Τι σημαίνει το felice στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης felice στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του felice στο Ιταλικό.
Η λέξη felice στο Ιταλικό σημαίνει ευτυχισμένος, χαρούμενος, χαρούμενος, ευτυχής, μακάριος, ευτυχής, χαρούμενος, ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ευχάριστος, χαρούμενος, ευτυχής, ευτυχής, εύθυμος, τυχερός, επιτυχής, χαρούμενος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, χαρούμενος, χαρωπός, χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαι, χαρούμενος, ευτυχής, περιχαρής, χαρωπός, χαρούμενος, ευχαριστημένος, ανέμελος, ξέγνοιαστος, χαρούμενος, ευτυχισμένος, χαρούμενος, χαρούμενος, μετά χαράς να κάνω κτ, χαρούμενος για κτ, ευχαριστημένος με κτ, δυστυχισμένος, στενοχωρημένος, κατευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένος, και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα, πολύ, απολαμβάνω τη ζωή, χαίρομαι που σε βλέπω, Ευτυχισμένη επέτειο!, καταφύγιο, έγγαμος ευτυχία, καλή χρονιά, επιτυχημένη γήρανση, ευχάριστη σκέψη, χαρούμενη σκέψη, ευχαριστώ, ικανοποιώ, χαρούμενος, τέλος καλό όλα καλά, που αρέσει σε κπ/κτ, καλές εποχές, χαίρομαι, χαρούμενος, θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης felice
ευτυχισμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando ci frequentavamo la scorsa primavera ero felice. Ήμουν ευτυχισμένος πέρσι την άνοιξη που τα είχαμε. |
χαρούμενοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Mara è una persona serena e sorride spesso. Η Μάρα είναι χαρούμενο άτομο και χαμογελά συχνά. |
χαρούμενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono felice che tu sia venuto. Χαίρομαι που ήρθες. |
ευτυχήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si sono incontrati per una felice coincidenza. |
μακάριος, ευτυχήςaggettivo (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Furono felici per i primi mesi di matrimonio. Ήταν μακάριοι (or: ευτυχείς) για λίγους μήνες στην αρχή του γάμου τους. |
χαρούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Όλοι χάρηκαν (or: καταχάρηκαν) με τα νέα. |
ευχαριστημένος, ικανοποιημένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mio fratello era felice quando ha aperto il suo regalo di compleanno. |
ευχάριστος, χαρούμενοςaggettivo (relativo a un periodo passato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'anziana sigora si ricordò della sua infanzia come di un periodo felice. |
ευτυχής(χαρά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευτυχήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Quando avrà luogo il lieto evento? Πότε θα γίνει το ευτυχές γεγονός; |
εύθυμοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
τυχερός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Sono molto fortunato ad avere una famiglia numerosa che mi sostiene. Είμαι πολύ τυχερός που έχω μια μεγάλη και οικογένεια που με στηρίζει. |
επιτυχής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua proposta per l'incarico ha avuto successo. Η προσπάθειά του να κατακτήσει τη θέση ήταν επιτυχής. Η επιτυχημένη προσπάθεια του παιδιού να απομνημονεύσει το ποίημα χαροποίησε τους γονείς της. |
χαρούμενοςaggettivo (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Sono contento di sapere che verrai. Χαίρομαι που θα έρθετε. |
ανέμελος, ξέγνοιαστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Anche nei momenti di stress MaryAnne è una persona spensierata. Ακόμη και σε περιόδους άγχους, η Μαίρη Αν είναι ένα ανέμελο άτομο. |
χαρούμενος, χαρωπός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fiona di solito è allegra (or: felice) di mattina. Η Φιόνα είναι συνήθως χαρούμενη (or: ευδιάθετη) το πρωί. |
χαίρομαι, ενθουσιάζομαι, τρελαίνομαιaggettivo (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Edward era contentissimo di rivedere il suo vecchio amico. Είμαι ενθουσιασμένος με το δώρο που μου πήρες. |
χαρούμενος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Martha era esultante per aver vinto il primo premio al concorso. // Gli scioperanti esultanti di gioia festeggiavano la vittoria sui loro datori di lavoro. |
ευτυχής, περιχαρής, χαρωπόςaggettivo (χαρούμενος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρούμενος, ευχαριστημένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il neonato sembrava felice dopo il pasto. |
ανέμελος, ξέγνοιαστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χαρούμενος, ευτυχισμένοςaggettivo (situazione) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ken ha augurato a tutti un felice Natale e se ne è andato a casa. Ο Κεν ευχήθηκε σε όλους καλά Χριστούγεννα και πήγε σπίτι. |
χαρούμενος
(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Χαρούμενα τραγούδια ακούγονταν από το πάρτι στο διπλανό σπίτι. |
χαρούμενοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La famiglia era felice quando apprese la notizia. |
μετά χαράς να κάνω κτ(rafforzativo) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Se hai fame, ti preparo volentieri uno spuntino. Αν πεινάς, χαρά μου να σου φτιάξω κάτι να τσιμπήσεις. |
χαρούμενος για κτaggettivo Ho così tante cose nella mia vita di cui essere felice. |
ευχαριστημένος με κτaggettivo Emily era tutt'altro che felice delle novità al lavoro. |
δυστυχισμένος, στενοχωρημένοςaggettivo (πρόσωπο) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κατευχαριστημένος, ικανοποιημένοςaggettivo (figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Angelina è felice come una Pasqua perché le hanno regalato un cucciolo per il suo compleanno. |
ικανοποιημένοςaggettivo (figurato) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα(letterario) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cenerentola sposò il suo Principe Azzurro e vissero per sempre felici e contenti. Η Σταχτοπούτα παντρεύτηκε τον πρίγκιπά της και έζησαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα. |
πολύ(seguito da aggettivo) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απολαμβάνω τη ζωή
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χαίρομαι που σε βλέπω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ευτυχισμένη επέτειο!interiezione |
καταφύγιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dopo aver attraversato un periodo così difficile, lei sentiva di aver finalmente raggiunto un porto sicuro. |
έγγαμος ευτυχίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il nostro è stato un bel matrimonio contrassegnato da 36 anni di felice vita matrimoniale. |
καλή χρονιάinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Tutti fecero un brindisi coi bicchieri augurandosi buon anno. Όλοι τσούγκρισαν τα ποτήρια και ευχήθηκαν καλή χρονιά. |
επιτυχημένη γήρανσηsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ευχάριστη σκέψη, χαρούμενη σκέψηsostantivo maschile |
ευχαριστώ, ικανοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho accettato di partecipare al matrimonio per fare felice mia madre, sebbene non sopporti affatto il suo nuovo marito. |
χαρούμενοςaggettivo (που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Era contenta di sapere della sua promozione. Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του. |
τέλος καλό όλα καλά(letterario) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il gatto perduto venne ritrovato nell'attico e la famiglia visse per sempre felice e contenta. |
που αρέσει σε κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
καλές εποχέςsostantivo maschile Non è un buon periodo per l'industria musicale. |
χαίρομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
χαρούμενοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
θέλω κάποιον να μοιραστώ τον πόνο μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του felice στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του felice
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.