Τι σημαίνει το disposizione στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης disposizione στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του disposizione στο Ιταλικό.

Η λέξη disposizione στο Ιταλικό σημαίνει πλάνο, σχέδιο, διάθεση, τοποθέτηση, διάθεση, -, κατατόπια, διάταξη, διάταξη, φύση, καθορισμός, προδιάθεση, διαμόρφωση, διάταξη, διάταξη, διαμόρφωση, τάση, ροπή, κλίση, μέτρο, οδηγίες, σχέδιο, συνήθεια, διάταξη, διαρρύθμιση, διευθέτηση, οργάνωση, προϋπόθεση, διάταξη, ταλέντο σε κτ, κατανομή, σε ετοιμότητα, σε αναμονή, διάταξη παραθύρων, σχεδιασμός παραθύρων, κρατημένος, κλεισμένος, στη διάθεση σου, στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή, λανθασμένη τοποθέτηση, εσφαλμένη τοποθέτηση, πρόχειρο σχέδιο, αντικείμενο προμήθειας, διάταξη θέσεων, κατανομή θέσεων, έχω στη διάθεσή μου, έχω, διαθέτω, παρέχω, δεν έχω χρόνο, φτιάχνω πρόχειρα, στη διάθεση σου, στη διάθεση σου, πάγια εντολή, διαθέσιμος, ελεύθερος, διαθέτω, εξουσία διορισμού, διαθέσιμος, παραχωρώ κπ/κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης disposizione

πλάνο, σχέδιο

sostantivo femminile (piano, disegno)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'architetto ha tracciato la disposizione su carta prima che i lavori cominciassero.
Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε την κάτοψη πριν αρχίσει η κατασκευή.

διάθεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il college ha dei fondi a disposizione per borse di studio per gli studenti meno benestanti.
Το κολέγιο έχει χρήματα στη διάθεσή του για να παρέχει υποτροφίες στους οικονομικά ασθενέστερους φοιτητές.

τοποθέτηση

sostantivo femminile (ordine)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διάθεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il college ha dei fondi a disposizione per borse di studio per gli studenti meno benestanti.
Το κολέγιο έχει χρήματα στη διάθεσή του για να χορηγεί υποτροφίες σε φτωχότερους φοιτητές.

-

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Non ho una disposizione negativa nei suoi confronti nonostante ciò che ha fatto.
Δεν του κρατάω κακία, παρά τα όσα μου έχει κάνει.

κατατόπια

sostantivo femminile (un luogo e ciò che contiene)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Quando entrarono iniziarono a studiare la disposizione del luogo.

διάταξη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La disposizione dei mobili nella stanza era molto gradevole.

διάταξη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il generale ha escogitato con saggezza la disposizione delle truppe.

φύση

sostantivo femminile (μτφ: πώς είμαι κανονικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Sarah piace a tutti per la sua disposizione all'allegria.
Ο κόσμος πάντα συμπαθεί τη Σάρα λόγω της χαρούμενης φύσης της.

καθορισμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

προδιάθεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
William ha una pericolosa indole al gioco d'azzardo.
Ο Γουίλλιαμ έχει μια επικίνδυνη ροπή προς τον τζόγο.

διαμόρφωση, διάταξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Abbiamo provato diverse disposizioni dei mobili nella stanza.
Δοκιμάσαμε διάφορες διατάξεις για τα έπιπλα στο γραφείο.

διάταξη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Per favore leggi le disposizioni contrattuali riguardo agli orari di lavoro e all'uso delle risorse della ditta.
Παρακαλώ εξοικειώσου με τις διατάξεις της σύμβασής σου που αφορούν τις ώρες εργασίας και τη χρήση εταιρικών πόρων.

διαμόρφωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
È importante che familiarizzi con la posizione del terreno.
Είναι σημαντικό να εξοικειωθείς με τη διαμόρφωση της περιοχής.

τάση, ροπή, κλίση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha un'inclinazione piuttosto malinconica.

μέτρο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Questo provvedimento è necessario per garantire la sicurezza di tutti i lavoratori.
Αυτό το μέτρο είναι απαραίτητο για την ασφάλεια όλων των εργαζομένων.

οδηγίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Il soldato seguì gli ordini dell'ufficiale in comando.
Ο στρατιώτης ακολούθησε τις οδηγίες του διοικητή του. Πάντα να διαβάζετε προσεκτικά τις οδηγίες συναρμολόγησης των επίπλων πριν ξεκινήσετε.

σχέδιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'uso di colori scuri fa parte della combinazione scelta per questa stanza.

συνήθεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jamie ha l'abitudine di grattarsi un orecchio ogni volta che dice una bugia.
Η Τζέννα έχει τη συνήθεια να ξύνει το αυτί της κάθε φορά που λέει ψέματα.

διάταξη, διαρρύθμιση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sistemazione (or: disposizione) dei banchi permetteva a tutti gli studenti di vedere l'un l'altro.
Τα θρανία είχαν τέτοια διάταξη (or: διαρρύθμιση) έτσι ώστε όλοι οι μαθητές να μπορούν να βλέπουν ο ένας τον άλλο.

διευθέτηση, οργάνωση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Hai proprio una bella sistemazione qui per lavorare da casa.

προϋπόθεση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una condizione del corso è la conoscenza basilare della geometria.

διάταξη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ταλέντο σε κτ

Το ταλέντο της Σάρας στη φωτογραφία τη βοήθησε να βρει δουλειά.

κατανομή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'amministrazione locale deve assicurare la corretta distribuzione di scuole nella città per venire incontro alle necessità di ogni quartiere.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Οι τοπικές αρχές πρέπει να διασφαλίσουν τη σωστή κατανομή των σχολείων στην πόλη ώστε να καλυφθούν οι ανάγκες σε όλες τις συνοικίες.

σε ετοιμότητα

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σε αναμονή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le ambulanze erano pronte ai bordi del campo.

διάταξη παραθύρων, σχεδιασμός παραθύρων

(αρχιτεκτονική)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κρατημένος, κλεισμένος

aggettivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Ci sono otto tavoli riservati per stasera e solo due liberi.
Απόψε υπάρχουν οκτώ κρατημένα τραπέζια στο εστιατόριο και μόνο δύο είναι ελεύθερα.

στη διάθεση σου

(formale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Θα αφήσω τον υπολογιστή στη διάθεσή σου.

στη διάθεση σου, στη διάθεσή σου ανά πάσα στιγμή

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Sarò a sua completa disposizione.

λανθασμένη τοποθέτηση, εσφαλμένη τοποθέτηση

πρόχειρο σχέδιο

sostantivo femminile

Questa è solo una bozza approssimativa; alla prossima riunione porterò il progetto completo.

αντικείμενο προμήθειας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διάταξη θέσεων

sostantivo femminile (ποιος κάθεται που)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κατανομή θέσεων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έχω στη διάθεσή μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La proprietà ha a disposizione un porticciolo e un campo da tennis.

έχω, διαθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se non hai una macchina a disposizione è molto difficile trovare un lavoro.

παρέχω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo metterà a disposizione 50 milioni di sterline per sostenere il progetto.

δεν έχω χρόνο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φτιάχνω πρόχειρα

verbo transitivo o transitivo pronominale

στη διάθεση σου

(formale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στη διάθεση σου

(formale)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Μόλις τελειώσω αυτήν την εργασία θα είμαι στη διάθεσή σου.

πάγια εντολή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

διαθέσιμος, ελεύθερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho tre persone libere per iniziare il lavoro domani.
Έχω τρία άτομα ελεύθερα (or: διαθέσιμα) να ξεκινήσουν δουλειά αύριο.

διαθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La nostra scuola dovrebbe mettere a disposizione dei fondi per l'acquisto di nuovi computer.
Το σχολείο μας θα πρέπει να διαθέσει πόρους για την αγορά νέων υπολογιστών.

εξουσία διορισμού

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διαθέσιμος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il consiglio non ha fondi disponibili per gli interventi edilizi proposti.

παραχωρώ κπ/κτ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Durante la guerra l'università mise a disposizione le proprie aule per dare spazio a un numero maggiore di pazienti.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του disposizione στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.