Τι σημαίνει το ricerca στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης ricerca στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ricerca στο Ιταλικό.

Η λέξη ricerca στο Ιταλικό σημαίνει έρευνα, αναζήτηση, περιπέτεια, έρευνα, αναζήτηση, αναζήτηση, έρευνα, αναζήτηση, αναζήτηση, έρευνα, έρευνα, αναζήτηση, εξερεύνηση, έρευνα, ψάρεμα, ανίχνευση, αναζήτηση, εργασία, ανάλυση, καταζητώ, εξετάζω, ερευνώ, εξετάζω καλύτερα, εμβαθύνω, ελέγχω, ερευνώ, ελέγχω, εξερευνώ, βρίσκω, ψάχνω, σκαλίζω για κτ, στρατολογώ, αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ, φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης, που ανιχνεύει τη θερμότητα, που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή, σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω, διδακτορικό, ρακοσυλλέκτης σε παραλία, τροφοσυλλέκτης, -, διδακτορικό, αναζήτηση πλούσιου γαμπρού, έρευνα αγοράς, επιχειρησιακή έρευνα, φιλοσοφικό ερώτημα, ερευνητικό κέντρο, κέντρο ερευνών, εργαστήριο, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα, ερευνητική μονογραφία, ερευνητικός δορυφόρος, αποστολή αναζήτησης, εξερεύνηση του διαστήματος, έρευνα, μηχανή αναζήτησης, απευθείας πρόσληψη, αναζήτηση κατοικίας, ανάκτηση εικόνων, αναζήτηση εργασίας, εργαστηριακή έρευνα, επιδίωξη της ευτυχίας, αναζήτηση της ευτυχίας, ερευνητική πρόταση, περιοχή έρευνας, τεχνολογική νοημοσύνη, χόμπι, μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών, καιροσκόπος, αναζήτηση νέος συνεργατών, αναζήτηση εργασίας, έρευνα και ανάπτυξη, ο αναζητών εργασία, έρευνα και ανάπτυξη, αναζήτηση τροφής, Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών, ερευνητικός σταθμός, αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης, ευρήματα της έρευνας, συμπεράσματα της έρευνας, σε αναζήτηση, σε αναζήτηση, σε αναζήτηση, πάω να ψάξω, πάω να βρω, ψάχνω βελόνα στα άχυρα, αναζητώ, ψάχνω, αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφή, ψάχνω τροφή, ψάχνω, αναζητώ, που αναζητά τροφή, για αναζήτηση εργασίας, που επιδιώκει την ευχαρίστηση, που κυνηγά την ευχαρίστηση, που αναζητά την ευχαρίστηση, διδακτορικό, επιτόπια μελέτη, διδάκτωρ, σε αναζήτηση, απλώνω τα δίχτυα μου παντού, αναζητώ, ψάχνω, επιδιώκω, επιζητώ, ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες, εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω, διδάκτωρ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης ricerca

έρευνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo scienziato sta facendo ricerca.
Ο επιστήμονας διεξάγει έρευνα.

αναζήτηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Siamo tutti alla ricerca della felicità.
Όλοι ασχολούμαστε με την αναζήτηση της ευτυχίας.

περιπέτεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il cavaliere partì per la sua ricerca in compagnia solo del suo destriero.
Ο ιππότης έφυγε για την εκστρατεία με μοναδική συντροφιά το πιστό του άλογο.

έρευνα

sostantivo femminile (articolo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Secondo questa ricerca, le formiche sono più intelligenti dei beduini.

αναζήτηση

sostantivo femminile (cercare [qlcs])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il dizionario online sta andando bene: il numero di ricerche è salito del 200 per cento nell'ultimo anno.

αναζήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quando incontrò David, James sentì che finalmente la sua lunga ricerca della felicità era terminata.
Όταν ο Τζέιμς γνώρισε τον Ντέιβιντ, ένιωσε ότι το κυνήγι της ευτυχίας είχε φτάσει επιτέλους στο τέλος του.

έρευνα, αναζήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ricerca di suo fratello non è terminata.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ήθελε τόσο πολύ να βρει τα έγγραφα, που συνέχισε το ψάξιμο όλη τη νύχτα.

αναζήτηση

(su internet)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ricerca di Emma di immagini di allunaggi ha dato molti risultati.
Η αναζήτηση της Έμμα για φωτογραφίες των προσεληνώσεων είχε πολλά αποτελέσματα.

έρευνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le nostre ricerche mostrano che la malattia è genetica.
Οι έρευνές μας έδειξαν ότι η ασθένεια είναι γενετική.

έρευνα

(επιστημονική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Una recente ricerca ha rivelato che la discriminazione è ancora diffusa in molti luoghi di lavoro.

αναζήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il divertimento di raccogliere frutti di bosco sta proprio nella ricerca!
Το πιο διασκεδαστικό κομμάτι στο μάζεμα των άγριων μούρων είναι το ψάξιμο!

εξερεύνηση, έρευνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ψάρεμα

(μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La sua continua ricerca di informazioni ci dava fastidio.

ανίχνευση, αναζήτηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La ricerca degli ufficiali della polizia sfortunatamente non è servita a ritrovare il bambino scomparso.

εργασία

(università)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La consegna della tesina di storia è lunedì.

ανάλυση

(αποτελέσματα εξέτασης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nostra analisi rivela che il procedimento è efficace.
Η ανάλυσή μας δείχνει ότι η διαδικασία είναι αποτελεσματική.

καταζητώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (passivo: criminale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli amici di Linda furono sorpresi quando scoprirono che era ricercata dalla polizia.

εξετάζω, ερευνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia ha esaminato la scena del crimine.
Η αστυνομία ερεύνησε τον τόπο του εγκλήματος.

εξετάζω καλύτερα

εμβαθύνω

(figurato) (σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Era impaziente di immergersi negli antichi archivi scoperti nel monastero.
Ανυπομονούσε να μελετήσει τα παμπάλαια αρχεία που ανακαλύφθηκαν στο μοναστήρι.

ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ann ha controllato che il documento non contenesse errori prima di stamparlo.
Η Άννα έλεγξε το έγγραφο για λάθη πριν το εκτυπώσει.

ερευνώ, ελέγχω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ερευνούμε πτήσεις με έκπτωση για Λονδίνο.

εξερευνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Οι χαρακτήρες των μεσαιωνικών ρομάντζων πάντοτε ταξιδεύουν και πολεμούν.

βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sta cercando le chiavi.
Ψάχνει τα κλειδιά του.

σκαλίζω για κτ

(μεταφορικά, καθομ)

στρατολογώ

(candidati per un lavoro) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναζητώ κτ/κπ, ψάχνω κτ/κπ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Sto cercando un nuovo fornitore di servizi: chi mi consigliereste?

φιλικός προς τις μηχανές αναζήτησης

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που ανιχνεύει τη θερμότητα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκοπεύω να αγοράσω, ψάχνω να αγοράσω, θέλω να αγοράσω

verbo intransitivo (per acquistare)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se siete alla ricerca di un nuovo computer portatile, questi sono i migliori cinque secondo noi.

διδακτορικό

sostantivo maschile (πτυχίο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Da quale ente ha ricevuto il suo dottorato di ricerca?
Από ποιο πανεπιστήμιο πήρες το PhD σου;

ρακοσυλλέκτης σε παραλία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τροφοσυλλέκτης

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

-

sostantivo femminile (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Lo sceriffo fu mandato a una ricerca senza speranza del fuggiasco.
Έστειλαν τον σερίφη να βρει τον δραπέτη αν και ήταν μάταιο. Το να προσπαθήσω να βρω τα χαρτιά αποδείχτηκε ότι ήταν σαν να ψάχνω ψύλλους στα άχυρα.

διδακτορικό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Lei oltre alla laurea ha anche il dottorato.

αναζήτηση πλούσιου γαμπρού

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I suoi amici criticavano la sua tendenza a cercare uomini facoltosi.

έρευνα αγοράς

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Recenti ricerche di mercato hanno mostrato la tendenza dei consumatori a preferire merce economica.

επιχειρησιακή έρευνα

sostantivo femminile

φιλοσοφικό ερώτημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La natura della coscienza è stato il tema della ricerca filosofica fin dai tempi di Aristotele.

ερευνητικό κέντρο, κέντρο ερευνών, εργαστήριο

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

έντυπο υλικό που χρησιμοποιείται σε έρευνα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ερευνητική μονογραφία

sostantivo femminile

Sto leggendo una monografia di ricerca sulla "lingua" delle api.

ερευνητικός δορυφόρος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αποστολή αναζήτησης

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξερεύνηση του διαστήματος

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρευνα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Smithers è in Amazzonia per condurre una ricerca sul campo sulle specie in via di estinzione. La sua ricerca sul campo confermò la sua tesi accademica sullo sviluppo economico.

μηχανή αναζήτησης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Digita una parola chiave nel tuo motore di ricerca e vedi i risultati.
Γράψε μια λέξη κλειδί στη μηχανή αναζήτησής σου και δες τα αποτελέσματα.

απευθείας πρόσληψη

(personale) (διαδικασία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Dopo un tirocinio soddisfacente alla Flapjack Inc., Julia è stata assunta per chiamata diretta dopo l'università.

αναζήτηση κατοικίας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανάκτηση εικόνων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αναζήτηση εργασίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

εργαστηριακή έρευνα

επιδίωξη της ευτυχίας, αναζήτηση της ευτυχίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Molti sentono che la ricerca della felicità non è l'unico scopo della vita.

ερευνητική πρόταση

sostantivo femminile

περιοχή έρευνας

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τεχνολογική νοημοσύνη

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

χόμπι

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

μεταπτυχιακός τίτλος σπουδών

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καιροσκόπος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αναζήτηση νέος συνεργατών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αναζήτηση εργασίας

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

έρευνα και ανάπτυξη

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mio fratello lavora nel settore ricerca e sviluppo di una grande azienda della Silicon Valley.

ο αναζητών εργασία

sostantivo femminile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έρευνα και ανάπτυξη

sostantivo plurale maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναζήτηση τροφής

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

Συμβούλιο Ιατρικών Ερευνών

(Regno Unito: ente pubblico)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ερευνητικός σταθμός

αναζήτηση της ευχαρίστησης, επιδίωξη της ευχαρίστησης

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ευρήματα της έρευνας, συμπεράσματα της έρευνας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σε αναζήτηση

(με γενική)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Eravamo in giro alla ricerca di cibo caldo ed economico.

σε αναζήτηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

σε αναζήτηση

preposizione o locuzione preposizionale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I marinai salpano alla ricerca del tesoro.

πάω να ψάξω, πάω να βρω

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Richard andò alla ricerca del gatto sparito.

ψάχνω βελόνα στα άχυρα

verbo intransitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia è alla ricerca di un pericoloso criminale evaso di prigione.

αναζητώ τροφή, συλλέγω τροφή

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I maiali selvatici vanno alla ricerca di cibo vicino al percorso per escursionisti, quindi fai attenzione.

ψάχνω τροφή

verbo intransitivo (nei rifiuti)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le volpi che vivono nelle città rovistano nei sacchi dell'Immondizia alla ricerca di cibo.
Οι αλεπούδες στις πόλεις ψάχνουν τροφή σε σακούλες απορριμμάτων.

ψάχνω, αναζητώ

verbo intransitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ero a caccia delle chiavi, ma queste non saltavano fuori. Gli investigatori erano alla ricerca dell'indizio che avrebbe finalmente risolto il crimine.
Έψαχνα τα κλειδιά αλλά δεν τα βρήκα. Οι ντετέκτιβ αναζητούσαν (or: έψαχναν) το στοιχείο που τελικά θα έλυνε το έγκλημα.

που αναζητά τροφή

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

για αναζήτηση εργασίας

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που επιδιώκει την ευχαρίστηση, που κυνηγά την ευχαρίστηση, που αναζητά την ευχαρίστηση

locuzione aggettivale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διδακτορικό

sostantivo maschile (σπουδές)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Sta facendo un dottorato di ricerca a Loughborough.

επιτόπια μελέτη

sostantivo maschile

διδάκτωρ

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σε αναζήτηση

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απλώνω τα δίχτυα μου παντού

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αναζητώ, ψάχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beth è sempre alla ricerca di promozioni al supermercato.

επιδιώκω, επιζητώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È alla ricerca di fama e fortuna.
Επιδιώκει να έχει δόξα και να κάνει περιουσία.

ψάχνω μάταια, κυνηγώ χίμαιρες

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
John è abbastanza bruttino, ma è sempre a caccia di belle ragazze.
Ο Τζον είναι μάλλον άσχημος, αλλά πάντα ψάχνει μάταια για όμορφα κορίτσια.

εντοπίζω, βρίσκω, ανακαλύπτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo la valanga, i cani hanno fiutato alla ricerca degli sciatori sepolti.

διδάκτωρ

(ακαδημαϊκός τίτλος)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Η κεντρική ομιλήτρια είναι η Ρέιτσελ Φάιν, κάτοχος διδακτορικού τίτλου.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ricerca στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.