Τι σημαίνει το originale στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης originale στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του originale στο Ιταλικό.
Η λέξη originale στο Ιταλικό σημαίνει πρωτότυπος, πρωτότυπος, πρωτότυπος, πρωτότυπος, πρότυπο, γνήσιος, αυθεντικός, εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος, master tape, πρωτότυπο, πρωτότυπο, πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργο, πρωτότυπο, πρωτότυπος, αρχικός, παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος, πρωτότυπος, καινοτόμος, επιδέξιος, ευφυής, πρωτότυπος, αντισυμβατικός, ευρηματικός, μεγαλοφυής, πανέξυπνος, ευρηματικός, κουλός, κουφός, προάγγελος, προπομπός, πρόδρομος, μεγάλου μήκους, νέος, καινούριος, αυθεντικός, γνήσιος, ξεκαρδιστικός, πρωτότυπο, πρωτότυπο, πρωτότυπο, μόνιμο πρόγραμμα του λογισμικού της ROM, δημιουργικά, κοινότοπος, κοινός, συνηθισμένος, επιδέξια, δεξιοτεχνικά, αρχική κατάσταση, προπατορικό αμάρτημα, αρχική έκδοση, η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή ταινίας, αμετάφραστος, πρωτότυπα, αρχική έκδοση, επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση, αυτούσιος, ακέραιος, πρωτότυπη τέχνη. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης originale
πρωτότυποςaggettivo (nuovo, personale) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Agli editori la storia è piaciuta perché originale. Στους εκδότες άρεσε η ιστορία επειδή ήταν πρωτότυπη. |
πρωτότυποςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fai delle copie del documento originale. Βγάλε αντίγραφα του πρωτότυπου εγγράφου. |
πρωτότυποςaggettivo (nuovo, creativo) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Ha apportato uno stile originale di pensiero al gruppo da tempo consolidato. Έφερε έναν πρωτότυπο τρόπο σκέψης στην ομάδα που συνεργάζεται χρόνια. |
πρωτότυποςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Avendo copiato la trama non ha potuto sostenere che il racconto fosse originale. Έχοντας αντιγράψει την πλοκή, δεν μπορούσε να ισχυρισθεί πως η ιστορία ήταν δική του δουλειά. |
πρότυποsostantivo maschile (persona unica) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Di rock star ce ne sono state molte, ma Elvis Presley era l'originale. |
γνήσιος, αυθεντικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'esperto confermò che il quadro era un Picasso originale. Ο ειδικός επιβεβαίωσε πως ο πίνακας ήταν ένας γνήσιος Πικάσσο. |
εκκεντρικός, ιδιόρρυθμος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mio zio è un po' eccentrico e ha sempre vissuto da solo. Ο θείος μου είναι λίγο ιδιόρρυθμος και ζούσε πάντα μόνος του. |
master tapesostantivo maschile (registrazioni, supporti di dati) (πρωτότυπο) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) Ho fatto una copia per stare tranquilli nel caso in cui l'originale venga distrutto o rubato. |
πρωτότυποsostantivo maschile Hai lasciato l'originale nella fotocopiatrice, dovresti starci attento. |
πρωτότυποsostantivo maschile (γραπτό κείμενο) |
πρωτότυπο έργο, αυθεντικό έργοsostantivo maschile |
πρωτότυποsostantivo maschile L'originale è chiuso in cassaforte, ma sono disponibili delle copie. Το πρωτότυπο του λογισμικού φυλάσσεται σε χρηματοκιβώτιο, αλλά αντίγραφα υπάρχουν παντού. |
πρωτότυπος, αρχικόςaggettivo (copia) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'originale del trattato fu conservato in un luogo neutrale. |
παράξενος, περίεργος, αλλόκοτος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Toby fa sempre cose strane: è molto bizzarro. Ο Τόμπυ πάντα κάνει περίεργα πράγματα. Είναι πολύ ιδιόρρυθμος. |
πρωτότυπος, καινοτόμος(ιδέα, προϊόν) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Le loro idee erano buone ma non particolarmente innovative. Οι ιδέες τους ήταν καλές αλλά όχι ιδιαίτερα καινοτόμες (or: πρωτότυπες). |
επιδέξιος, ευφυήςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Smith è un fine scrittore che sa come sviluppare una trama complessa. |
πρωτότυποςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
αντισυμβατικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ευρηματικός, μεγαλοφυής, πανέξυπνος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La sua idea geniale ci ha fatto risparmiare migliaia di dollari. Η μεγαλοφυής ιδέα της μας γλύτωσε χιλιάδες δολάρια. |
ευρηματικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) L'ingegnoso cantastorie incantò i bambini. |
κουλός, κουφόςaggettivo (αργκό, μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
προάγγελος, προπομπός, πρόδρομοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μεγάλου μήκουςaggettivo (film, libro: versione) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) |
νέος, καινούριοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Leslie è pieno di idee nuove. Η Λέσλι είναι γεμάτη καινούριες ιδέες. |
αυθεντικός, γνήσιοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il falso sembrava quasi autentico. |
ξεκαρδιστικόςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Richard dice delle cose divertentissime: è proprio originale! |
πρωτότυποsostantivo maschile A volte può essere difficile distinguere una copia dall'originale. Μερικές φορές είναι δύσκολο να ξεχωρίσεις το αντίγραφο από το πρωτότυπο. |
πρωτότυποsostantivo maschile Ho appena letto un romanzo ridotto, ma preferisco l'originale. Μόλις διάβασα ένα μυθιστόρημα σε συντομευμένη έκδοση, αλλά προτιμώ το πρωτότυπο. |
πρωτότυποsostantivo maschile (modello) Il ritratto faceva giustizia all'originale. Το πορτραίτο είναι αντάξιο του πρωτοτύπου. |
μόνιμο πρόγραμμα του λογισμικού της ROM(informatica) (Η/Υ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Queste funzioni sono incorporate nel firmware e difficili da aggiornare. |
δημιουργικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
κοινότοπος, κοινός, συνηθισμένοςaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Mi spiace dover dire che trovo tutti i suoi libri tremendamente banali. Λυπάμαι που το λέω, όμως βρίσκω όλα τα βιβλία του εξαιρετικά κοινότοπα (or: μπανάλ). |
επιδέξια, δεξιοτεχνικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αρχική κατάστασηsostantivo maschile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προπατορικό αμάρτημαsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αρχική έκδοσηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Il cinema presentò il film in lingua originale. |
η πρώτη ολοκληρωμένη εκδοχή ταινίαςsostantivo femminile (film) (το δεύτερο από τρία στάδια επεξεργασίας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αμετάφραστοςlocuzione aggettivale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρωτότυπα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ερμήνευσε το γνωστό τραγούδι πολύ πρωτότυπα. |
αρχική έκδοσηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Preferisco la versione originale del film. |
επανέρχομαι γρήγορα σε πρότερη κατάσταση
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αυτούσιος, ακέραιος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πρωτότυπη τέχνηsostantivo femminile (τεχνική) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του originale στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του originale
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.