Τι σημαίνει το sistemare στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης sistemare στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του sistemare στο Ιταλικό.
Η λέξη sistemare στο Ιταλικό σημαίνει λύνω, βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτ, διορθώνω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώ, ξεκαθαρίζω, τοποθετώ, αλλάζω, διαμορφώνω, απλώνω, βάζω στη θέση του, φτιάχνω, συμμαζεύω, σταθεροποιώ, τοποθετώ, τοποθετώ, βάζω, στήνω, τακτοποιώ, στήνω, τακτοποιώ, καθαρίζω, λύνω, τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω, διορθώνω, φτιάχνω, οργανώνω, σχεδιάζω, προετοιμάζω, ετοιμάζω, οργανώνω, τακτοποιώ, γεμίζω, περιποιούμαι, φροντίζω, φτιάχνω, βάζω σε τάξη, αποθηκεύω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, στήνω, κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί, τοποθετώ, τοποθετώ, βάζω, τοποθετώ, βάζω, φτιάχνω, τακτοποιώ, βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη, τακτοποιώ τις εκκρεμότητες, συμβιβάζω μια κατάσταση, ταξινομώ αλφαβητικά, τακτοποιώ, συμμαζεύω, τα βρίσκω με κάποιον, τοποθετώ την μπάλα στον μικρό πάσσαλο, συνδυάζω κτ με κτ, κλείνω παλιούς λογαριασμούς, γεμίζω κτ με κτ, ντραπάρω, διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης sistemare
λύνω(πρόβλημα, θέμα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo sistemeremo adesso in questo istante. |
βάζω κτ σε τάξη, βάζω τάξη σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prima della sua morte, mio padre si assicurò di sistemare tutti i suoi affari. |
διορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il quadro sul muro è storto, puoi sistemarlo? Ο πίνακας στον τοίχο είναι στραβός. Σε παρακαλώ φτιάξ' τον. |
ετοιμάζω, προετοιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (approntare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha tirato fuori la scacchiera e ha sistemato i pezzi per una partita a scacchi. Έβγαλε τη σκακιέρα και ετοίμασε τα πιόνια για μια παρτίδα σκάκι. |
ρυθμίζω, τακτοποιώ, διευθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dopo la sua morte, suo figlio ha sistemato i suoi affari. Μετά τον θάνατό του ο γιος του διευθέτησε (or: τακτοποίησε) τις υποθέσεις του. |
ξεκαθαρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima dovranno sistemare il casino creato dall'amministrazione precedente. Πρώτα πρέπει να ξεκαθαρίσουν το μπέρδεμα που δημιουργήθηκε από την απερχόμενη διοίκηση. |
τοποθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il bambino è stato sistemato con una famiglia in un'altra città. |
αλλάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Fammi sistemare un po' lo schermo perché si veda meglio. |
διαμορφώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arredatore ha sistemato la stanza con gusto. |
απλώνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prima di fare la valigia per il viaggio dispose accuratamente i vestiti che voleva portare. Πριν φτιάξει τον σάκο του για το ταξίδι, έβγαλε προσεκτικά τα ρούχα που ήθελε να πάρει. |
βάζω στη θέση τουverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτιάχνω, συμμαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (για αντικείμενο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mia suocera verrà a cena così devo sistemare un po' la casa. |
σταθεροποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mark sistemò la scaletta mentre Laura ci saliva sopra. Ο Μαρκ κρατούσε σταθερή τη σκάλα, καθώς τη σκαρφάλωνε η Λόρα. |
τοποθετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prudence ha messo il vaso di fiori al centro del tavolo. // L'artista ha sistemato il suo modello nella posa esatta che desiderava dipingere. |
τοποθετώ, βάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (collocare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sistema i libri in ordine cronologico. |
στήνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il generale ha sistemato i cannoni sulle mura. |
τακτοποιώ, στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha messo gli scacchi al loro posto. |
τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
καθαρίζω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Dobbiamo fare pulizia prima che arrivino gli ospiti. Πρέπει να καθαρίσουμε πριν καταφτάσουν οι καλεσμένοι. |
λύνωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hanno risolto la loro disputa pacificamente. Διευθέτησαν (or: τακτοποίησαν) τις διαφορές τους ήρεμα. |
τακτοποιώ, ταξινομώ, κατατάσσω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha messo i libri in ordine alfabetico. Τακτοποίησε τα βιβλία με αλφαβητική σειρά. |
διορθώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
φτιάχνω(informale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Metteremo a posto il salotto con nuove tende e un nuovo tappeto. Ha dovuto rimettere a posto la casa per poterla vendere. Επισκεύασε το σπίτι της για να το πουλήσει. |
οργανώνω, σχεδιάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Julia voleva tornare a casa presto per organizzare i preparativi per la cena. Η Τζούλια σκόπευε να πάει σπίτι νωρίς για να οργανώσει τα του δείπνου. |
προετοιμάζω, ετοιμάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (riparare) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'equipaggio doveva sistemare la macchina per l'ultimo giorno del rally. |
οργανώνω, τακτοποιώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lucas sta sistemando i suoi libri. Ο Λούκα τακτοποιεί τα βιβλία του. |
γεμίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'impiegato del supermercato stava riempiendo gli scaffali quando Simon gli chiese in quale corridoio fosse il cioccolato. Ο υπάλληλος του σούπερ μάρκετ γέμιζε τα ράφια, όταν ο Σάιμον τον ρώτησε σε ποιον διάδρομο ήταν οι σοκολάτες. |
περιποιούμαι, φροντίζω, φτιάχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mentre Fred si spazzolava la barba Jane si vestiva. Όσο ο Φρεντ περιποείτο τα γένια του η Τζέιν ντυνόταν. |
βάζω σε τάξηverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mettete in ordine i fatti per supportare la vostra tesi. Βάλε σε τάξη τα γεγονότα για να υπερασπιστείς το επιχείρημά σου. |
αποθηκεύω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Abbiamo sistemato i libri vecchi in cantina. Αποθηκεύσαμε τα παλιά βιβλία στο υπόγειο. |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>verbo transitivo o transitivo pronominale Jane dovette insegnare agli studenti di scrittura come strutturare una lettera di accompagnamento. |
στήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha messo nell'appartamento una trappola per il topo. |
κάνω μιζανπλί, κάνω μιζαμπλί
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il parrucchiere ha acconciato i capelli della donna meravigliosamente. |
τοποθετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'antenna per la telefonia mobile è stata posizionata con molte polemiche vicino alla scuola. |
τοποθετώ, βάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'arbitro ha posizionato la palla troppo vicino alla meta dopo la punizione. |
τοποθετώ, βάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hal ha collocato la pistola saldamente nella sua custodia. |
φτιάχνω, τακτοποιώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
βάζω τάξη σε, βάζω σε τάξη(figurato) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Prima di imbarcarti in un'impresa così ambiziosa dovresti organizzare le cose. |
τακτοποιώ τις εκκρεμότητεςverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συμβιβάζω μια κατάσταση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταξινομώ αλφαβητικάverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τακτοποιώ, συμμαζεύωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τα βρίσκω με κάποιον
|
τοποθετώ την μπάλα στον μικρό πάσσαλοverbo transitivo o transitivo pronominale (golf) (γκολφ) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Scott stava sistemando la pallina sul tee quando ha sentito un grido provenire dall'altra parte del campo da golf. Ο Σκοτ ετοιμαζόταν για το εναρκτήριο λάκτισμα, όταν άκουσε μια κραυγή από την απέναντι πλευρά του γηπέδου. |
συνδυάζω κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale |
κλείνω παλιούς λογαριασμούςverbo transitivo o transitivo pronominale (eufemismo: vendicarsi) (μεταφορικά) |
γεμίζω κτ με κτverbo transitivo o transitivo pronominale (ράφι με προϊόντα) Maria stava riempiendo gli scaffali di scatolette di fagioli. Η Μαρία γέμιζε τα ράφια με κονσέρβες φασολιών. |
ντραπάρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) L'organizzatore ha sistemato la stoffa sul leggio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η σχεδιάστρια ντράπαρε το ύφασμα πάνω στην κούκλα για να ξεκινήσει τη νέα δημιουργία της. |
διευθετώ, κανονίζω, τακτοποιώ(κάτι με κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Non sarò contento finché non ho sistemato le cose con mio fratello. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του sistemare στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του sistemare
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.