Τι σημαίνει το so στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης so στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του so στο Ιταλικό.
Η λέξη so στο Ιταλικό σημαίνει ΝΔ, νοτιοδυτικός, το ξέρω, ξέρω, γνώσεις, ήξερα, μαθαίνω, μαθαίνω, ξέρω, γνωρίζω, ξέρω, μαθαίνω, δεδομένα, στοιχεία, γνώση, είμαι έμπειρος σε, ξέρω, μπορώ, μαθαίνω για κτ, Ένας Θεός ξέρει, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω, ενδεχομένως, Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;, δεν ξέρω, απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω, όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν, εμένα μου λες, δεν ξέρω, έλα ντε! μακάρι να ήξερα!, οδός, κάτι ιδιαίτερο, σύμφωνα με όσα γνωρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης so
ΝΔabbreviazione maschile (sud-ovest) (σντμ: νοτιοδυτικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il SO è diametralmente opposto al NE sulla bussola. |
νοτιοδυτικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il sud-ovest si indica con le lettere "SO". |
το ξέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Lo so già, non c'è bisogno che me lo spieghi. Το ξέρω αυτό! Δε χρειάζεται να μου το εξηγείς! |
ξέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) So la risposta. Γνωρίζω την απάντηση. |
γνώσεις
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Il contributo di Lisa al sapere nel campo del francese è di grande valore. Η Λίζα συνείσφερε με σπουδαίες ακαδημαϊκές γνώσεις στον τομέα της γαλλικής γλώσσας. |
ήξεραverbo transitivo o transitivo pronominale (αόριστος του ξέρω) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Aveva saputo dell'omicidio. Ήξερε για τους φόνους. |
μαθαίνω(apprendere una notizia) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Indovina cosa ho appena saputo ascoltando una conversazione telefonica? Μάντεψε τι έμαθα ακούγοντας μια τηλεφωνική συζήτηση! |
μαθαίνω(ότι/πως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho saputo della sua morte solo ieri. Μόλις χθες έμαθα ότι πέθανε. |
ξέρω, γνωρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Se tu non lo sai dobbiamo trovare qualcun altro. Αν δεν ξέρεις εσύ, πρέπει να βρούμε κάποιον που ξέρει. |
ξέρωverbo transitivo o transitivo pronominale (essere al corrente) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μαθαίνω(ποιος, τι, γιατί) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo settimane di lavoro il detective ha finalmente accertato chi era l'assassino. Μετά από δουλειά εβδομάδων, ο αστυνόμος τελικά βρήκε ποιος ήταν ο δολοφόνος. |
δεδομένα, στοιχεία(πραγματικά στοιχεία) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Abbiamo molta più conoscenza oggi riguardo ai disturbi del sonno di quanta ne abbiamo mai avuta. Σήμερα έχουμε πολύ περισσότερα δεδομένα (or: στοιχεία) για τις διαταραχές του ύπνου σε σχέση με παλαιότερα. |
γνώση(conoscenza) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ogni comunità ha la sua saggezza collettiva. |
είμαι έμπειρος σεverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ξέρω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lei sa suonare il piano. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Μπορεί να παίξει την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν στο πιάνο. |
μπορώ(έχω την τάση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sa essere davvero irritante a volte. |
μαθαίνω για κτ(venire a sapere) Quando hai saputo della sua morte? |
Ένας Θεός ξέρει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non sono mai riuscito a fargli tenere in ordine la stanza, ma sa il cielo se non ci ho provato! |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Che io sappia, la banca ha approvato il prestito. Il capo è nel suo ufficio, per quanto ne so. Απ' όσο ξέρω, η τράπεζα ενέκρινε το δάνειο. Το αφεντικό είναι στο γραφείο, απ' όσο γνωρίζω. |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γωρίζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ενδεχομένωςlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
Πού να το ξέρω;, Πού να το ξέρω εγώ;
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν ξέρωinteriezione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È inutile che tu me lo chieda, non lo so! Non conosco la soluzione di quel complicato problema di matematica! |
απ' όσο ξέρω, απ' όσο γνωρίζω(informale) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non lo metto in discussione. Per quanto ne so, ci potrebbero anche essere gli alieni su Marte. |
όταν εσύ πήγαινες, εγώ ερχόμουν(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non voglio sentire una presentazione sui fallimenti: ci sono già passato io stesso! |
εμένα μου λες
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "La benzina è così cara di questi tempi!" "Lo so bene!" |
δεν ξέρω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) "Chi è quella donna che parla con tuo fratello?" "Non lo so". «Ποια είναι η γυναίκα που μιλάει στον αδερφό σου;» «Δεν ξέρω.» |
έλα ντε! μακάρι να ήξερα!(colloquiale) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) D: "Chi ha mangiato i miei biscotti?" R: "Io che ne so? Sono appena arrivata". |
οδός
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il mio ufficio si trova in Via Centrale. |
κάτι ιδιαίτεροpronome (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sapevo che c'era qualcosa di speciale in lui dal primo momento in cui l'ho visto. |
σύμφωνα με όσα γνωρίζω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per quanto ne so, i caffè della città chiudono prima delle nove di sera. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του so στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του so
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.