Τι σημαίνει το brutta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης brutta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brutta στο Ιταλικό.
Η λέξη brutta στο Ιταλικό σημαίνει τσούλα, πόρνη, άσχημος, άσχημος, κακός, άσχημος, δύσμορφος, απεχθής, άγριος, μη ελκυστικός, απωθητικός, βρομιάρικος, βρομερός, άσχημος, άσχημος, κακός, άγριος, κακός, άσχημος, χάλι, δυσάρεστος, άσχημος, κακός, φριχτός, απαίσιος, άθλιος, κακός, αρνητικός, αισχρός, βρωμιάρης, κακός, κακός, άσχημος, μπάζο, επίδοξος, επίδοξος, συνήθεια, ασθενικός, μουτζούρα, μουντζούρα, δεινά, πρόχειρο, προσχέδιο, κακό προαίσθημα για κτ/κπ, άσχημα νέα, κακά μαντάτα, ασχημόπραγμα, κατήφορος, προσχέδιο, άσχημη μέρα, κακό όνομα, έχω άδοξο τέλος, ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω, αποτελώ εμπόδιο για κπ, δεν φέρνω κπ σε δύσκολη θέση, χάλια, δυσκολία, κάταγμα, άσχημα νέα, κακά μαντάτα, χαλάω, σωριάζομαι, κακό παράδειγμα, μαλάκας, άσχημη εξέλιξη, άσχημη τροπή. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης brutta
τσούλα, πόρνη(offensivo, colloquiale) (υβριστικό) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Non parlarmi in quel modo, donnaccia sfacciata! |
άσχημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) James è simpatico, ma brutto. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι καλός, αλλά άσχημος. |
άσχημοςaggettivo (persona) (άτομο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La signora Hawkins è una donna brutta, ma generosa e gentile. |
κακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha avuto il vaiolo da bambino e per questo ha una brutta carnagione. |
άσχημος, δύσμορφος, απεχθής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άγριος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il clima tempestoso rende la vita in Antartide difficile. |
μη ελκυστικός, απωθητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il palazzo della torre era un edificio costruito in cemento grigio negli anni '60. |
βρομιάρικος, βρομερόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
άσχημος(μεταφορικά: σοβαρός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La mia anziana madre ha fatto una brutta caduta e si è rotta l'anca. |
άσχημος, κακόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ho paura di avere brutte notizie per voi. Φοβάμαι ότι σου έχω άσχημα (or: κακά) νέα. |
άγριοςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Qui, quando il clima è tempestoso, il cielo diventa nero. |
κακόςaggettivo (meteo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La costa ovest è conosciuta per il suo tempo brutto. |
άσχημοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) A giudicare dal modo in cui le nubi minacciose si stavano radunando, sarebbe stata una brutta notte. |
χάλι(καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Che brutto livido che ti sei fatto; che è successo? Τι χάλι μελανιά είναι αυτή; Τι έγινε; |
δυσάρεστος, άσχημος, κακός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
φριχτός, απαίσιος, άθλιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il tempo è stato terribile (or: orrendo) tutta la settimana. Ο καιρός ήταν φριχτός (or: απαίσιος) όλη την εβδομάδα. |
κακός, αρνητικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'anomala tempesta di grandine nel bel mezzo dell'estate è stata interpretata come un brutto segno dai superstiziosi abitanti del villaggio. |
αισχρόςaggettivo (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sarah faceva un sacco di brutti scherzi ai fratelli minori quando era una teenager. Η Σάρα έκανε πολλές άσχημες φάρσες στα μικρότερα αδέρφια της όταν ήταν έφηβη. |
βρωμιάρηςaggettivo (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κακός(avverso) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Abbiamo avuto proprio una cattiva sorte. |
κακόςaggettivo (άτυχος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono giorni sfortunati per la mia squadra preferita, che non fa altro che perdere. Αυτές είναι κακές μέρες για την αγαπημένη μου ομάδα, που συνεχώς χάνει. |
άσχημος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
μπάζο(colloquiale, offensivo: donna) (αργκό, μτφ, μειωτικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Perché non mi piace? È una racchia! |
επίδοξος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I reality in TV attirano aspiranti che farebbero qualsiasi cosa per diventare famosi. Τα ριάλιτυ προσελκύουν επίδοξους σελέμπριτις που θα έκαναν τα πάντα για να γίνουν διάσημοι. |
επίδοξος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il talent show dà la possibilità agli aspiranti artisti di fare colpo sulla giuria. |
συνήθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il vizio peggiore di Janine è che si mangia le unghie. Η χειρότερη συνήθεια της Τζανίν είναι ότι τρώει τα νύχια της. |
ασθενικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il suo colore malaticcio mi preoccupa un po'. Βρήκα το ασθενικό του χρώμα κάπως ανησυχητικό. |
μουτζούρα, μουντζούρα(informale: brutta grafia) (συνήθως πληθυντικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È difficile leggere i suoi scarabocchi, ma credo che ci sia scritto "domani". Δυσκολεύομαι να διαβάσω τα ορνιθοσκαλίσματά του αλλά νομίζω ότι γράφει «αύριο». |
δεινά(figurato) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Η Χάριετ δεν είχε χρήματα και ο ιδιοκτήτης του σπιτιού της την απειλούσε πως θα της έκανε έξωση. Όλοι έβλεπαν τον γολγοθά που περνούσε. |
πρόχειρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Susan ha fatto i calcoli su un foglio per appunti e ha copiato i risultati sul foglio delle risposte. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι συμμετέχοντες συνέκριναν τις σημειώσεις που έκαναν στα πρόχειρα. |
προσχέδιοsostantivo femminile (versione incompleta) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Al momento gli scrittori stanno ancora preparando una bozza. |
κακό προαίσθημα για κτ/κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho un brutto presentimento su questo posto; secondo me dovremmo andarcene. |
άσχημα νέα, κακά μαντάταsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Ha chiamato mia madre per darmi la brutta notizia che mio cugino ha avuto un incidente. |
ασχημόπραγμαsostantivo femminile (informale: brutta cosa) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La gelosia è una brutta bestia. |
κατήφοροςsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
προσχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La mia bozza non va molto bene, ma posso sempre cambiarla. |
άσχημη μέραsostantivo femminile |
κακό όνομαsostantivo femminile |
έχω άδοξο τέλοςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il loro matrimonio ha fatto una brutta fine dopo le sue numerose scappatelle. |
ναυαγώ, πάω κατά διαόλου, αποτυγχάνω(figurato, informale) (ΗΒ, αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αποτελώ εμπόδιο για κπ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν φέρνω κπ σε δύσκολη θέση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάλια(cosa o evento spiacevole) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sei rimasto chiuso fuori di casa nudo e hai dovuto chiedere aiuto ai vicini? Che brutta cosa! |
δυσκολίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Harry ha avuto una brutta esperienza al casinò quando ha perso molti soldi. |
κάταγμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jim ha avuto una brutta frattura al femore quando è caduto dalla scala. |
άσχημα νέα, κακά μαντάταsostantivo femminile La cattiva notizia è che non hai passato l'esame. Τα κακά μαντάτα είναι ότι απέτυχες στο τεστ. |
χαλάωverbo transitivo o transitivo pronominale (informale, figurato) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Era una brava ragazza, ma da quando ha conosciuto quel mascalzone ha preso una cattiva strada. |
σωριάζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (καθομιλουμένη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se non scendi da quel muro farai una brutta caduta. |
κακό παράδειγμα(figurato, spregiativo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Francamente questo posto è la brutta copia di un hotel. Ειλικρινά, αυτό το μέρος είναι ένα κακό παράδειγμα ξενοδοχείου. |
μαλάκας(volgare) (υβριστικό) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Che pezzo di merda! Come hai potuto fare una cosa del genere? Ρε μαλάκα! Πως μπόρεσες να κάνεις τέτοιο πράγμα; |
άσχημη εξέλιξη, άσχημη τροπή(successiva) Le parole di John furono una brutta sorpresa in quella che avrebbe dovuto essere una serata piacevole. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brutta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του brutta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.