Τι σημαίνει το squadra στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης squadra στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του squadra στο Ιταλικό.

Η λέξη squadra στο Ιταλικό σημαίνει ομάδα, γνώμονας, ομάδα, ομάδα, προσωπικό, κωπηλασία, συνεργείο, ομάδα, ομάδα, ορθογωνιόμετρο, ομάδα, παρέα, ομάδα, ομάδα, επιτελείο, διμοιρία, ομάδα, πλήθος, τετραγωνίζω, μετράω, συνεργασία, συνάδερφος, συνάδελφος, συνεργάτης, μαζί, συμπαίκτης, συμπαίκτρια, συντροφικότητα, συναδελφικότητα, αστυνομικος δίωξης ναρκωτικών, αρχικατάσκοπος, ομάδα μπέιζμπολ, ομαδικό πνεύμα, ΜΑΤ, αστυνομία, ομάδα αναζήτησης/διάσωσης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ομαδικός παίκτης, ομάδα μπέιζμπολ, ομάδα μπάσκετ, μονάδα πυροτεχνουργών, ομάδα πυροτεχνουργών, ομάδα ειδικών, ποδοσφαιρική ομάδα, ποδοσφαιρική ομάδα, εθνική ομάδα, ομάδα της αστυνομίας, αγωνιστική ομάδα, σκυταλοδρόμοι, συνεργείο συντήρησης οδικών αρτηριών, ομάδα δρομέων, ομάδα κολύμβησης, σημαία ομάδας, μέλος, ομαδικό παιχνίδι, ομαδικό άθλημα, ομιλία σε ομάδα, φιλοξενούμενη ομάδα, ομάδα βόλεϊ, πανεπιστημιακή ομάδα, δίωξη ναρκωτικών, ομάδα παίδων, ιδανική ομάδα, αρχισμηνίας, μαζί με κτ, ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ, περιφερειακοί παίκτες, στρατιώτης της της παραστρατιωτικής οργάνωσης Στουρμαμπτάιλουνγκ, η αντίπαλη ομάδα, η αντίπαλη ομάδα, τμήμα ηθών, μέλος ομάδας που περιοδεύει, της σχολικής ομάδας, σημαιοφόρος, αγώνισμα πυγμαχίας όπου συμμετέχουν ομάδες πυγμάχων που αγωνίζονται μεταξύ τους, κορυφαίος, εκτελεστικό απόσπασμα, αρχιλοχίας, αρχικελευστής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης squadra

ομάδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La squadra di basket ha vinto la sua prima partita.
Η ομάδα μπάσκετ κέρδισε τον πρώτο της αγώνα.

γνώμονας

sostantivo femminile (strumento da disegno) (τρίγωνο σχεδίου)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il gruppo ha lavorato per finire il progetto prima della scadenza.
Η ομάδα δούλεψε για να ολοκληρώσουν το έργο μέσα στην προθεσμία.

ομάδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'allenatore fece alla squadra un discorsetto finale prima della partita.
Ο προπονητής έβγαλε μια τελική εμψυχωτική ομιλία για την ομάδα πριν τον αγώνα.

προσωπικό

(gruppo di lavoro)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κωπηλασία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Linda adora il canottaggio, quindi pensa di unirsi a una squadra.
Στη Λίντα αρέσει να τραβάει κουπί, σχεδιάζει λοιπόν να πάει για κωπηλασία.

συνεργείο

sostantivo femminile (operai, lavoratori, ecc.)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Brian ha messo insieme una squadra di muratori.
Ο Μπράιαν διηύθυνε ένα κατασκευαστικό συνεργείο.

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una squadra di medici dell'ospedale lo hanno visitato.

ομάδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La squadra di pompieri è accorsa presso l'edificio in fiamme.

ορθογωνιόμετρο

sostantivo femminile (da disegno)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'architetto ha usato una squadra di plastica per disegnare l'angolo di novanta gradi.

ομάδα, παρέα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa squadra è composta da dieci persone.

ομάδα

sostantivo femminile (scolastica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Faccio parte della squadra Newton a scuola. Il nostro colore è il rosso.

ομάδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Stiamo andando a fare il tifo per la nostra parte.
Βγαίνουμε έξω για να υποστηρίξουμε την ομάδα μας.

επιτελείο

(militare)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

διμοιρία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I membri dell'unità si misero tutti in posizione per l'incursione nel covo degli spacciatori.
Τα μέλη της διμοιρίας πήραν όλα θέση για την επιδρομή στο άντρο με τα ναρκωτικά.

ομάδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un gruppo di persone del posto sono partite alla ricerca dei ragazzi dispersi.

πλήθος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La paziente è stata visitata da un gruppo di specialisti, ma nessuno fu in grado di diagnosticare la sua patologia.

τετραγωνίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho squadrato le tavole per renderle uguali.

μετράω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di una lotta studio l'altro per stabilire se sono in grado di batterlo o meno.
Πριν από έναν καβγά μετράω τον άλλο για να καταλάβω εάν μπορώ να τον νικήσω.

συνεργασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La direzione incoraggia la cooperazione tra i dipartimenti.
Η διεύθυνση ενθαρρύνει τη συνεργασία μεταξύ των διαφόρων τμημάτων της εταιρίας.

συνάδερφος, συνάδελφος, συνεργάτης

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Il collega di lavoro di Laura se ne è andato la settimana scorsa.

μαζί

(in squadra)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

συμπαίκτης, συμπαίκτρια

sostantivo maschile (αθλητικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Dopo che Jana ha segnato il gol della vittoria, le sue compagne di squadra le hanno fatto fare un giro del campo.
Μόλις έβαλε το νικητήριο γκολ, οι συμπαίκτριες της Τζάνα την σήκωσαν στα χέρια και έκαναν τον γύρο του γηπέδου.

συντροφικότητα, συναδελφικότητα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il cameratismo tra il cast li aiuta a lavorare insieme sul palcoscenico.

αστυνομικος δίωξης ναρκωτικών

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

αρχικατάσκοπος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

ομάδα μπέιζμπολ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Non è sicuro che il giocatore rimanga nella squadra di baseball.

ομαδικό πνεύμα

Gli alpini sono famosi per il loro spirito di corpo.

ΜΑΤ

sostantivo femminile (συντομογραφία)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

αστυνομία

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando trapelò la notizia della protesta, il governatore dispiegò la squadra antisommossa.

ομάδα αναζήτησης/διάσωσης

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Una squadra di ricerca è partita su per la montagna per cercare l'arrampicatore scomparso. La gente dei dintorni sta formando una squadra di ricerca per cercare il ragazzo scomparso.
Μια ομάδα διάσωσης έχει ξεκινήσει για το βουνό για να ψάξει για τον αγνοούμενο ορειβάτη. Οι άνθρωποι της γειτονιά φτιάχνουν μια ομάδα αναζήτησης για να βρουν το αγόρι που έχει χαθεί.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

sostantivo femminile (carcerati)

ομαδικός παίκτης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mi considero un buon giocatore di squadra che lavora bene con gli altri.

ομάδα μπέιζμπολ

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mio figlio gioca nella squadra di baseball della scuola.

ομάδα μπάσκετ

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Di norma una squadra di pallacanestro ha cinque giocatori.

μονάδα πυροτεχνουργών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ομάδα πυροτεχνουργών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ομάδα ειδικών

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποδοσφαιρική ομάδα

sostantivo femminile

La squadra di calcio locale organizza un torneo ogni anno.

ποδοσφαιρική ομάδα

sostantivo femminile

εθνική ομάδα

sostantivo femminile

ομάδα της αστυνομίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αγωνιστική ομάδα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σκυταλοδρόμοι

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι Ολυμπιακοί (αγώνες), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

συνεργείο συντήρησης οδικών αρτηριών

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομάδα δρομέων

sostantivo femminile (κατά λέξη)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La mia squadra di corsa si incontra tutte le domeniche per una corsa di 10 chilometri.

ομάδα κολύμβησης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

σημαία ομάδας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μέλος

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ομαδικό παιχνίδι

(μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ομαδικό άθλημα

ομιλία σε ομάδα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

φιλοξενούμενη ομάδα

sostantivo femminile (sport)

ομάδα βόλεϊ

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

πανεπιστημιακή ομάδα

sostantivo femminile (sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίωξη ναρκωτικών

(polizia) (αστυνομία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ομάδα παίδων

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ιδανική ομάδα

αρχισμηνίας

sostantivo maschile (αεροπορία)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

μαζί με κτ

(in squadra con)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ομάδα του αμερικάνικου ποδοσφαίρου, ομάδα του φούτμπολ

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

περιφερειακοί παίκτες

(basket)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στρατιώτης της της παραστρατιωτικής οργάνωσης Στουρμαμπτάιλουνγκ

(Stoßtrupp)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

η αντίπαλη ομάδα

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

η αντίπαλη ομάδα

τμήμα ηθών

(reparto di polizia)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Alcuni agenti della buon costume interrogarono la prostituta.
Κάποιοι αξιωματικοί του τμήματος ηθών ανέκριναν την ιερόδουλη.

μέλος ομάδας που περιοδεύει

(teatro)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.)

της σχολικής ομάδας

(sport)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutta la città va a vedere certe partite della squadra scolastica.

σημαιοφόρος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αγώνισμα πυγμαχίας όπου συμμετέχουν ομάδες πυγμάχων που αγωνίζονται μεταξύ τους

(wrestling)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

κορυφαίος

(economia)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La casa discografica che ha scritturato il gruppo è una delle aziende di punta del settore.
Η δισκογραφική εταιρεία με την οποία υπέγραψε το συγκρότημα είναι από τις κορυφαίες.

εκτελεστικό απόσπασμα

sostantivo femminile (gergale)

αρχιλοχίας

(esercito statunitense) (στρατός ξηράς)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αρχικελευστής

sostantivo maschile (ναυτικό)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του squadra στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του squadra

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.