Τι σημαίνει το sole στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sole στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sole στο Ιταλικό.
Η λέξη sole στο Ιταλικό σημαίνει ήλιος, ήλιος, ήλιος, άστρο, φως του ήλιου, Ήλιος, ήλιος, συνήθιζα να κάνω κτ, μόνος, που νοιώθει μοναξιά, μόνος, μόνο, μόνος, μόνος, απλός, μοναχικός, μοναδικός, που πουλά αποκλειστικά προϊόντα μιας εταιρείας, μοναχικός, μόνος, μοναδικός, ασυνόδευτος, μόνο, απλά, απλά, απλώς, μονάχα, μόνο, τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο, τίποτα άλλο εκτός από κτ, απομονωμένος, μόνο, μόλις, καθαρός, μόνο, αποκλειστικός, μόνο, απλώς, απλά, αναθεματισμένος, απλά, απλώς, ο μόνος, μοναχικός, καθαρά, τίποτα άλλο εκτός από, αποκλειστικά, λιάζω, ανατολή, ηλίαση, ηλιοβασίλεμα, κάνω ηλιοθεραπεία, που έχει καεί από τον ήλιο, ηλιόλουστος, γνωστός, που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμ, νομότυπος, νόμιμος, ευδιόρατος, καθάριος, λιαστός, χωρίς ήλιο, που έχει σκληρύνει από τον ήλιο, που έχει ξεραθεί από τον ήλιο, μαυρισμένος από τον ήλιο, μέρα μεσημέρι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sole
ήλιοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il sole sorge ad est. Ο ήλιος βγαίνει από την ανατολή. |
ήλιοςsostantivo maschile (stella generica) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Quel sistema di pianeti ha due soli. Εκείνο το πλανητικό σύστημα έχει δύο ήλιους. |
ήλιοςsostantivo maschile (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Oggi il sole splende. Ο ήλιος είναι λαμπερός σήμερα. |
άστρο(figurato: splendore) (μεταφορικά, επίσημο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το άστρο του Μέγα Ναπολέοντα έδυσε μετά την ήττα στη μάζη του Βατερλό. |
φως του ήλιου(luce del sole) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ήλιοςsostantivo maschile (divinità della Roma antica) |
ήλιος(calore del sole) (μτφ: εκεί που έχει) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il gatto si crogiolava al sole. |
συνήθιζα να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando ero giovane andavo alla chiesa del quartiere. Συνήθιζα να πηγαίνω στην εκκλησία της γειτονιάς όταν ήμουν νέος. |
μόνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'isola era meravigliosa ma mi sentivo solo. Το νησί ήταν θαυμάσιο, αλλά ένιωθα μοναξιά εκεί. |
που νοιώθει μοναξιά(άτομο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ti sentirai solo, con tutta la tua famiglia che è via. Θα νοιώσεις μόνος με όλη την οικογένειά σου μακριά. |
μόνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) George è solo da quando è morta la moglie. Ο Τζορτζ είναι μόνος από τότε που πέθανε η γυναίκα του. |
μόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il solo numero dei candidati per questo lavoro indica quanto è serio il problema che abbiamo con la disoccupazione. Ο αριθμός των αιτήσεων γι' αυτή τη δουλειά δείχνει από μόνος του πόσο σοβαρό πρόβλημα υπάρχει με την ανεργία. |
μόνοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Steve si sente molto solo quando è a casa. Ο Στηβ νιώθει μοναξιά όταν μένει σπίτι. |
μόνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Oggigiorno si indossano solo jeans a vita bassa. Τα χαμηλόμεσα τζιν είναι το νούμερο ένα στυλ στις μέρες μας. |
απλόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il solo accenno alla sua ex moglie causava problemi. Ακόμα και η αναφορά στην πρώην γυναίκα του δημιουργεί προβλήματα. |
μοναχικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Si sente solo ma non riesce a fare amicizia. Είναι μοναχικό άτομο, αλλά δεν μπορεί να κάνει κανέναν φίλο. |
μοναδικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
που πουλά αποκλειστικά προϊόντα μιας εταιρείας
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μοναχικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La ragazza era così sola che avrebbe dato qualsiasi cosa per avere della compagnia. |
μόνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Essere un genitore single può essere difficile. |
μοναδικόςaggettivo (μόνο ένας) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi rimane una sola birra. Chi la vuole? Μου έχει μείνει μία μοναδική μπίρα. Ποιος τη θέλει; |
ασυνόδευτοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) I bambini non accompagnati non sono ammessi in piscina; un adulto deve sempre essere presente. |
μόνο, απλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Voglio solo un tramezzino per pranzo. Θέλω μόνο (or: απλά) ένα σάντουιτς για μεσημεριανό. |
απλά, απλώς, μονάχα, μόνο
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È solo un piccolo problema, niente di cui preoccuparsi. Είναι απλά ένα μικρό πρόβλημα και δεν υπάρχει κανένας λόγος να ανησυχείς. |
τόσο λίγος όσο, τόσο μικρός όσο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Solo due grammi sono abbastanza per ucciderti. |
τίποτα άλλο εκτός από κτavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απομονωμένοςaggettivo (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
μόνο, μόλιςavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ci ha messo solo venti minuti a completare il puzzle. Χρειάστηκε μόνο (or: μόλις) είκοσι λεπτά, για λύσει τον γρίφο. |
καθαρόςavverbio (μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È stata semplicemente una coincidenza che io sia arrivato prima. Ήταν καθαρή σύμπτωση το ότι έφθασα εδώ πρώτη. |
μόνοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Solo i parenti hanno assistito al funerale. Soltanto noi siamo ammessi in questa stanza. Μόνο μέλη της οικογένειας παρέστησαν στην κηδεία. Μόνο εμείς επιτρέπεται να μπαίνουμε σε αυτό το δωμάτιο. |
αποκλειστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le due nazioni hanno firmato un esclusivo accordo commerciale. |
μόνοavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Voglio solo una risposta diretta. Niente più. Το μόνο που θέλω είναι μια ξεκάθαρη απάντηση. Τίποτε άλλο. |
απλώς, απλάavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Complicherà solo le cose. Το μόνο που θα κάνει είναι να περιπλέξει τα πράγματα. |
αναθεματισμένοςaggettivo (enfatico) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Non può spendere un solo dollaro della sua eredità fino ai venticinque anni d'età. |
απλά, απλώς
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) È soltanto una bambina. |
ο μόνος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il capitano è il solo responsabile del suo equipaggio. Μόνο ο καπετάνιος είναι υπεύθυνος για το πλήρωμά του. |
μοναχικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'anziano signore ha uno stile di vita solitario per scelta. |
καθαράavverbio (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le domande saranno valutate esclusivamente sulla base del merito. |
τίποτα άλλο εκτός απόavverbio (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Provo solo ammirazione per chi parla più lingue. |
αποκλειστικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Miriam ha preso una laurea unicamente per il piacere di imparare. |
λιάζω(βάζω κάτι στον ήλιο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Η γάτα ήταν ξαπλωμένη στο αίθριο και έλιαζε την κοιλιά της. |
ανατολή(letterale) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan partì all'alba visto che doveva fare un viaggio lungo quel giorno. Ο Νταν ξεκίνησε χαράματα μιας και είχε να κάνει μεγάλο ταξίδι εκείνη τη μέρα. |
ηλίαση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I bambini hanno rischiato un'insolazione visto che sono stati tutto il giorno in spiaggia. |
ηλιοβασίλεμα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Il giro "dolcetto o scherzetto" inizia al tramonto. |
κάνω ηλιοθεραπεία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Η Γουέντι έκανε ηλιοθεραπεία στην παραλία όλο το απόγευμα. |
που έχει καεί από τον ήλιοaggettivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Quando è andata a sciare, Heather si è bruciata sotto il sole; non è incredibile? |
ηλιόλουστοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il gatto poltriva sul letto nella stanza soleggiata. |
γνωστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il fatto che sia gay adesso è alla luce del sole. |
που βγάζει μάτι, που κάνει μπαμaggettivo (ovvio, evidente) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dopo che me l'hai spiegata, la soluzione al problema mi sembra chiara come il sole. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μετά από εκείνο το πέσιμο τα καρούμπαλα στο κεφάλι του έβγαζαν μάτι. |
νομότυπος, νόμιμος(figurato) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευδιόρατος, καθάριος(κυριολεκτικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Nonostante il portavoce della polizia avesse negato, il video dello spettatore mostrava in modo plateale l'aggressione del poliziotto senza alcuna provocazione. |
λιαστός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
χωρίς ήλιοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει σκληρύνει από τον ήλιο, που έχει ξεραθεί από τον ήλιοlocuzione aggettivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non siamo riusciti a coltivare nulla nel suolo indurito dal sole. |
μαυρισμένος από τον ήλιοaggettivo (figurato) (δέρμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέρα μεσημέρι(καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Vendevano la droga alla luce del sole. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sole στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sole
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.