Τι σημαίνει το pesto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης pesto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pesto στο Ιταλικό.

Η λέξη pesto στο Ιταλικό σημαίνει χτυπάω, κοπανάω, ποδοπατάω, τσαλαπατάω, σφυροκοπώ, χτυπάω, χτυπώ, πατάω, σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο, χτυπάω, χτυπάω, χτυπώ, σπάω, χτυπώ, βαρώ, βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ, δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ, πατάω, πατώ, χτυπάω, χτυπώ, επιτίθεμαι, δέρνω, χτυπάω, χτυπώ, χτυπάω, δέρνω, χτυπάω, ποδοπατώ, τσαλαπατώ, πατάω, πατώ, πολτοποιώ, πατάω, πέστο, πρησμένος, διατηρώ φρούδες ελπίδες, ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου, μπαίνω στα χωράφια κπ, πατάω, πατώ, χτυπάω το πόδι μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης pesto

χτυπάω, κοπανάω

(informale: picchiare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ποδοπατάω, τσαλαπατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per fare il vino alla vecchia maniera si pesta l'uva con i piedi.

σφυροκοπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il detentore del titolo sta pestando lo sfidante.

χτυπάω, χτυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pestate le erbe prima di aggiungerle all'impasto.

πατάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (για να συμπιέσω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπάζω στο ξύλο, σπάω στο ξύλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Un gruppo di giovani ha picchiato Henry.
Μια ομάδα νέων έσπασε στο ξύλο (or: πλάκωσε) τον Χένρι.

χτυπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il battitore colpì la palla con tutta la sua forza.

χτυπάω, χτυπώ

verbo intransitivo (figurato: su tastiera)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La segretaria martellava sui tasti cercando di finire la relazione in tempo per spedirla in posta.

σπάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha schiacciato la nocciola per romperla in molti pezzi.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το εμπορευματοκιβώτιο έπεσε πάνω σε δύο αμάξια και τα συνέτριψε.

χτυπώ, βαρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ralphie finalmente ebbe la sua vendetta quando picchiò il bullo della scuola.

βαράω, βαρώ, κοπανάω, κοπανώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Η Λυδία χτυπούσε την πόρτα, απαιτώντας να μπει μέσα.

δίνω κλοτσιά σε κπ, ρίχνω κλοτσιά σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πατάω, πατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dei lavoranti calpestano l'uva per fare il vino.

χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Presto! Schiaccia quell'ape prima che mi punga!

επιτίθεμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέρνω, χτυπάω, χτυπώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δέρνω, χτυπάω

(κάποιον άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Έφαγε ξύλο από μια συμμορία νεαρών.

ποδοπατώ, τσαλαπατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Qualcuno ha calpestato le mie aiuole.
Κάποιος τσαλαπάτησε τα λουλούδια στα παρτέρια μου.

πατάω, πατώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lo stupidone non guardava dove andava e mi ha calpestato un piede!
Ο πανίβλακας δεν κοίταζε που πήγαινε και μου πάτησε το πόδι!

πολτοποιώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen ha schiacciato le patate nella pentola.
Η Κάρεν έκανε πουρέ τις πατάτες μέσα στην κατσαρόλα.

πατάω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ho calpestato il fango fuori di casa.
Πάτησα στις λάσπες έξω από το σπίτι.

πέστο

sostantivo maschile (cucina)

πρησμένος

aggettivo (livido)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
L'occhio del pugile è gonfio a causa di un gancio destro infertogli dall'avversario.

διατηρώ φρούδες ελπίδες

(figurato, colloquiale, idiomatico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ho cercato di convincerlo a venire con noi, ma è stato come pestare l'acqua nel mortaio.

ξυλοκοπώ κπ/κτ μέχρι θανάτου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I ladri hanno picchiato l'uomo a morte per rubargli il portafoglio.

μπαίνω στα χωράφια κπ

(figurato) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πατάω, πατώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χτυπάω το πόδι μου

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il bambino pestò i piedi per mostrare la sua impazienza.
Το μικρό αγόρι χτύπησε το πόδι του για να δείξει την ανυπομονησία του.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pesto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.