Τι σημαίνει το volante στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης volante στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του volante στο Ιταλικό.

Η λέξη volante στο Ιταλικό σημαίνει τιμόνι οχήματος, που πετάει, πετάω, πετώ, μπατσικό, τιμόνι, πτήση με αεροπλάνο, πετάω, πετάω, πηγαίνω με αεροπλάνο, πετάω, πετώ, πετάω με ανεμοπλάνο, πετάω με ανεμόπτερο, σφυρίζω, βουίζω, περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα, φεύγω βιαστικά, περνάω, περνώ, στο τιμόνι, ιπτάμενη βόμβα, μαγικό χαλί, χελιδονόψαρο, άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο, επιθετική οδήγηση, ιπτάμενος δίσκος, ιπτάμενος σκίουρος, είμαι στο τιμόνι, σκαθάρι της οικογένειας Lucanidae. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης volante

τιμόνι οχήματος

sostantivo maschile (automobile)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il conducente non deve togliere le mani dal volante per mettere la freccia.

που πετάει

aggettivo invariabile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il cacciatore ha sparato all'anatra volante. Diverse persone sono state colpite dai rottami volanti dell'esplosione.
Ο κυνηγός πυροβόλησε την πάπια που πετούσε στον αέρα. Πολλοί άνθρωποι τραυματίστηκαν από τα μπάζα που πετάχτηκαν από την έκρηξη.

πετάω, πετώ

aggettivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το αεροπλάνο απογειώθηκε ομαλά.

μπατσικό

sostantivo femminile (figurato: polizia, auto) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τιμόνι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Karen mise la freccia a sinistra e girò il volante per immettersi nello stretto vicolo.
Η Κάρεν έβγαλε αριστερό φλας και έστριψε το τιμόνι για να κατευθύνει το αυτοκίνητο στη στενή λωρίδα.

πτήση με αεροπλάνο

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Volare spaventa alcune persone.
Το να πετάνε μπορεί να είναι τρομακτικό για μερικούς ανθρώπους.

πετάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ogni giorno si vedono gli uccelli volare.
Μπορείς να δεις πουλιά να πετάνε κάθε μέρα.

πετάω, πηγαίνω με αεροπλάνο

verbo intransitivo (figurato: andare in aereo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A molti piace volare in cerca del sole invernale. Sono volati in Messico per il weekend.
Σε πολλούς από εμάς αρέσει να πετάμε σ' άλλα μέρη αναζητώντας λίγη χειμωνιάτικη λιακάδα. Πέταξαν για Μεξικό γι' αυτό το Σαββατοκύριακο.

πετάω, πετώ

verbo intransitivo (figurato: trascorrere velocemente)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le ore volano quando sono con te.
Οι ώρες πετούν όταν είμαι μαζί σου.

πετάω με ανεμοπλάνο, πετάω με ανεμόπτερο

(con un aliante)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφυρίζω, βουίζω

verbo intransitivo (μτφ: γρήγορη κίνηση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La freccia schizzò nell'aria e colpì il centro del bersaglio.
Το βέλος βούιξε στον αέρα και καρφώθηκε στο κέντρο.

περνώ γρήγορα, περνάω γρήγορα

verbo intransitivo (figurato: tempo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il tempo vola quando ci si diverte.

φεύγω βιαστικά

verbo intransitivo (informale)

Alan ha dovuto cancellare la riunione e scappare a casa perché sua moglie era stata ricoverata in ospedale.

περνάω, περνώ

verbo intransitivo (di tempo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Una volta che hai dei figli, gli anni volano.

στο τιμόνι

(alla guida di veicoli)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ιπτάμενη βόμβα

sostantivo femminile (storico, seconda guerra mondiale) (Β' Παγκοσμίου Πολέμου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαγικό χαλί

sostantivo maschile

Aladino andava in giro viaggiando sul suo tappeto volante.

χελιδονόψαρο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le uova di pesce volante sono una ghiottoneria della cucina giapponese.

άγνωστης ταυτότητας ιπτάμενο αντικείμενο

sostantivo maschile (ΑΤΙΑ)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Diversi abitanti della cittadina sostengono di aver visto un UFO.

επιθετική οδήγηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La maggior parte di noi ha avuto esperienza della rabbia al volante prima o poi.

ιπτάμενος δίσκος

sostantivo maschile

ιπτάμενος σκίουρος

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

είμαι στο τιμόνι

verbo riflessivo o intransitivo pronominale (veicolo: guidare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σκαθάρι της οικογένειας Lucanidae

sostantivo maschile (zoologia: coleottero dei lucanidi)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του volante στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.