης, κίτρινος τύπος, εκτύπωση όφσετ, πλήκτρο εκτύπωσης οθόνης, ενεργώ ως εκπρόσωπος τύπου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης stampa
εκτύπωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho scritto tutto al computer, tutto ciò che rimane è la stampa. |
έκδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nella seconda stampa del libro sono stati corretti alcuni errori. Στη δεύτερη έκδοση του βιβλίου διορθώθηκαν κάποια λάθη. |
γκραβούραsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha preso una stampa dell'immagine incisa su rame. |
αντίγραφοsostantivo femminile (riproduzione, copia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Era una stampa della più famosa litografia dell'artista. |
αντίγραφοsostantivo femminile (fotografia) (φωτογραφία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il fotografo ha venduto le stampe delle foto ai suoi clienti. Ο φωτογράφος πούλησε αντίγραφα των φωτογραφιών στους πελάτες του. |
εκδόσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Lavora nell'editoria come correttore di bozze. Εργάζεται στον τομέα των εκδόσεων ως διορθωτής. |
εκτύπωσηsostantivo maschile (informatica) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Premi 'stampa' per inviare il documento alla stampante. Πιέστε «εκτύπωση» για να στείλετε το έγγραφο στον εκτυπωτή. |
ειδησεογραφικά μέσα(giornalismo) |
αποτύπωμαsostantivo femminile (αυτό που έχει αποτυπωθεί) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jerry ha usato il timbro per fare una stampa sulla carta. |
εκτύπωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) George ha appreso la stampa durante i suoi studi di grafica. Ο Τζωρτζ διδάχθηκε εκτύπωση ως μέρος των σπουδών του στο graphic design. |
εκτύπωσηsostantivo femminile (oggetto stampato) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jim ha fatto una stampa del documento. |
έκδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La prima stampa del libro è stata di sole cento copie. |
εκτύπωση από ηλεκτρονικό υπολογιστήsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Entro un paio d'ore possiamo avere una stampata delle telefonate che ha fatto. |
εκτυπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (Η/Υ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha stampato le indicazioni che gli erano state mandate per e-mail Εκτύπωσε τις οδηγίες που του έστειλαν με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. |
εκδίδομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (βιβλίο) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando è stato stampato questo libro? ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα εκδόσει το νέο βιβλίο του γύρω στο Πάσχα. |
εκδίδωverbo transitivo o transitivo pronominale (editoria: pubblicare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'autore sta cercando un editore che stampi il suo nuovo libro. |
τυπώνω, εκτυπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Puoi stamparmi quell'e-mail? Μπορείς να μου εκτυπώσεις αυτό το email; |
εκτυπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Un attimo che ti stampo questa lettera e te la do da firmare. |
βγάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (copia, duplicato) (προφορικό: αντίγραφα) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Mi potresti stampare cento copie di questo volantino? Μπορείς να μου βγάλεις 100 φωτοτυπίες από αυτά τα ενημερωτικά φυλλάδια; |
κόβω με καλούπι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η Νάνσυ έκοψε με καλούπι το μεταλλικό δίσκο με τα γράμματα. |
δημοσιεύω(fare copie) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Όλες οι εφημερίδες δημοσίευσαν την είδηση για το πολιτικό σκάνδαλο σήμερα το πρωί. Αυτό το περιοδικό δημοσιεύει πολλές διαφημίσεις για αυτοκίνητα. |
παίρνω δείγμα(tipografia) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) il tipografo ha stampato una bozza della nuova tavola. |
αποτυπώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'operaio ha impresso il suo marchio sul cemento. |
σφραγίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ο τύποςsostantivo femminile Il promemoria del primo ministro era trapelato alla stampa. Το σημείωμα του πρωθυπουργού διέρρευσε στον τύπο. |
ο τύπος(media) Il presidente ha passato un'ora ad informare i giornalisti della sua recente linea poilitica. Ο Πρόεδρος πέρασε μια ώρα ενημερώνοντας τον τύπο για τις νέες πολιτικές του. |
πιεστήριοsostantivo femminile (tipografia) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I giornali vengono fatti con la macchina da stampa. Οι εφημερίδες τυπώνονται σε πιεστήριο. |
σχόλιαsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) La sua azione di beneficienza ha avuto una buona risonanza sulla stampa. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το πολιτικό σκάνδαλο έτυχε ευρείας κάλυψης από τον τύπο. |
-sostantivo maschile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La maestra indossò il tessuto con stampa animale che piaceva così tanto ai bambini. Η δασκάλα φορούσε το άνιμαλ πριντ που τόσο λάτρευαν τα παιδιά. |
λίβελλος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il politico ha accusato il giornale di diffamazione. |
αίθουσα σύνταξης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) In redazione, i giornalisti scrivevano le storie più importanti della giornata. |
offset, όφσετ(stampa) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Σε αυτή τη δουλειά πρέπει να γίνει λιθογραφική εκτύπωση. |
κάτι που έχει δημοσιογραφικό ενδιαφέρονlocuzione aggettivale (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
εξαντλημένοςlocuzione aggettivale (δεν υπάρχει πια) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Questa libreria è specializzata in libri fuori stampa. |
που δεν τυπώνεται πια, που δεν εκδίδεται πιαlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non è molto semplice trovare il libro perché è fuori stampa. |
σε κυκλοφορία(έντυπο) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il libro che voglio non è più in stampa. Lo scrittore era felice di vedere il suo libro finalmente in stampa. Το βιβλίο που θέλω δεν είναι πλέον σε κυκλοφορία. Ο συγγραφέας ήταν ευχαριστημένος που είδε επιτέλους το βιβλίο του σε κυκλοφορία. |
διπλότυποsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I reportage erano pubblicati con stampa su due lati. |
τυπογραφικό λάθοςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
βαθυτυπία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τυπογραφία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
φωτοφίνιςsostantivo maschile (fotografia) |
βαθυτυπία(stampa) (μέθοδος εκτύπωσης) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κακή δημοσιότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'attrice ha ricevuto molta cattiva stampa come conseguenza delle sue opinioni politiche estreme. |
εκπρόσωπος τύπουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) L'agente stampa dell'attore ha appena rilasciato una dichiarazione. |
press box(ζαργκόν: χώρος δημοσιογράφων) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Per assicurare un ambiente lavorativo professionale, non sono ammessi familiari od ospiti nell'angolo della stampa. |
συνέντευξη τύπουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Durante la conferenza stampa di questa mattina il senatore ha risposto a 28 domande. |
δελτίο τύπουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Jenkins ha autorizzato un comunicato stampa che negava l'attendibilità delle voci di corridoio. Ο Τζένκινς ενέκρινε ένα δελτίο τύπου, όπου αρνήθηκε την εγκυρότητα των διαδόσεων. |
χώρος των δημοσιογράφων
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I giornalisti hanno preteso i propri posti nell'angolo della stampa. |
δοκιμαστική εκτύπωσηsostantivo femminile (tipografico) Le bozze riportavano diversi errori tipografici che sono stati corretti nella stampa finale. |
έγχρωμη φωτογραφίαsostantivo femminile (fotografia) In cartoleria fanno delle stampe a colori direttamente dalla macchina fotografica digitale. |
ελευθερία του τύπουsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I regimi totalitari mirano da subito a ridurre se non abolire la libertà di stampa |
έγχρωμη εκτύπωσηsostantivo femminile (τυπογραφία) È raro trovare una rivista così vecchia in stampa full color. |
δελτίο τύπουsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αίθουσα τύπουsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρακτορείο ειδήσεωνsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Reuters è un'agenzia di stampa internazionale molto nota. |
κίτρινος τύποςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La stampa scandalistica è ossessionata dai pettegolezzi sulle celebrità. |
τυπογραφικό πιεστήριοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Johannes Gutenberg ha inventato la macchina da stampa. |
συγχώνευση αλληλογραφίαςsostantivo femminile (software) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μέσο μαζικής ενημέρωσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχέσεις με τα ΜΜΕ, σχέσεις με τα μέσα μαζικής ενημέρωσηςsostantivo plurale maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φωτογραφική εκτύπωσηsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προεπισκόπηση εκτύπωσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Guardai l'anteprima di stampa e notai che il testo non sarebbe entrato in una sola pagina. |
τυπογραφικό λάθοςsostantivo maschile |
μεταξογραφική τύπωσηsostantivo femminile |
εκπρόσωπος τύπουsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
ουρά εκτύπωσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Alice ha controllato la coda di stampa per vedere quanto tempo dovrà aspettare per il suo documento. |
χώρος πιεστηρίωνsostantivo femminile (macchinari di stampa) (τυπογραφείο) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
κίτρινος τύποςsostantivo femminile (μεταφορικά) |
δίνω συνέντευξη τύπουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il senatore ha tenuto una conferenza stampa per illustrare la sua nuova proposta. |
πάω για εκτύπωσηverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il libro è pronto per andare in stampa. |
δημοσιογραφικό μελάνιsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'inchiostro da stampa ancora bagnato colava sulla pagina. |
λίστα τυπογραφικών λαθώνsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τυπογραφικό λάθοςsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αίθουσα τύπουsostantivo femminile (per giornalisti) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αίθουσα τύπουsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κάνω τυπογραφικό λάθοςverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La rivista ha commesso un errore di stampa in cui invece della parola "calca" è stato scritto "cacca". |
προεπισκόπησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Meglio aprire l'anteprima prima di mandare in stampa il documento, giusto per essere sicuri che stia bene sulla pagina. |
ελευθεροτυπίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ουρά εκτύπωσηςsostantivo femminile (informatica) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Se hai un problema con la stampa, potresti aver bisogno di pulire la coda di stampa. |
κίτρινος τύποςsostantivo femminile (μεταφορικά) |
εκτύπωση όφσετsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πλήκτρο εκτύπωσης οθόνηςsostantivo maschile (το πλήκτρο) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Premere il tasto stampa schermo per eseguire uno screenshot. |
ενεργώ ως εκπρόσωπος τύπουverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του stampa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του stampa
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.