Τι σημαίνει το malattia στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης malattia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του malattia στο Ιταλικό.

Η λέξη malattia στο Ιταλικό σημαίνει ασθένεια, αρρώστια, αρρώστια, ασθένεια, πάθηση, αναρρωτική, αναρρωτική άδεια, ασθένειες, διαταραχή, αρρώστια, ασθένεια, ασθένεια, πάθηση, νόσος, αδυναμία, ασθένεια, πρόβλημα, δεινό, βάσανο, διαταραχή, πάθηση, ψυχοπάθεια, πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων, ηπατική νόσος, γεμάτος αρρώστιες, στα εύκολα και στα δύσκολα, εκτός εργασίας, ξεκόλλα, τρέλα, πανώλη, αφροδίσιο, χρόνια πάθηση, οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια, ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων, ασθένεια του αίματος, καρδιαγγειακή πάθηση, χρόνιο νόσημα, ασθένεια του κυκλοφορικού, νόσος των δυτών, εκφυλιστική ασθένεια, οστεοαρθρίτιδα, πρόληψη ασθενειών, ασθένεια του γαστρεντερικού συστήματος, καρδιοπάθεια, κληρονομική ασθένεια, λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος, λοιμώδης μονοπυρήνωση, νεφροπάθεια, διανοητική διαταραχή, διανοητική διαταραχή, υπερθυρεοειδισμός, φυτασθένεια, αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια, κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων, επίδομα ασθενείας, δερματική ασθένεια, εγκεφαλίτιδα, αφροδίσιο νόσημα, αφροδίσιο νόσημα, γενετική διαταραχή, τοπική νόσος, πνευμονοπάθεια, υδατογενής νόσος, βορρελίωση, ανίατη ασθένεια, ίωση, ασθένεια του ύπνου, τρυπανοσωμίαση, αιφνίδιο εξάνθημα, άδεια από τη σημαία, ιατρική βεβαίωση ασθενείας, νόσος των δυτών, ασθένεια, κουραβελτόσημο, χαρτί γιατρού, αναρρωτική. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης malattia

ασθένεια, αρρώστια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questa malattia ha ucciso tre persone il mese scorso.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η αντιμετώπιση των χρόνιων παθήσεων δεν είναι εύκολη υπόθεση.

αρρώστια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A causa di una malattia che girava nella scuola la mamma di Gary decise di tenerlo a casa per una settimana.
Κυκλοφορούσε μια ασθένεια στο σχολείο και έτσι η μαμά του Γκάρι τον κράτησε σπίτι για μια εβδομάδα.

ασθένεια, πάθηση

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Da bambina Cynthia è stata ricoverata per varie malattie.

αναρρωτική

sostantivo femminile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

αναρρωτική άδεια

sostantivo femminile (permesso lavorativo)

La maestra di Freddy è in malattia da tre settimane o più.
Ο δάσκαλος του Φρέντυ λείπει με αναρρωτική άδεια εδώ και τρεις εβδομάδες ή και περισσότερο.

ασθένειες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Migliaia di persone in Africa sono morte di malattia.

διαταραχή

sostantivo femminile (ψυχιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua malattia mentale è passata dopo le visite degli psicologi.

αρρώστια, ασθένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Tutti gli abitanti del villaggio soffrivano di una strana malattia.

ασθένεια, πάθηση, νόσος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La nonna di Kelly soffre di un'indisposizione sconosciuta.
Η γιαγιά της Κέλι πάσχει από μια άγνωστη νόσο (or: ασθένεια).

αδυναμία, ασθένεια

(figurato: malattia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πρόβλημα, δεινό, βάσανο

(figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il cupo poeta soffriva di un male dell'anima.

διαταραχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli esami hanno confermato il tipo di disturbo di cui soffre il paziente.
Οι εξετάσεις επιβεβαίωσαν τον τύπο της διαταραχής απ' τον οποίο έπασχε ο ασθενής.

πάθηση

(malattia)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha un disturbo cardiaco.
Πάσχει από καρδιοπάθεια.

ψυχοπάθεια

(ψυχική διαταραχή)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

πνευμονοκονίωση των ανθρακωρύχων

(formale)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
I lavoratori delle miniere di carbone sono soggetti ad antracosi a causa dell'inalazione di polvere di carbone.

ηπατική νόσος

γεμάτος αρρώστιες

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στα εύκολα και στα δύσκολα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

εκτός εργασίας

avverbio

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

ξεκόλλα

(colloquiale) (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
E così ti ha lasciato. Non farne un dramma! C'è di molto meglio in giro, dammi retta.
Σε άφησε λοιπόν. Ξέχνα το. Έτσι κι αλλιώς υπάρχουν πολλοί καλύτεροι άντρες.

τρέλα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Dopo quell'esperienza terribile Walter è stato preso dalla pazzia e hanno dovuto internarlo.

πανώλη

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφροδίσιο

sostantivo femminile

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Il marito di Irene aveva contratto una malattia venerea in seguito ad una relazione adulterina.

χρόνια πάθηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Janine soffre di un tipo di malattia cronica.

οξεία ασθένεια, δριμεία ασθένεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ζωική ασθένεια, ασθένεια των ζώων

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La tubercolosi è una malattia animale che si riscontra spesso nei bovini.

ασθένεια του αίματος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'anemia falciforme è una malattia del sangue.

καρδιαγγειακή πάθηση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

χρόνιο νόσημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il medico dice che ci sono dei medicinali per curare le malattie croniche.

ασθένεια του κυκλοφορικού

(ιατρικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il colesterolo può essere la causa di gravi patologie circolatorie.

νόσος των δυτών

sostantivo femminile (immersioni subacquee)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I sub devono risalire lentamente per evitare la malattia da decompressione.

εκφυλιστική ασθένεια

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
È affetto da una malattia degenerativa molto rara.

οστεοαρθρίτιδα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La patologia degenerativa delle articolazioni di Phil è arrivata a uno stadio tale che bisogna aiutarlo a vestirsi.

πρόληψη ασθενειών

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La prevenzione della malattia è fondamentale per impedire il diffondersi del virus.

ασθένεια του γαστρεντερικού συστήματος

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I viaggiatori di solito bevono acqua imbottigliata per ridurre il rischio di malattie gastrointestinali.

καρδιοπάθεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Oggigiorno le malattie cardiache sono un grosso problema nel mondo occidentale.
Στον σύγχρονο δυτικό κόσμο οι καρδιακές παθήσεις αποτελούν ένα σοβαρό πρόβλημα υγείας.

κληρονομική ασθένεια

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La fibrosi cistica è una delle malattie ereditarie più comuni nell'Europa occidentale.

λοιμώδης ασθένεια, μεταδοτική νόσος

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non lavarsi le mani può causare il diffondersi di qualche malattia infettiva.

λοιμώδης μονοπυρήνωση

sostantivo femminile (informale: mononucleosi)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

νεφροπάθεια

sostantivo femminile (ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I pazienti affetti da malattie renali spesso traggono beneficio dalla dialisi.

διανοητική διαταραχή

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Le malattie mentali rientrano nella sfera d'azione della psichiatria.

διανοητική διαταραχή

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Nelle società più arretrate la malattia mentale è ancora spesso considerata motivo di imbarazzo.

υπερθυρεοειδισμός

sostantivo femminile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

φυτασθένεια

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναπνευστική νόσος, αναπνευστική ασθένεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Lo smog fu un fattore che contribuì alla sua malattia respiratoria. Aveva una malattia respiratoria che gli faceva mancare il fiato.
Η αιθαλομίχλη ήταν επιβαρυντικός παράγοντας για την αναπνευστική του ασθένεια.

κατάσταση ή κατάλογος ασθενούντων

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επίδομα ασθενείας

sostantivo femminile (permesso lavorativo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ho già usato tutta la mia malattia retribuita per quest'anno finanziario.

δερματική ασθένεια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εγκεφαλίτιδα

(ιατρική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αφροδίσιο νόσημα

sostantivo femminile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αφροδίσιο νόσημα

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I test clinici indicarono che aveva contratto una malattia venerea.

γενετική διαταραχή

sostantivo femminile

A causa della sua malattia genetica, Mary ha ricevuto attenzioni educative speciali.

τοπική νόσος

sostantivo femminile

πνευμονοπάθεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

υδατογενής νόσος

sostantivo femminile

βορρελίωση

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ανίατη ασθένεια

sostantivo femminile

ίωση

(ασθένεια)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Έχει ίωση και έμεινε στο σπίτι.

ασθένεια του ύπνου, τρυπανοσωμίαση

(ιατρική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αιφνίδιο εξάνθημα

άδεια από τη σημαία

sostantivo femminile (congedo per malattia) (καθομιλουμένη, μτφ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ιατρική βεβαίωση ασθενείας

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

νόσος των δυτών

sostantivo femminile

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Arthur ha avuto la malattia da decompressione dopo l'immersione.

ασθένεια

sostantivo femminile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Larry aveva una malattia mentale che gli rendeva difficile parlare.

κουραβελτόσημο

sostantivo femminile (αργκό: αφροδίσιο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ti ricordi il tipo con cui uscivo l'anno scorso? Mi ha trasmesso una malattia venerea.

χαρτί γιατρού

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναρρωτική

sostantivo maschile

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του malattia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.