Τι σημαίνει το però στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης però στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του però στο Ιταλικό.

Η λέξη però στο Ιταλικό σημαίνει αχλαδιά, αχλαδιά, ωστόσο, όμως, ωστόσο, όμως, ωστόσο, ωστόσο, -, αλλά, μα, όμως, από την άλλη, αν και, ενώ, ταυτόχρονα, ενώ, μόνο που, μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό, ποπό, εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ, Κοίτα να δεις!. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης però

αχλαδιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αχλαδιά

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il vecchio pero nel frutteto non fa più frutti e deve essere tagliato.
Η παλιά αχλαδιά στον οπωρώνα δε βγάζει πλέον καρπούς και θα πρέπει να κοπεί.

ωστόσο

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Pensavo che trovare un lavoro sarebbe stato facile, ma mi sbagliavo.
Πίστευα ότι θα ήταν εύκολο να βρω δουλειά. Έκανα λάθος, όμως.

όμως, ωστόσο

avverbio

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Mi piace proprio quel ragazzo, però non so il suo nome.

όμως, ωστόσο

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Il viaggio per andare a trovare mia sorella e la sua famiglia mi è costato molto, però ne è valsa davvero la pena.
Το ταξίδι για να επισκεφθώ την αδελφή μου και την οικογένειά της ήταν πολύ ακριβό. Εντούτοις, άξιζε.

ωστόσο

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Mi piace, però si potrebbe migliorare.
Μου αρέσει, ωστόσο θα μπορούσε να βελτιωθεί.

-

avverbio (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Però quelle mosse, amico!
Φίλε, τι κινήσεις είναι αυτές;

αλλά, μα, όμως

(παρ' όλα αυτά)

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Sarò vecchio, ma riesco ancora ad andare in bicicletta.
Μπορεί να είμαι μεγάλος σε ηλικία, αλλά μπορώ ακόμα να κάνω ποδήλατο.

από την άλλη

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Credo che stasera andrò alla festa. D'altronde potrei non andarci.

αν και

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Voglio andare alla festa, però non credo di poterci andare.

ενώ

congiunzione

Sono contento che sia ospite da noi, però mi piacerebbe che non si finisse tutto il latte!
Αν και χαίρομαι που ήρθε να μείνει σε εμάς, εύχομαι να μην τελείωνε όλο το γάλα!

ταυτόχρονα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I cambiamenti avranno qualche vantaggio per gli spettatori, ma saranno davvero benvenuti dagli arbitri.
Οι αλλαγές στους κανόνες θα ευνοήσουν κάπως τους θεατές, ταυτόχρονα όμως οι διαιτητές θα είναι υπερευτυχισμένοι.

ενώ

congiunzione

Anche se facciamo lo stesso lavoro, lui guadagna 50.000 dollari all'anno mentre io ne prendo solo 40.000.
Παρόλο που κάνουμε την ίδια δουλειά αυτός βγάζει 50.000 δολάριο τον χρόνο ενώ εγώ βγάζω μόνο 40.000.

μόνο που

congiunzione

(σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.)
Gli darei un passaggio, solo che la mia macchina è in riparazione.
Θα τον πήγαινα εγώ, μόνο που το αυτοκίνητό μου είναι για επισκευή.

μη μου πεις, τι λες, όχι, άει στο καλό

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Ah però! Non posso credere a quello che hai appena detto!

ποπό

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

εξαπατώμαι από κτ, ξεγελιέμαι από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, informale: raggirato)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Κοίτα να δεις!

interiezione

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Beh, non mi sarei mai aspettato di trovarti qui!

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του però στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.