Τι σημαίνει το azione στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης azione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του azione στο Ιταλικό.

Η λέξη azione στο Ιταλικό σημαίνει ενέργεια, μετοχή, πάμε, μάχη, σύγκρουση, δράση, πράξη, πλοκή, υπόθεση, παρέμβαση, μεσολάβηση, πράξη, ενέργεια, παρέμβαση, επιχείρηση, χειρονομία, κίνηση, δράσης, δίωξη, τριχοειδές φαινόμενο, EPS, με πιστολίδι, θέση ηθοποιών στη σκηνή, όρια, εν ενεργεία, εν δράσει, έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση, ταχείας δράσης, με τριπλή δράση, στη μέση, παράλληλη δράση, περιπέτεια, πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή, δράση και αντίδραση, μαζική δράση, συλλογική δραστηριότητα, συλλογική προσπάθεια, συλλογική προσπάθεια, συντονισμένες κινήσεις, νομική διαδικασία, άνθρωπος των πράξεων, σχέδιο δράσης, συνεχής δραστηριότητα, συνεχής δραστηριότητα, συνεργασία, καλή πράξη, σούπερ ήρωας, σχέδιο δράσης, δωρεάν μετοχές, διορθωτική κίνηση, γρήγορο πιστόλι, παράνομη πράξη, παράνομη ενέργεια, άμεση αντίδραση, κοινή δράση, αρχή της ελάχιστης δράσης, ευγενής πράξη, νομικώς τακτοποιημένος τίτλος, επικίνδυνη πράξη, ριψοκίνδυνη ενέργεια, μετοχή ονομαστικής αξίας, PAC, στήριξη από τον παπά, ταινία με πιστολίδι, κάνω καλή πράξη, έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου, η υλοποίηση, η πραγματοποίηση, ελευθερία, ευελιξία, προληπτική ενέργεια, αντακλαστική αντίδραση, κάτι που διεκπεραιώθηκε σύμφωνα με τα σχέδια, κάνω μια καλή πράξη για κπ, ενεργώ, πράττω, μετοχή, παιχνίδι με όπλα, αγωγή, ξεροκαταπίνω, βραδείας δράσης, δράση, χάρισμα, μπλοκάρω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης azione

ενέργεια

sostantivo femminile (diritto)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli avvocati hanno avviato un'azione legale contro l'azienda.
Οι ενέργειες του δικηγόρου κατά της εταιρείας προκάλεσαν την πτώχευσή της.

μετοχή

sostantivo femminile (finanza)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ogni impiegato ha azioni della compagnia.
Όλοι οι υπάλληλοι έχουν μετοχές της εταιρείας.

πάμε

interiezione (cinematografia)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quando tutto fu pronto, il regista gridò: "Azione!"

μάχη, σύγκρουση

(militare)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il generale ha partecipato ad azioni in tre diverse guerre.

δράση, πράξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si è alzato dalla sedia ed è entrato in azione.
Σηκώθηκε από την καρέκλα του και όρμηξε στην δράση.

πλοκή, υπόθεση

sostantivo femminile (μυθιστόρημα κλπ.)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La vicenda del romanzo si sviluppa lungo due decenni.
Η πλοκή (or: υπόθεση) του μυθιστορήματος εξελίσσεται σε δύο δεκαετίες.

παρέμβαση, μεσολάβηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ο Τζέρεμυ βρήκε δουλειά μέσω παρέμβασης φίλων του.

πράξη, ενέργεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Οι ενέργειες του Άνταμ εκείνη την ημέρα έσωσαν τη ζωή του αδερφού του.

παρέμβαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'intervento del capo insieme al direttore di reparto ha finalmente portato dei cambiamenti positivi.
Η παρέμβαση του αφεντικού στον τμηματάρχη οδήγησε τελικά σε μερικές θετικές αλλαγές.

επιχείρηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'operazione della polizia per catturare i ladri ha avuto successo.
Η αστυνομική επιχείρηση τη σύλληψη των ληστών ήταν επιτυχημένη.

χειρονομία, κίνηση

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jamie ha portato alla vedova dei fiori come gesto di cortesia.
Ο Τζέιμ αγόρασε μερικά λουλούδια στην χήρα ως μια ευγενική χειρονομία.

δράσης

locuzione aggettivale (film) (γενική ως προσδιορισμός)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
A me piacciono i film d'azione, ma mia sorella preferisce le commedie.

δίωξη

(legale)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La famiglia della vittima era soddisfatta dalla notizia che il procedimento stava andando avanti.
Η οικογένεια του θύματος δέχθηκε με χαρά τα νέα πως η υπόθεση προχωρούσε.

τριχοειδές φαινόμενο

(fisica) (φυσική)

La capillarità è un fenomeno fisico associato alla tensione superficiale di un liquido.

EPS

(utili per azione)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

με πιστολίδι

locuzione aggettivale (film con scene di sparatorie)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

θέση ηθοποιών στη σκηνή

(teatro, cinema)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

όρια

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Lo stato impone che gli agenti di polizia rimangano all'interno dei limiti della loro giurisdizione.

εν ενεργεία

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εν δράσει

avverbio

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il testimone ha osservato i pompieri in azione sul luogo dell'incidente.

έτοιμος για δράση, έτοιμος για να επιστρέψω στην ενεργό δράση

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il dottore dice che sarò di nuovo in azione tra qualche giorno, appena la cicatrice si rimargina.

ταχείας δράσης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

με τριπλή δράση

sostantivo femminile

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

στη μέση

locuzione avverbiale

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

παράλληλη δράση

sostantivo femminile (teatro) (θέατρο)

περιπέτεια

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tony sta guardando un film d'azione.

πειθαρχική κύρωση, πειθαρχική ποινή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le bastonate non sono più considerate un provvedimento disciplinare appropriato.

δράση και αντίδραση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μαζική δράση, συλλογική δραστηριότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Solo un'azione collettiva potrà darci quello che ci spetta.

συλλογική προσπάθεια

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

συλλογική προσπάθεια

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'azione congiunta di polizia e carabinieri ha portato all'arresto dei malviventi.

συντονισμένες κινήσεις

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Gli Stati Uniti e il Regno Unito hanno intrapreso un'azione concertata per evitare che il conflitto si espanda.
Οι ΗΠΑ και η Μεγάλη Βρετανία με συντονισμένες κινήσεις προσπάθησαν να εμποδίσουν την εξάπλωση της σύρραξης.

νομική διαδικασία

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Per la questione della recinzione ho deciso di intraprendere un'azione legale contro il mio vicino.

άνθρωπος των πράξεων

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Era un uomo d'azione piuttosto che di parole.

σχέδιο δράσης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

συνεχής δραστηριότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνεχής δραστηριότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

συνεργασία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλή πράξη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

σούπερ ήρωας

sostantivo maschile

Saltò dal ponte su un treno in corsa, proprio come un eroe d'azione in un film.

σχέδιο δράσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δωρεάν μετοχές

sostantivo femminile (ως μπόνους)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διορθωτική κίνηση

sostantivo femminile (μεταφορικά)

γρήγορο πιστόλι

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Veronica aveva in mente un'attività economica e, nell'arco di qualche settimana, questa era già pienamente funzionante; è una donna che si muove in fretta!

παράνομη πράξη, παράνομη ενέργεια

sostantivo femminile

Anche se molte persone lo fanno, l'eccesso di velocità è ancora un'azione contro la legge.

άμεση αντίδραση

Anche se il disastro richiedeva un'azione immediata, il governo lo ignorò per quasi un mese.

κοινή δράση

sostantivo femminile

αρχή της ελάχιστης δράσης

(fisica)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ευγενής πράξη

νομικώς τακτοποιημένος τίτλος

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

επικίνδυνη πράξη, ριψοκίνδυνη ενέργεια

sostantivo femminile

μετοχή ονομαστικής αξίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

PAC

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μακιγιέζ, μπέιμπι-σίτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

στήριξη από τον παπά

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ταινία με πιστολίδι

sostantivo maschile (con scene di sparatorie)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω καλή πράξη

(κάνω κάτι καλό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Quando qualcuno entra nei boy scout, uno dei requisiti è fare una buona azione ogni giorno.

έχω επιστρέψει στα καθήκοντά μου

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dopo essere stata via così tanto tempo, eravamo tutti contenti di vederla di nuovo in azione.

η υλοποίηση, η πραγματοποίηση

La messa in atto di un'azione richiede più sforzo del semplice parlarne.
Η υλοποίηση ενός έργου απαιτεί μεγαλύτερη προσπάθεια από τη θεωρητική ενασχόληση με αυτό.

ελευθερία, ευελιξία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo molta libertà nel modo di disporre le classi.
Έχουμε αρκετή ελευθερία στο πως θα σχεδιάσουμε τις αίθουσες διδασκαλίας.

προληπτική ενέργεια

Le truppe non avevano tempo per un'azione preventiva e avanzarono rapidamente verso il nemico.

αντακλαστική αντίδραση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κάτι που διεκπεραιώθηκε σύμφωνα με τα σχέδια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω μια καλή πράξη για κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (nei confronti di [qlcn])

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ενεργώ, πράττω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quando avrò parlato con i miei consulenti, agirò.
Θα δράσω αφότου μιλήσω στους συμβούλους μου.

μετοχή

sostantivo femminile (finanza) (χρηματοοικονομικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'azienda emette due tipi di titoli: azioni ordinarie e privilegiate.

παιχνίδι με όπλα

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγωγή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Con la querela si accusava l'azienda di aver rubato la loro proprietà intellettuale.
Η αγωγή ισχυριζόταν ότι η εταιρεία έκλεψε την πνευματική τους περιουσία.

ξεροκαταπίνω

sostantivo femminile

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'azione di deglutire di Matt tradì il suo nervosismo mentre tentava di terminare il compito di matematica.
Ο Ματ ξεροκατάπιε και φάνηκε το άγχος του ενώ προσπαθούσε να τελειώσει το τεστ των μαθηματικών.

βραδείας δράσης

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

δράση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non voglio farlo in questo modo, ma non vedo nessun'altra linea di azione.

χάρισμα

sostantivo femminile (priva di tornaconto personale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μπλοκάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nel gioco del basket in difesa il compito del giocatore più alto è fare azione di blocco.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του azione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του azione

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.