Τι σημαίνει το rendere στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης rendere στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του rendere στο Ιταλικό.

Η λέξη rendere στο Ιταλικό σημαίνει είμαι αποδοτικός, έχω απόδοση, επιστρέφω, υποβάλλω, φροντίζω κτ να είναι, αποδίδω, ανταποδίδω, πληρώνω, αποδίδω, εκδικούμαι, αποδίδω, αποφέρω, αποδίδω, πιάνω, διατυπώνω, επιστρέφω κτ σε κπ, επιστρέφω κτ σε κπ/κτ, κάνω, εκδικούμαι, θεσπίζω, ενημερώνω, πληροφορώ, ελαχιστοποιώ, περιπλέκω, δυσκολεύω, πλουτίζω, εμπλουτίζω, αντικειμενοποιώ, χτυπάω κτ για να αφρατέψει, στένεμα, απαιτώ, επιβάλλω, απενεργοποιώ, κάνω ματ, μετατρέπω σε αρωματική ένωση, βελτιώνω, περιορίζω, σφίγγω, αδιαβροχοποιώ, στεγανοποιώ, σταθεροποιούμαι, φουσκώνω, φέρνω με τρόπο, ανακοινώνω, διαδίδω, μαλακώνω, κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφές, δογματίζω, χαρίζω, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, τυχαιοποίηση, άρση, μετατροπή σε παιχνίδι, Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά, εκμεταλλεύομαι, υποστηρίζω, αδικώ, αποτίω φόρο τιμής, ομολογώ άνευ πιέσεως, καθιστώ από κοινού υπεύθυνους, δημοσιοποιώ, κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια, κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο, καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ, κάνω κτ πιο ήπιο, κάνω κτ πιο όμορφο, κάνω κτ πιο δύσκολο, αποτίω φόρο τιμής, αποτίω φόρο τιμής σε κπ/κτ, καθιστώ κτ προφανές, ανοίγω, χρυσώνω το χάπι, δυσκολεύω, θολώνω τα νερά, είμαι αντάξιος κπ/κτ, παίρνω το αίμα μου πίσω, ζημιώνω, ρίχνω μια σκιά σε κτ, καθιστώ προφανές, κάνω ξεκάθαρο, κάνω κτ γνωστό, αποδίδω κάτω των δυνατοτήτων μου, λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ, εφαρμόζω, παραξενεύω, μπερδεύω, αφήνω ανάπηρο, ανακοινώνω, αναγγέλλω, αφήνω, πυκνώνω, πήζω, απομακρύνω, σκουραίνω, υποδουλώνω, σκλαβώνω, εξοργίζω, εξαγριώνω, προκαλώ απέχθεια, προκαλώ εχθρότητα, εξισώνω, καθιστώ άκυρο και άνευ νομικής ισχύος, παρουσιάζω κπ σαν να μην είναι άνθρωπος, αποδυναμώνω, ωραιοποιώ, μένω στην ιστορία, γράφω ιστορία, κουφαίνω, ενθουσιάζω, ξεσηκώνω, παρουσιάζω με συμπάθεια, παρουσιάζω με ανθρωπιά, προσωποποιώ, τρελαίνω, κάνω κτ να μοιάζει απαρχαιωμένο, αποκτηνώνω, εξαϋλώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης rendere

είμαι αποδοτικός

verbo intransitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
I venditori devono rendere, altrimenti perdono il lavoro.

έχω απόδοση

verbo transitivo o transitivo pronominale (finanza)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
È un investimento che rende almeno il 7%.

επιστρέφω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi restituirmi quel DVD che ti ho prestato?
Μπορείς να μου επιστρέψεις το dvd που σου δάνεισα;

υποβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (τα σέβη μου σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha reso i suoi omaggi al re.
Υπέβαλε τα σέβη του στο βασιλιά.

φροντίζω κτ να είναι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi chiedere scusa a Keith e dovresti farlo bene: è davvero arrabbiato.
Χρωστάς μια συγγνώμη στον Κιθ και φρόντισε να είναι καλή. Είναι πολύ αναστατωμένος.

αποδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'artista aveva rappresentato il cavallo con grande abilità.
Ο καλλιτέχνης απεικόνισε αυτό το άλογο με μεγάλη δεξιοσύνη.

ανταποδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spero di avere un'occasione di rendere il favore.
Ελπίζω να έχω την ευκαιρία να ανταποδώσω τη χάρη.

πληρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa slot machine paga una fortuna se vinci il jackpot. La mia pensione renderà abbastanza da viverci.
Αυτός ο κουλοχέρης θα πληρώσει μια περιουσία εάν πετύχεις τζάκποτ.

αποδίδω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questa fattoria ha prodotto molto quest'anno.

εκδικούμαι

(figurato, informale)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questo te lo rendo con gli interessi!

αποδίδω, αποφέρω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'investimento ha reso un forte guadagno.

αποδίδω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le azioni hanno fruttato il sei per cento l'anno scorso.

πιάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (denaro) (μτφ, καθομ: τιμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ciondolo d'oro ha fatto incassare un bel gruzzoletto all'asta.

διατυπώνω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Shakespeare sapeva come tornire una frase.

επιστρέφω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Dovresti restituire quel denaro al suo legittimo proprietario.

επιστρέφω κτ σε κπ/κτ

Assicurati di restituire i libri alla biblioteca entro la scadenza.

κάνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi rendi felice.
Με κάνεις χαρούμενο.

εκδικούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Dopo che Sam l'aveva imbrogliato, Derek era determinato a vendicarsi.

θεσπίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha promulgato una nuova legge fiscale.
Η κυβέρνηση θέσπισε έναν νέο φορολογικό νόμο.

ενημερώνω, πληροφορώ

(κάποιον ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Siamo spiacenti di informarla che il suo conto è stato sospeso.
Λυπούμαστε που σας πληροφορούμε πως ο λογαριασμός σας έχει απενεργοποιηθεί.

ελαχιστοποιώ

(μικραίνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Come possiamo minimizzare il nostro rischio in questo investimento?
Πως μπορούμε να ελαχιστοποιήσουμε το ρίσκο μας σ' αυτή την επένδυση;

περιπλέκω, δυσκολεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La situazione è complicata dal fatto che la sua fidanzata è ancora sposata ad un altro uomo.

πλουτίζω, εμπλουτίζω

(figurato: cibi) (φαγητό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda arricchisce di vitamine i propri cereali così da pubblicizzarne i benefici per la salute.

αντικειμενοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω κτ για να αφρατέψει

(letti, cuscini)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

στένεμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Joe adora creare oggetti in ceramica; tuttavia, l'assottigliamento con levigatura gli risulta difficile.

απαιτώ, επιβάλλω

(να γίνει κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απενεργοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ladro ha disattivato l'allarme prima di rompere la finestra.
Ο διαρρήκτης απενεργοποίησε τον συναγερμό πριν σπάσει το παράθυρο.

κάνω ματ

μετατρέπω σε αρωματική ένωση

(chimica)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

βελτιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περιορίζω, σφίγγω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδιαβροχοποιώ, στεγανοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Si può comprare uno spray per impermeabilizzare la tenda.

σταθεροποιούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

φουσκώνω

(figurato: cifre) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Josh sta gonfiando il suo discorso perché non è ancora abbastanza lungo.
Ο Τζος φουσκώνει την ομιλία του. Δεν είναι αρκετά μεγάλη ακόμη.

φέρνω με τρόπο

(figurato)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Addolcirò quello che ho da dirgli, in modo da non sconvolgerlo troppo.

ανακοινώνω, διαδίδω

(informale, figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mallory ha strombazzato a tutta la classe il segreto della sua compagna.

μαλακώνω

(τα κόπρανα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Amy ha preso dei lassativi per liberare il suo intestino.

κάνω κτ ασαφές, κάνω κτ λιγότερο σαφές

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La gran quantità di dettagli irrilevanti offuscò la discussione.

δογματίζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαρίζω

(αναγνώριση, δόξα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η πρώτη του ταινία του χάρισε δόξα.

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

verbo transitivo o transitivo pronominale (slogan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τυχαιοποίηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

άρση

(επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μετατροπή σε παιχνίδι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Κάντε την Αμερική Μεγάλη Ξανά

verbo transitivo o transitivo pronominale (slogan)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκμεταλλεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai una sola possibilità, perciò usala bene.

υποστηρίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αδικώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (κάποιον/κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quella fotografia non rende giustizia alla sua bellezza.

αποτίω φόρο τιμής

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La cover band ha reso omaggio ai Beatles suonando "Yellow Submarine".

ομολογώ άνευ πιέσεως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La polizia è rimasta sorpresa quando ha reso una confessione spontanea; pensavano sarebbe stato difficile indurla ad ammettere la sue colpe.

καθιστώ από κοινού υπεύθυνους

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Solo uno di loro aveva firmato, ma il loro accordo di cooperazione li rendeva tutto responsabili in solido ai sensi del contratto.

δημοσιοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La loro relazione sentimentale fu resa pubblica quando li videro tenersi per mano.

κάνω κπ να σκάσει από τη ζήλια

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho indossato le mie nuove scarpe Prada sapendo che avrei potuto rendere Sally verde di invidia.

κάνω κπ περήφανο, κάνω κπ υπερήφανο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La tua esibizione al concerto mi ha reso molto orgoglioso.

καθιστώ κπ υπεύθυνο για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
È stato promosso al lavoro e reso responsabile delle attività di esportazione.

κάνω κτ πιο ήπιο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Aggiungi del latte di cocco al curry per renderlo più delicato.

κάνω κτ πιο όμορφο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Dipingerò l'esterno della casa per renderla più gradevole ai compratori.

κάνω κτ πιο δύσκολο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le superfici ingombre di mobili rendono le pulizie più difficili.

αποτίω φόρο τιμής

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποτίω φόρο τιμής σε κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tutta la cittadinanza ha reso omaggio al coraggio dei vigili del fuoco che hanno rischiato la vita per salvare il bambino.
Όλοι απέτισαν τιμή στη γενναιότητα του πυροσβέστη να σώσει το παιδί.

καθιστώ κτ προφανές

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανοίγω

(figurato: includere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χρυσώνω το χάπι

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δυσκολεύω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

θολώνω τα νερά

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αντάξιος κπ/κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (με γενική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il ritratto a olio della regina realizzato dal signor Smith le faceva davvero giustizia. // Il lavoro fatto da Karen le rende giustizia.
Το πορτρέτο σε λάδι του κ. Σμιθ είναι πραγματικά αντάξιο της βασίλισσας. Η δουλειά της Κάρεν ήταν αντάξια της φήμης της.

παίρνω το αίμα μου πίσω

(figurato: vendicarsi) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζημιώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il soldato ha arrecato un danno al suo paese disertando la sua truppa durante la battaglia.

ρίχνω μια σκιά σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθιστώ προφανές, κάνω ξεκάθαρο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κτ γνωστό

αποδίδω κάτω των δυνατοτήτων μου

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

λογοδοτώ σε κπ, απολογούμαι σε κπ

verbo intransitivo

Dovrai rendere conto di aver copiato all'esame sia all'insegnante che al preside.

εφαρμόζω

(diritto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il contratto è stato reso effettivo dopo il consenso di ognuno.
Το συμβόλαιο εφαρμόστηκε αφού συμφώνησαν όλοι.

παραξενεύω, μπερδεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Νόμιζα πως ο Έβαν ήθελε πραγματικά να πάρει το μάθημα. Μου φαίνεται παράξενο που δεν το έκανε.

αφήνω ανάπηρο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben fu reso invalido dal colpo di pistola e non poté più camminare.
Ο πυροβολισμός άφησε ανάπηρο τον Μπεν, ο οποίος δεν ξαναπερπάτησε ποτέ.

ανακοινώνω, αναγγέλλω

(κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il presidente ha annunciato le proprie dimissioni.
Ο πρόεδρος ανακοίνωσε (or: ανάγγειλε) την παραίτησή του.

αφήνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ακολουθεί επίθετο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo shock lo rese muto.
Το σοκ τον άφησε άφωνο.

πυκνώνω, πήζω

(dimensione)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Δέσε τη σάλτσα με λίγο αλεύρι.

απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σκουραίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Scurisci le tele con un sottile strato di pittura.

υποδουλώνω, σκλαβώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alcuni agenti furono mandati in Africa nel Settecento per ridurre in schiavitù le popolazioni autoctone.

εξοργίζω, εξαγριώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La corruzione lampante del governo fece inferocire i cittadini.

προκαλώ απέχθεια, προκαλώ εχθρότητα

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εξισώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il capo ha deciso di equiparare la paga di tutti i dirigenti.

καθιστώ άκυρο και άνευ νομικής ισχύος

Entrambe le parti concordarono di rendere nullo il contratto.

παρουσιάζω κπ σαν να μην είναι άνθρωπος

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
L'articolo disumanizzava le popolazioni indigene, dipingendole come animali.

αποδυναμώνω

(figurato) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωραιοποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sandy pensa che i programmi televisivi non dovrebbero rendere glamour le gravidanze durante l'adolescenza.

μένω στην ιστορία, γράφω ιστορία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Barack Obama sarà reso immortale quale primo presidente afro-americano.

κουφαίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Anni trascorsi tra macchinari rumorosi hanno assordato Eric.

ενθουσιάζω, ξεσηκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La prospettiva di trasferirsi a Parigi rendeva euforica Penelope.

παρουσιάζω με συμπάθεια, παρουσιάζω με ανθρωπιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσωποποιώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dovresti personalizzare il blog con dettagli delle tue esperienze personali.

τρελαίνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω κτ να μοιάζει απαρχαιωμένο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αποκτηνώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξαϋλώνω

(anima, spirito, ecc.) (αφαιρώ ύλη, σώμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του rendere στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.