Τι σημαίνει το atto στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης atto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του atto στο Ιταλικό.
Η λέξη atto στο Ιταλικό σημαίνει πράξη, ενέργεια, πράξη, πράξη, ενέργεια, χειρονομία, κίνηση, δράση, πράξη, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, τίτλος ιδιοκτησίας, επιθετικότητα, εριστικότητα, αυτολύπηση, θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ, γενναιοφροσύνη, μεγαλοψυχία, μεγαθυμία, διαφυγή, αξιόπλοος, που δεν ρυθμίζεται από καταστατικό, σε εξέλιξη, επ'αυτοφώρω, επ'αυτοφώρω, καταστατικό, οριστικότητα, ξεπακετάρισμα, παραίτηαση δικαιώματος, αποποίηση δικαιώματος, σεξουαλική πράξη, πράξη πίστης, πράξη αγάπης, πράξη βίας, πράξη κήρυξης πολέμου, απόδειξη, ηρωΐκή πράξη, συμβολαιογραφική πράξη σύστασης υποθήκης, αντακλαστική αντίδραση, τίτλος ιδιοκτησίας, βίαιη πράξη, άλμα πίστης, συστατική πράξη, ιδρυτική πράξη, ευγενής πράξη, επίδοση δικογράφου, ανύψωση, καταστατικό, παίζω, τέλος, ωμότητα, κτηνωδία, τοποθέτηση, άκυρο, εκδήλωση ευσυνειδησίας, συνουσία, ερωτική πράξη, επιτελεστικότητα, αχρειότητα, αθλιότητα, τραβάω το καζανάκι, γράπωμα, πιάσιμο, μονομερής πράξη, διά του παρόντος, δήλωση παραίτησης, αγκομαχητό, επίδειξη γεννητικών οργάνων, πράξη παραίτησης, κατάποση, χρησιμοποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης atto
πράξη, ενέργεια
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι ενέργειες του Άνταμ εκείνη την ημέρα έσωσαν τη ζωή του αδερφού του. |
πράξηsostantivo maschile (teatro) (θέατρο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La scena del balcone fa parte del secondo atto. Η σκηνή του μπαλκονιού είναι στη δεύτερη πράξη. |
πράξη, ενέργειαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il salvataggio è stato l'atto di un uomo coraggioso. Η διάσωση ήταν γενναία πράξη (or: ενέργεια). |
χειρονομία, κίνηση(μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jamie ha portato alla vedova dei fiori come gesto di cortesia. Ο Τζέιμ αγόρασε μερικά λουλούδια στην χήρα ως μια ευγενική χειρονομία. |
δράση, πράξη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si è alzato dalla sedia ed è entrato in azione. Σηκώθηκε από την καρέκλα του και όρμηξε στην δράση. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>sostantivo maschile (legale) L'atto negoziabile indicava che la ditta doveva a Frank quattromila dollari. |
τίτλος ιδιοκτησίαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Assicurati di tenere l'atto di proprietà della casa in un posto sicuro. Σιγουρέψου πως φυλάς τον τίτλο ιδιοκτησίας του σπιτιού σε ασφαλές μέρος. |
επιθετικότητα, εριστικότητα(atto di guerra) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αυτολύπηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
θέτω σε εφαρμογή, θέτω σε ισχύ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Το σχολείο έθεσε σε εφαρμογή μέτρα για να εξασφαλιστεί ότι κανείς άγνωστος δεν θα μπορεί να εισέλθει στο κτίριο. |
γενναιοφροσύνη, μεγαλοψυχία, μεγαθυμία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Grazie per la tua generosità nel non fare caso a questo errore. |
διαφυγήsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αξιόπλοοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'imbarcazione non è stata mantenuta adeguatamente negli anni e non sembra atta alla navigazione. |
που δεν ρυθμίζεται από καταστατικό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σε εξέλιξηlocuzione aggettivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'ufficio oggi è molto tranquillo: deve essere in atto qualcosa di strano! |
επ'αυτοφώρωpreposizione o locuzione preposizionale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho colto il cane nell'atto di mangiare la bistecca che avevo comperato per cena. |
επ'αυτοφώρω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καταστατικόsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'atto costitutivo del club fu scritto dai membri fondatori. Το καταστατικό του συλλόγου γράφτηκε από τα ιδρυτικά μέλη. |
οριστικότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) "Non ci sono altre opzioni", disse il professore come atto finale. |
ξεπακετάρισμαsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sono appena tornato da un viaggio e devo finire di disfare le valigie. |
παραίτηαση δικαιώματος, αποποίηση δικαιώματοςsostantivo maschile (νομική) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σεξουαλική πράξηsostantivo maschile Sono stati arrestati per commesso aver atti sessuali in pubblico. |
πράξη πίστης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πράξη αγάπης
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πράξη βίας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πράξη κήρυξης πολέμου
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
απόδειξηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η αντιπροσωπεία μου έδωσε μια απόδειξη όταν αγόρασα το αμάξι. |
ηρωΐκή πράξηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
συμβολαιογραφική πράξη σύστασης υποθήκηςsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αντακλαστική αντίδρασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τίτλος ιδιοκτησίαςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Conservo l'atto di proprietà della mia casa in una cassaforte presso la banca. |
βίαιη πράξηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Quest'uomo è responsabile di molti atti violenti sia ai danni di donne che bambini. |
άλμα πίστηςsostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Accettare questo piano senza dati a supporto è un atto di fede! |
συστατική πράξη, ιδρυτική πράξη(tecnico, legale) |
ευγενής πράξη
|
επίδοση δικογράφουsostantivo femminile (per avviare un'azione legale) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ανύψωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καταστατικόsostantivo maschile (νομική: εταιρεία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il primo passo per costituire una società è depositare l'atto costitutivo presso l'ufficio del registro delle imprese. |
παίζω(ρόλος, θέατρο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Edward e Diana hanno messo in atto la prima scena dell'opera. Durante il tirocinio ai dipendenti è stato chiesto di lavorare a coppie e di simulare delle tipiche situazioni lavorative. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Έντουαρντ και η Ντιάνα έπαιξαν την πρώτη σκηνή του έργου. |
τέλοςsostantivo maschile (καθοριστικό) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'atto finale si è concluso con il licenziamento di Andrew da parte del suo capo. |
ωμότητα, κτηνωδίαsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Come giornalista di guerra, Josh ha assistito a molti terribili atti di brutalità. |
τοποθέτησηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I cittadini si opponevano all'impianto di dispositivi di registrazione nei luoghi pubblici. |
άκυροsostantivo maschile (diritto) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
εκδήλωση ευσυνειδησίας
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
συνουσία, ερωτική πράξηsostantivo maschile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
επιτελεστικότηταsostantivo maschile (linguistica) (στη γλωσσολογία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αχρειότητα, αθλιότηταsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τραβάω το καζανάκι
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Un buon wc deve poter eliminare qualsiasi cosa con un solo colpo di sciacquone. Μια καλή τουαλέτα θα έπρεπε να απομακρύνει τα πάντα με ένα μόνο τράβηγμα του καζανακίου. |
γράπωμαsostantivo maschile (καθομιλουμένη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le mani di Steve erano unte e, nonostante tutti i tentativi di aggrapparsi, non riuscì ad afferrare il ramo per tirarsi su. |
πιάσιμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Wendy ha afferrato il vaso evitando che cadesse per terra. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το πιάσιμο της μπάλας απ' τον τερματοφύλακα ήταν θεαματικό! |
μονομερής πράξηsostantivo maschile |
διά του παρόντος(formale: in questo documento) (επίσημο) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Ο επικεφαλής των ενόρκων σηκώθηκε όρθιος και είπε τα εξής: «Διά του παρόντος οι ένορκοι κηρύττουν τον κατηγορούμενο ένοχο.» |
δήλωση παραίτησηςsostantivo maschile (diritto) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Il datore di lavoro chiese alla neoassunta di firmare un atto di rinuncia che confermava che accettava di lavorare più di quarantotto ore a settimana. |
αγκομαχητό(καθομιλουμένη) |
επίδειξη γεννητικών οργάνωνsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
πράξη παραίτησης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάποση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ho messo la pillola sulla lingua e bevuto dell'acqua per facilitarne la deglutizione. |
χρησιμοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του atto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του atto
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.