Τι σημαίνει το minore στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης minore στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του minore στο Ιταλικό.

Η λέξη minore στο Ιταλικό σημαίνει μικρότερος, μικρός, ελάσσονα, ελάσσων, ελάσσονα, μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος, μικρότερος, μικρός, ανήλικος, ανήλικος, μικρότερος, λιγότερο σημαντικός, νεότερος, μικρότερος, μικρός, ελάσσων, ελάσσων, ο νεότερος, ο μικρότερος, μικρότερος, ανήλικος, ανήλικη, λιγότερος, μικρός, μικρότερος, κατώτερος, κατώτατος, δευτερεύων, νεαρός, νεότερος, μικρότερος, κάτω του φυσιολογικού, πταίσμα, πλημμέλημα, ανηλικιότητα, μικρολεπτομέρεια, δεύτερη κατηγορία, ελλάσσων πρόταση, δεύτερος ρόλος, Μικρή Άρκτος, μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή, μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή, πλημμελήματα, πταίσματα, δευτερεύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, ελάσσονας τόνος, oυρά της μικρής άρκτου, ελάχιστος, λιγότερος από, μικρότερος από, κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς, μικρότερος, λιγότερος, παιδική κακοποίηση, λιγότερος, το να ζω με ανάδοχη οικογένεια, το μη χείρον βέλτιστον. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης minore

μικρότερος, μικρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A causa del gran numero di feriti, il medico dovette ignorare le ferite minori.
Ο γιατρός πρέπει να αγνοήσει τα μικρότερα τραύματα γιατί τόσοι πολλοί άνθρωποι είχαν χτυπήσει.

ελάσσονα

aggettivo (musica) (νότα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La melodia si abbassò di un tono minore.
Η μελωδία κατέβαινε σε μια ελάσσονα νότα.

ελάσσων

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il pianista suonava in chiave minore.

ελάσσονα

aggettivo (musica)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Rispetto a Shaun, Tom intonò la nota minore.

μικρός, ελαφρύς, ασήμαντος

aggettivo invariabile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Si tratta di una questione minore. Ci sono cose più importanti a cui pensare.
Αυτό είναι δευτερεύον θέμα. Έχουμε πιο σημαντικά πράγματα να σκεφτούμε.

μικρότερος, μικρός

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il giocatore di baseball ha avuto successo nelle divisioni inferiori.
Ο παίχτης του μπέιζμπολ ήταν επιτυχημένος στα μικρότερα πρωταθλήματα.

ανήλικος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Aaron è stato arrestato per aver fatto sesso con una minorenne.
Ο Άαρον συνελήφθη γιατί έκανε σεξ με μια ανήλικη.

ανήλικος

sostantivo maschile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Erin non poteva acquistare alcolici perché era ancora minorenne.
Η Έριν δεν επιτρεπόταν να αγοράσει αλκοόλ γιατί ήταν ακόμη ανήλικη.

μικρότερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Poiché quella di Cheope è la più famosa poche persone visitano le altre piramidi minori.
Επειδή η Μεγάλη Πυραμίδα είναι τόσο γνωστή, δεν είναι και πολλοί αυτοί που επισκέπτονται τις μικρότερες πυραμίδες της Αιγύπτου.

λιγότερο σημαντικός

aggettivo

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
Tom ha deciso di fissare delle priorità e di lasciare i problemi minori per dopo.
Ο Τομ αποφάσισε να βάλει προτεραιότητες και να αφήσει τα λιγότερο σημαντικά προβλήματα για αργότερα.

νεότερος, μικρότερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Il mio fratello minore è andato a vivere in Australia.
Ο μικρότερος αδελφός μου μετακόμισε στην Αυστραλία.

μικρός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ben ha portato la sorella minore a scuola.
Ο Μπεν πήγε τη μικρή του αδελφή στο σχολείο.

ελάσσων

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ελάσσων

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ο νεότερος, ο μικρότερος

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quale delle sorelle gemelle è la minore?
Ποια από τις δίδυμες αδερφές είναι η μικρότερη;

μικρότερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Inserisci la somma delle tue cifre oppure 1.000 $, qualunque sia la minore.
Καταχώρισε το άθροισμα των ποσών ή 1.000 δολάρια: όποιο από τα δύο είναι μικρότερο.

ανήλικος, ανήλικη

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Jerry non ha pagato come un adulto perché era ancora minorenne.

λιγότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hai meno lavoro di me.
Εσύ έχεις λιγότερη δουλειά από εμένα.

μικρός, μικρότερος

(informale)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ho tre fratelli piccoli e una sorella grande.
Έχω τρεις μικρούς (or: μικρότερους) αδερφούς και μια μεγάλη αδερφή.

κατώτερος

(σε ιεραρχία)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Δεν είσαι υποχρεωμένος να χαιρετάς έναν κατώτερο αξιωματικό.

κατώτατος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Questo è il nostro prezzo più basso.
Το υπαλληλικό προσωπικό παίρνει τους πιο χαμηλούς μισθούς στην εταιρεία. Αυτή είναι η κατώτατη τιμή μας.

δευτερεύων

aggettivo

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Ci occuperemo di questi temi minori un'altra volta.
Θα αντιμετωπίσουμε αυτές τις δευτερεύουσες υποθέσεις μια άλλη φορά.

νεαρός

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
I giovani furono messi in prigione per il crimine, ma erano troppo giovani per la sentenza massima.

νεότερος, μικρότερος

aggettivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Seth è più giovane di Amy di un anno. Mio fratello Alec è più piccolo di me di cinque anni.

κάτω του φυσιολογικού

aggettivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La qualità di questa relazione è più bassa del normale; non è accettabile.

πταίσμα, πλημμέλημα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il giovane era grato di essere stato accusato solo di un reato minore.

ανηλικιότητα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μικρολεπτομέρεια

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Cerchiamo di non perderci in dettagli insignificanti.

δεύτερη κατηγορία

sostantivo femminile (sport) (ΗΠΑ, αθλητισμός)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È un calciatore professionista ma milita in una lega minore.

ελλάσσων πρόταση

sostantivo femminile (λογική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δεύτερος ρόλος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Μικρή Άρκτος

sostantivo femminile (costellazione)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'Orsa Minore è una costellazione del cielo settentrionale.

μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Andrò all'università il prossimo anno ma mia sorella minore è ancora alle elementari.

μικρότερη αδερφή, μικρή αδερφή

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Mia sorella minore è nata tre anni dopo di me. HO un fratello maggiore e una sorella minore.
Η μικρή αδερφή μου γεννήθηκε τρία χρόνια μετά από μένα. Έχω ένα μεγάλο αδερφό και μια μικρή αδερφή.

πλημμελήματα, πταίσματα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Ha diverse condanne per reati minori.

δευτερεύον δίπλωμα ευρεσιτεχνίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ελάσσονας τόνος

sostantivo femminile (musica)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

oυρά της μικρής άρκτου

(costellazione)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ελάχιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cerchiamo costantemente di provocare il minor numero possibile di vittime civili.
Πασχίζουμε διαρκώς να έχουμε τις ελάχιστες δυνατές απώλειες αμάχων.

λιγότερος από, μικρότερος από

aggettivo (matematica) (για ποσότητες, μέγεθος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cinque è minore di sette.
Έφαγε λιγότερο από τον αδερφό της. Το πέντε είναι μικρότερο από το τρία.

κάτω από τους μισούς, λιγότεροι από τους μισούς

aggettivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μικρότερος, λιγότερος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Il gruppo di Richard ha il maggior numero di componenti, quello di Sally invece il minore.

παιδική κακοποίηση

Non provvedere alle esigenze primarie di un bambino è una forma di abbandono di minore.

λιγότερος

sostantivo maschile

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Entrambi i fratelli possiedono grandi patrimoni, ma il patrimonio del fratello maggiore è il minore dei due.
Και οι δυο αδελφοί έχουν μεγάλες περιουσίες, αλλά η περιουσία του μεγαλύτερου είναι η μικρότερη των δυο.

το να ζω με ανάδοχη οικογένεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Durante il periodo di affidamento, William visse in dieci famiglie diverse.

το μη χείρον βέλτιστον

sostantivo maschile (figurato)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του minore στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.