Τι σημαίνει το avvolto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης avvolto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του avvolto στο Ιταλικό.

Η λέξη avvolto στο Ιταλικό σημαίνει τυλίγω, περιτυλίγω, περιβάλλω, τυλίγω, τυλίγω, περικλείω, περιβάλλω, εσωκλείω, περιβάλλω, τυλίγω, τυλίγω, περικλείω, τυλίγω, περιβάλλω, τυλίγω, σαβανώνω, τυλίγω, τυλίγω, περιβάλλω, γύρισμα, δένω κτ με κτ άλλο, περικλείω, τυλίγω, καλύπτω, σκεπάζω, τυλίγω, διακοσμώ, τυλίγω, περιβάλλομαι, περιτριγυρίζομαι, τυλίγω, τυλίγω, τυλιγμένος, τυλιγμένος, τυλιγμένος, τυλιγμένος, πακεταρισμένος, τυλιγμένος, στενά συσπειρωμένος, τουλουπάνι, τουλπάνι, τυλίγω, δεματιάζω, τυλίγω, περιτυλίγω, τυλίγω κτ με κτ, τυλίγω κτ σε κτ, κλείνω κπ/κτ σε κτ, τυλίγω κτ γύρω από κτ, περιτυλίγω κτ γύρω από κτ, σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ, τυλίγω κτ σε κτ, τυλίγω κτ με κτ, σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ, τυλίγω κτ/κπ σε κτ, τυλίγω κπ σε κτ, συσπειρώνω, περιβάλλω με φωτοστέφανο, διακοσμώ κτ με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης avvolto

τυλίγω, περιτυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La caviglia del paziente era fasciata stretta per impedirne il movimento.

περιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho dovuto avvolgere il filo dell'aquilone dopo che avevamo finito di giocarci.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κουβάριασε τη μάνικα και την έβαλε σε μια άκρη.

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La madre ha avvolto il bimbo nelle lenzuola.

περικλείω, περιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nebbia avvolse il gruppo di viaggiatori.

εσωκλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale (oggetto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il gruppo scomparì dalla vista quando la nebbia della sera li avvolse.

περιβάλλω, τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fumo nero proveniente dall'edificio in fiamme avvolgeva la piazza vicina.

τυλίγω

(γύρω γύρω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περικλείω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Avvolgete i rami tra loro per formare una corona.

περιβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan impacchettò gli avanzi e li mise in frigorifero.
Ο Άλαν τύλιξε το φαγητό που περίσσεψε και το έβαλε στο ψυγείο.

σαβανώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'impresario funebre avvolse il corpo.
Ο νεκροθάφτης σαβάνωσε το πτώμα.

τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ben riavvolse il filo allentato.

τυλίγω, περιβάλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Λευκά σύννεφα τύλιξαν (or: περιέβαλαν) τα βουνά.

γύρισμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Due giri di filo attorno al palo dovrebbero bastare.

δένω κτ με κτ άλλο

Legò il pacco con una spessa corda.
Έδεσε το πακέτο με έναν χοντρό σπάγγο.

περικλείω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giardino era racchiuso da un alto muro di pietra.

τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καλύπτω, σκεπάζω, τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Θα το τυλίξω καλά και θα σου το στείλω με το ταχυδρομείο.

διακοσμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Έριν τύλιξε τη ζώνη γύρω από την μέση της.

περιβάλλομαι, περιτριγυρίζομαι

(figurato: nella bambagia) (μεταφορικά: από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bambina è stata tenuta nella bambagia per tutta la vita ed è molto ingenua.

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (avvolgere in forma circolare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo riavvolto il tubo dopo aver lavato la macchina.

τυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha avvolto il cavo stretto stretto e lo ha messo nel cassetto.

τυλιγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Η συσκευή λειτουργεί με ένα τυλιγμένο έλασμα.

τυλιγμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
C'era un tubo arrotolato nell'angolo del giardino.

τυλιγμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ci sono decine di scatole impacchettate sotto l'albero di Natale.
Υπάρχουν δεκάδες τυλιγμένα δέματα κάτω από το χριστουγεννιάτικο δέντρο.

τυλιγμένος, πακεταρισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Le candele erano avvolte nel cellophane.

τυλιγμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

στενά συσπειρωμένος

τουλουπάνι, τουλπάνι

(ύφασμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'ho avvolto con del nastro per farlo diventare bello.

δεματιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'allevatore avvolge il fieno in balle e lo sistema in un fienile per nutrire gli animali.

τυλίγω, περιτυλίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι/κάποιον με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il bambino era avvolto in morbide coperte.

τυλίγω κτ με κτ, τυλίγω κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Peter impacchettò i regali di Natale con carta lucida.
Ο Πίτερ τύλιξε τα χριστουγεννιάτικα δώρα του σε γυαλιστερό χαρτί.

κλείνω κπ/κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

τυλίγω κτ γύρω από κτ, περιτυλίγω κτ γύρω από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Si avvolse la lunga sciarpa intorno al collo.
Τύλιξε το μακρύ κασκόλ γύρω από το λαιμό της.

σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ

Tim coprì Daisy con un mantello col cappuccio così avrebbe potuto attraversare la città senza essere vista.
Ο Τιμ σκέπασε την Νταίζη με έναν μανδύα με κουκούλα ώστε να περάσει απαρατήρητη από την πόλη.

τυλίγω κτ σε κτ, τυλίγω κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Rachel avvolse dell'insalata in una tortilla per pranzo.
Η Ρέιτσελ τύλιξε λίγη σαλάτα μέσα σε μια τορτίγια για μεσημεριανό.

σκεπάζω κτ/κπ με κτ, καλύπτω κτ/κπ με κτ

(figurato) (μεταφορικά)

Η εξαφάνιση της καλυπτόταν από πέπλο μυστηρίου.

τυλίγω κτ/κπ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Lo smog avvolgeva la città in una soffocante nebbia gialla.
Το νέφος τύλιξε την πόλη σε μια αποπνικτική, κιτρινωπή θολούρα.

τυλίγω κπ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Emily avvolse il suo bimbo in un asciugamano e gli mise il talco sui piedi.

συσπειρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jesse avvolse il tubo a spirale e lo ripose nel capanno.
Η Τζες κουλούριασε το λάστιχο και το έβαλε στο υπόστεγο.

περιβάλλω με φωτοστέφανο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διακοσμώ κτ με κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

La neve ha coperto gli alberi con il suo manto.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του avvolto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.