Τι σημαίνει το affrontare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης affrontare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του affrontare στο Ιταλικό.
Η λέξη affrontare στο Ιταλικό σημαίνει ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, αντιμετωπίζω, τα βάζω με κτ/κπ, συμπλέκομαι με κπ/κτ, αντιμετωπίζω, ασχολούμαι με, αντιμετωπίζω, επιτίθεμαι, αντιμετωπίζω, αψηφώ, αντιστέκομαι, μιλάω σε κπ, αντεπεξέρχομαι σε κτ, αντιμετωπίζω, αντιμετωπίζω, τα βάζω με κπ, αντιμετωπίζω, αποδέχομαι, αντιμετωπίζω, αναλύω, συζητώ, παλεύω με κτ, μετάδοση, αντιμέτωπος με, υποβάλλομαι σε κτ, αναφέρω, θίγω, θέτω, λαμβάνω υπόψη, ξεπερνάω, περνάω, προκαλώ κάποιον να κάνει κτ, αψηφώ, προσεγγίζω, αντιμετώπιση, έρχομαι αντιμέτωπος, -, θέτω επί τάπητος, χειρίζομαι, αφορώ, εύκολος, κάνω κανό, αποδέχομαι τις συνέπειες, αντιμετωπίζω τις συνέπειες, αναλαμβάνω την ευθύνη, προσπαθώ σκληρά να κάνω κτ, αποφεύγω το ζήτημα, αντιμετωπίζω, ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ, κάνω κτ ξεδιάντροπα, κάνω κτ με ενθουσιασμό, φέρνω κπ αντιμέτωπο με κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης affrontare
ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Affronta il suo nuovo lavoro con entusiasmo. Ξεκίνησε την καινούργια της δουλειά με ενθουσιασμό. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il negoziante affrontò il problema del taccheggio installando telecamere a circuito chiuso. Ο καταστηματάρχης αντιμετώπισε το πρόβλημα των κλοπών από το μαγαζί του εγκαθιστώντας κλειστό κύκλωμα τηλεόρασης. |
τα βάζω με κτ/κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ha affrontato il management per cercare di migliorare le condizioni dei lavoratori. Τα έβαλε με τη διοίκηση σε μια προσπάθεια να βελτιώσει τις συνθήκες για τους εργαζόμενους. |
συμπλέκομαι με κπ/κτ
L'esercito affrontò il nemico. |
αντιμετωπίζω(un problema) (λύνω πρόβλημα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo dedicarci al problema dell'assenteismo. Πρέπει να θέσουμε επί τάπητος το πρόβλημα των συνεχών αδικαιολόγητων απουσιών. |
ασχολούμαι μεverbo transitivo o transitivo pronominale Affronterò quel problema più tardi. Per ora devo fare questo lavoro. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα ασχοληθώ με (or: Θα αντιμετωπίσω) αυτό το πρόβλημα αργότερα. Προς το παρόν πρέπει να δουλέψω. |
αντιμετωπίζω(ψάχνω λύση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Devi affrontare i tuoi problemi. Πρέπει να αντιμετωπίσεις τα προβλήματά σου. |
επιτίθεμαιverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha affrontato il problema con entusiasmo. |
αντιμετωπίζω(εχθρό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno affrontato il nemico al largo della Spagna. Αντιμετώπισαν τον εχθρό στα ανοιχτά της ακτής της Ισπανίας. |
αψηφώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Harry ha affrontato il brutto tempo e si è diretto ugualmente verso la cima della montagna. Ο Χάρι αψήφισε την κακοκαιρία και έβαλε μπρος για την κορυφή του βουνού ούτως ή άλλως. |
αντιστέκομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μιλάω σε κπverbo transitivo o transitivo pronominale Emily affrontò il marito per il fatto che beveva. |
αντεπεξέρχομαι σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Abbiamo affrontato la tempesta nella capanna. Υπομείναμε την τρικυμία στην καμπίνα. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha affrontato la situazione come se non fosse successo niente. Αντιμετώπισε την κατάσταση σαν να μη συνέβαινε τίποτα. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho affrontato il mio assalitore ed è fuggito. |
τα βάζω με κπ(καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) L'Inghilterra affronterà la Croazia nella finale dei mondiali. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se affronti i bulli, di solito poi ti lasciano stare. Αν αντιμετωπίσεις τους νταήδες, συνήθως σε αφήνουν ήσυχο μετά. |
αποδέχομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dobbiamo affrontare i fatti. Πρέπει να αποδεχτούμε τα γεγονότα. |
αντιμετωπίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo affrontato numerosi ostacoli durante il cammino. Αντιμετωπίσαμε πολλές δυσκολίες στο ταξίδι μας. |
αναλύω, συζητώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'articolo non affrontava nemmeno la questione principale. |
παλεύω με κτ(μεταφορικά) Il capitano aveva sfidato i mari per anni. |
μετάδοση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Τα κανάλια οφείλουν να είναι προσεκτικά σε ό,τι αφορά τη μετάδοση ευαίσθητων θεμάτων. |
αντιμέτωπος με(κάτι ή το να κάνω κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Non voglio avere a che fare con quel problema. |
υποβάλλομαι σε κτ
Non posso pensare di sottopormi volontariamente a un intervento di chirurgia estetica. |
αναφέρω, θίγω, θέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (argomento, soggetto) (ένα θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sono sicuro di come toccare con il mio datore di lavoro l'argomento del pagamento non pervenuto. |
λαμβάνω υπόψη(prendere atto di [qlcs]) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Pensavamo di battere facilmente l'altra squadra, ma non avevamo fatto i conti con il suo nuovo attaccante. |
ξεπερνάω, περνάωverbo transitivo o transitivo pronominale (con un veicolo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Stai attento a come affronti l'ultima curva della strada. Πρόσεξε πως θα περάσεις την τελευταία στροφή του δρόμου. |
προκαλώ κάποιον να κάνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Lo sfidai a ripetere l'insulto di fronte a me. Τον προκάλεσα να επαναλάβει την προσβολή στα μούτρα μου. |
αψηφώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il soldato ha sfidato la sorte e ne è uscito indenne. |
προσεγγίζω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Einstein approcciava i problemi in un modo unico. Ο Αϊνστάιν προσέγγιζε τα προβλήματα με μοναδικό τρόπο. |
αντιμετώπισηverbo intransitivo (letteratura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mi piace il modo in cui questo libro tratta dei bambini. |
έρχομαι αντιμέτωποςverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La squadra di Dartmouth incontrerà quella del Princeton per il campionato. Το Dartmouth θα έρθει αντιμέτωπο (or: θα αντιμετωπίσει) το Princeton για το πρωτάθλημα. |
-verbo transitivo o transitivo pronominale (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ha subito un processo per omicidio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Δικάστηκε για φόνο. |
θέτω επί τάπητος
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Questa questione deve essere affrontata immediatamente. Το θέμα πρέπει να τεθεί επί τάπητος άμεσα. |
χειρίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ho intenzione di trattare questa questione con serietà. |
αφορώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La mia presentazione riguarda gli effetti dell'alcol. |
εύκολοςaggettivo (di persona) (μεταφορικά: άνθρωπος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) C'è chi lo ritiene una persona difficile, ma per me è facile da affrontare. |
κάνω κανόverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Questo fine settimana Marc e i suoi amici affronteranno le rapide. |
αποδέχομαι τις συνέπειεςverbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per il momento facciamolo, penseremo dopo alle conseguenze. |
αντιμετωπίζω τις συνέπειες, αναλαμβάνω την ευθύνηverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Poteva solo andare a casa e affrontare le conseguenze. |
προσπαθώ σκληρά να κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποφεύγω το ζήτημαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντιμετωπίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Neil non aveva intenzione di affrontare il proprio capo per discutere la questione. Ο Νηλ δίσταζε να έρθει αντιμέτωπος με τον προϊστάμενό του για το πρόβλημα. |
ορθώνω το ανάστημά μου σε κπ/κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Kate affrontò la bulla dicendole ad alta voce di smetterla. Η Κέιτ όρθωσε το ανάστημά της στον τραμπούκο λέγοντάς του δυνατά να σταματήσει. |
κάνω κτ ξεδιάντροπα(informale) Invece di tenere un basso profilo finché lo scandalo non si fosse sopito, ha avuto la faccia tosta di dare diverse interviste in TV. |
κάνω κτ με ενθουσιασμό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φέρνω κπ αντιμέτωπο με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ursula affrontò l'amica con le prove del tradimento. Η Ούρσουλα έφερε αντιμέτωπη την φίλη της με αποδείξεις για την προδοσία της. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του affrontare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του affrontare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.