Τι σημαίνει το impresa στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης impresa στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του impresa στο Ιταλικό.
Η λέξη impresa στο Ιταλικό σημαίνει επίτευγμα, κατόρθωμα, επιχείρηση, εγχείρημα, εγχείρημα, κατόρθωμα, εμπορική επιχείρηση, επιχείρηση, φασαρία, μπελάς, εταιρεία, επιχείρηση, εταιρεία, εταιρία, εταιρεία, εγχείρημα, προσπάθεια, οικοδόμος, σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα, συνεργασία, MBA, ελεύθερη οικονομία, διοίκηση επιχειρήσεων, εταιρικής διακυβέρνηση, συνεχιζόμενη δραστηριότητα, επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον, εταιρικό δίκαιο, εταιρική κοινωνική ευθύνη, φορολογία εισοδήματος εταιρειών, κτηματομεσιτική επιχείρηση, εταιρεία ανακύκλωσης, εταιρία ανακύκλωσης, ρίσκο, σιδηροδρομική εταιρία, που έχει ατομική επιχείρηση και περνάν όλα από το χέρι του, εκστρατεία, επιχείρηση, γραφείο τελετών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης impresa
επίτευγμα, κατόρθωμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il nuovo edificio era una prodezza dell'ingegneria. Το νέο κτίριο ήταν ένας άθλος της μηχανικής. |
επιχείρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mio zio vuole avviare una propria ditta. Ο θείος μου θέλει να ανοίξει δική του δουλειά. |
εγχείρημαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il tentativo del gruppo di scalare l'Everest fu un'impresa audace. Η προσπάθεια της ομάδας ν' ανέβει στο Έβερεστ ήταν ένα τολμηρό εγχείρημα. |
εγχείρημαsostantivo femminile (σημαντικό, μεγάλο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il progetto era una bella impresa, ma il capo era sicuro che i dipendenti potessero farcela. |
κατόρθωμαsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Jeff si è prefisso di imitare le imprese dei supereroi nella vita reale. |
εμπορική επιχείρησηsostantivo femminile (affari) |
επιχείρησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Molti imprenditori passano anni a cercare di far decollare la propria azienda. Πολλοί επιχειρηματίες αφιερώνουν χρόνια στην προσπάθεια να ξεκινήσουν τις επιχειρήσεις τους. |
φασαρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Το να οργανώσει τα πάντα για τις οικογενειακές διακοπές ήταν μεγάλος μπελάς, όμως η Τζάνετ τελικά τα κατάφερε. |
μπελάςsostantivo femminile (figurato) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Che impresa preparare i bimbi per la festa! |
εταιρεία(επιχείρηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mike lavora per una grande società. Ο Μάικ εργάζεται σε μια μεγάλη εταιρεία. |
επιχείρηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La società opera in diversi paesi: è una grande organizzazione. Αυτή η εταιρεία δραστηριοποιείται σε αρκετές χώρες. Είναι μια μεγάλη επιχείρηση. |
εταιρεία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Brian ha fondato una ditta di spedizioni. Ο Μπράιαν ίδρυσε μια ναυτιλιακή εταιρεία. |
εταιρία, εταιρείαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dirigeva una piccola ditta di pubblicità. Διευθύνει μια μικρή διαφημιστική εταιρία (or: εταιρεία). |
εγχείρημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Η επιστήμη είναι ένα από τα μεγαλύτερα εγχειρήματα της ανθρωπότητας. |
προσπάθεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I diritti che oggi diamo per scontati sono stati conquistati attraverso anni di strenui sforzi da parte degli attivisti. |
οικοδόμος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Αρκετοί οικοδόμοι μού έδωσαν μια εκτίμηση για το κόστος κατασκευής καινούργιας οροφής. |
σιγά το πράγμα, σιγά το πράμα(ironico) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συνεργασίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) L'impresa collettiva di Gemma e Maxine ha portato più lavoro a entrambe. Η συνεργασία της Τζέμμα και της Μαξίν έχει φέρει και στους δυο περισσότερη δουλειά. |
MBAsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Bobby lavora durante il giorno e studia per il suo master in Gestione d'Impresa di sera. |
ελεύθερη οικονομίαsostantivo femminile Il G8 è un gruppo di nazioni che condividono l'idea di un'impresa libera come migliore percorso di crescita. |
διοίκηση επιχειρήσεωνsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) È deciso a intraprendere una carriera in gestione aziendale. |
εταιρικής διακυβέρνησηsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνεχιζόμενη δραστηριότηταsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La ditta era stata rilevata come un'impresa ben avviata. |
επιχειρηματικό περιβάλλον, εταιρικό περιβάλλον
|
εταιρικό δίκαιο
|
εταιρική κοινωνική ευθύνη
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
φορολογία εισοδήματος εταιρειών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κτηματομεσιτική επιχείρησηsostantivo femminile |
εταιρεία ανακύκλωσης, εταιρία ανακύκλωσηςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ρίσκοsostantivo femminile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σιδηροδρομική εταιρία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
που έχει ατομική επιχείρηση και περνάν όλα από το χέρι τουsostantivo femminile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκστρατεία, επιχείρησηsostantivo femminile (οργανωμένη) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jane guidò un'impresa rischiosa per attraversare il Sahara. Η Τζέιν ηγήθηκε του εγχειρήματος να διασχίσουν τη Σαχάρα. |
γραφείο τελετώνsostantivo femminile (η επιχείρηση) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) L'impresa di pompe funebri è un'attività che ha sempre clienti. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του impresa στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του impresa
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.