Τι σημαίνει το lotta στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lotta στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lotta στο Ιταλικό.
Η λέξη lotta στο Ιταλικό σημαίνει μάχη, πάλη, αγώνας, καβγάς, καυγάς, τσακωμός, διαμάχη, διένεξη, πόλεμος, διαμάχη, καυγάς, τσακωμός, μάχη, πάλη, διαμάχη, παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαι, πολεμώ, παλεύω, το να παλεύω, τσακώνομαι, διαγωνίζομαι με κπ για κτ, αντιμετωπίζω, πολεμάω, πολεμώ, ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής, πάλη, άνισος, εσωτερική διαμάχη, ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια, ταξική πάλη, αγώνας για την επιβίωση, πάλη στη λάσπη, μάχη για την εξουσία, ντέρμπι, καυγάς, τσακωμός, αυτός που καυγαδίζει, αυτός που διαπληκτίζεται, τρομοκρατία ως αντίποινα, έχω διαμάχη για κάτι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lotta
μάχη, πάληsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La lotta delle donne per l'uguaglianza è ancora in corso. Ο αγώνας των γυναικών για ίσα δικαιώματα συνεχίζεται. |
αγώναςsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) La lotta per far passare la legge sull'immigrazione è durata due anni. |
καβγάς, καυγάς, τσακωμόςsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quando hai dei gemelli, è una lotta continua. Όταν έχεις δίδυμα, οι καυγάδες δεν σταματούν ποτέ. |
διαμάχη, διένεξηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I vicini erano in continua lotta per i confini. Οι γείτονες βρίσκονταν σε συνεχή διένεξη για τα σύνορα. |
πόλεμοςsostantivo femminile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I partiti di sinistra stanno conducendo un'aspra lotta contro la destra nelle elezioni. |
διαμάχη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καυγάς, τσακωμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) I ragazzi hanno fatto una zuffa su chi doveva andare per primo. |
μάχη, πάληsostantivo femminile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Avere a che fare col mio disturbo bipolare è una battaglia continua. Η αντιμετώπιση της διπολικής διαταραχής είναι ένας διαρκής αγώνας για μένα. |
διαμάχηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La guerra tra i due al lavoro ha reso a noi altri la vita difficile. Η διαμάχη μεταξύ των δύο συναδέλφων στη δουλειά έκανε δύσκολη τη ζωή των υπόλοιπων από εμάς. |
παλεύω, αγωνίζομαι, μάχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le minoranze hanno lottato per l'uguaglianza dei diritti. Οι μειονότητες έχουν παλέψει (or: αγωνιστεί) για ίσα δικαιώματα. |
πολεμώ(στρατιωτική μάχη) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Hanno cominciato a combattere all'alba e la battaglia è durata tutto il giorno. Άρχισαν να μάχονται την αυγή και η μάχη διήρκεσε όλη την ημέρα. |
παλεύωverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha combattuto sul ring per dodici anni prima di diventare un attore. |
το να παλεύω(figurato: cercare di risolvere) (μεταφορικά: π.χ. με ιδέα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dopo ore trascorse a lottare con il problema, sono ancora lontani dal trovare una soluzione. |
τσακώνομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le ragazzine si sono azzuffate finché non le ha divise un'insegnante. |
διαγωνίζομαι με κπ για κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Centinaia di candidati competono per trenta seggi nell'assemblea. |
αντιμετωπίζωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Scott capì che era impossibile combattere con quella bufera. Για τον Σκοτ ήταν αδύνατον να αντιμετωπίσει τη χιονοθύελλα. |
πολεμάω, πολεμώverbo intransitivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Le due famiglie lottano da decenni. Οι δυο οικογένειες μάχονται εδώ και δεκαετίες. |
ασχολούμαι με την πάλη, είμαι παλαιστής
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Έκανα πάλη στο λύκειο αλλά όχι και στο κολέγιο. |
πάλη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il wrestling è uno sport di combattimento. Η πάλη είναι ένα μαχητικό άθλημα. |
άνισος(αγώνας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La partita è stata uno scontro impari: la squadra di casa non è mai stata all'altezza. Ο αγώνας ήταν εντελώς άνισος, η γηπεδούχος δεν είχε καμιά πιθανότητα. |
εσωτερική διαμάχη
Il Partito Repubblicano è tormentato dalle lotte interne. |
ανταγωνιστής, ανταγωνίστρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο βασικός ανταγωνιστής μου για τη θέση του προϊσταμένου στην εταιρία είναι συνάδελφός μου εδώ και οκτώ χρόνια. |
ταξική πάληsostantivo femminile Marx non è morto, la lotta di classe non è finita; ieri ho visto degli operai manifestare contro i privilegi dei ricchi. |
αγώνας για την επιβίωσηsostantivo femminile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Gli animali selvaggi sono continuamente in lotta per la sopravvivenza. |
πάλη στη λάσπηsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μάχη για την εξουσία
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ντέρμπιsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
καυγάς, τσακωμός(figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quando due squadre della stessa città si incontrano, è sempre una lotta all'ultimo sangue. |
αυτός που καυγαδίζει, αυτός που διαπληκτίζεται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τρομοκρατία ως αντίποινα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έχω διαμάχη για κάτιverbo intransitivo (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) La Francia e il Sacro Romano Impero furono in lotta per l'Alsazia per mille anni. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lotta στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του lotta
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.