Τι σημαίνει το speranza στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης speranza στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του speranza στο Ιταλικό.
Η λέξη speranza στο Ιταλικό σημαίνει ελπίδα, ελπίδα, ελπίδα, αισιοδοξία, προσδοκία, προσμονή, προσδοκία, -, πεποίθηση, προσδοκία, ελπίζω σε κτ, απελπισία, απόγνωση, ελπιδοφόρος, ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πως, αισιόδοξος, γεμάτος αισιοδοξία, απεγνωσμένα, χωρίς ελπίδα, χωρίς ελπίδα, για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ, στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ, καλή πιθανότητα, αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδας, αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδας, μάταιη ελπίδα, φρούδα ελπίδα, χωρίς ελπίδα, κάποια ελπίδα/αισιοδοξία, φρούδες ελπίδες, μόνη ελπίδα, μοναδική ελπίδα, ένδειξη ελπίδας, απελπίζομαι, έχω ελπίδα, δεν υπάρχει ελπίδα, χάνω τις ελπίδες μου, εγκαταλείπω κάθε ελπίδα, χάνω τις ελπίδες μου, χάνω κάθε ελπίδα, απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητος, απογοητευμένος, αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωση, καμένο χαρτί, τρέφω την ελπίδα ότι/πως θα κάνω κτ, έχω ελπίδα να κάνω κτ, δεν υπάρχει ελπίδα να γίνει κτ, χάνω τις ελπίδες μου για κπ/κτ, ξεγράφω, θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφω, χάνω κάθε ελπίδα, χάνω τις ελπίδες μου, θλιβερά, είμαι ερωτευμένος με κπ χωρίς ανταπόκριση, απογοητεύομαι, απελπίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης speranza
ελπίδαsostantivo femminile (επιθυμία) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ha molte speranze per il futuro. Τρέφει μεγάλες ελπίδες για το μέλλον. |
ελπίδα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Nutre forti speranze nell'essere assunta. |
ελπίδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Sei la nostra unica speranza! |
αισιοδοξίαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσδοκία, προσμονή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Aspettammo tutto il pomeriggio pieni di aspettativa ma non accadde nulla. |
προσδοκία(di situazione futura) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Η προσδοκία του ηλικιωμένου ζευγαριού, να δουν τον γιο τους, διαλύθηκε όταν εκείνος τηλεφώνησε για να πει πως δεν θα κατάφερνε να έρθει. |
-(figurato) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) La ragazza tranquilla laggiù sembra una promessa. Penso che con un po’ di aiuto avrà successo. Εκείνο το ήσυχο κοριτσάκι δείχνει πολλά υποχόμενο. Πιστεύω πως με λίγη καθοδήγηση θα τα πάει καλά. |
πεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Per me conta la certezza di non essere deluso da lui. |
προσδοκία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il capo assegnò il lavoro a Helen con la previsione che fosse fatto bene. Το αφεντικό έδωσε στην Έλεν τη δουλειά με την προσδοκία πως θα την έκανε σωστά. |
ελπίζω σε κτverbo transitivo o transitivo pronominale Speriamo di avere presto notizie migliori. |
απελπισία, απόγνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La povera donna ha finalmente capito la disperazione della sua situazione e si è rassegnata al suo destino. |
ελπιδοφόρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La paziente ha detto di avere fame: è un segnale incoraggiante. |
ελπίζοντας πως, με την ελπίδα πωςcongiunzione (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Le scrivo nella speranza che Lei possa offrirmi un posto di lavoro nella Sua azienda. |
αισιόδοξος, γεμάτος αισιοδοξίαaggettivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) È davvero piena di speranza che scopriranno una cura prima che sia troppo tardi. |
απεγνωσμένα, χωρίς ελπίδαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) L'equipaggio era perso senza speranza in mezzo al mare. |
χωρίς ελπίδαavverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
για να κάνω κτ, με σκοπό να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ho lavorato duramente nella prospettiva di iscrivermi in una buona università. |
στοχεύονται να κάνω κτ, θέλοντας να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Indossò i suoi abiti migliori nella speranza di farsi notare da lui. |
καλή πιθανότητα
Πιστεύεις ότι η ομάδα έχει μια καλή πιθανότητα να κερδίσει το πρωτάθλημα; |
αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδαςsostantivo maschile (μεταφορικά, λόγιος) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) I dati recenti hanno dato un barlume di speranza che l'economia europea stia migliorando. |
αχτίδα ελπίδας, ακτίνα ελπίδαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Apparve un barlume di speranza per l'economia quando la borsa riprese quota. I progressi della medicina accendono un barlume di speranza per le cure per il cancro. |
μάταιη ελπίδα, φρούδα ελπίδαsostantivo femminile (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) I genitori nutrivano ancora una lieve speranza che potesse essere viva. |
χωρίς ελπίδα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) È un caso senza speranza. |
κάποια ελπίδα/αισιοδοξίαsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ho risposto a tutte le domande, quindi ho qualche speranza di passare l'esame. |
φρούδες ελπίδεςsostantivo femminile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
μόνη ελπίδα, μοναδική ελπίδαsostantivo femminile Non abbiamo altra scelta; questa è la nostra sola speranza. |
ένδειξη ελπίδαςsostantivo maschile (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
απελπίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Quando si cerca lavoro il segreto è non perdere mai la speranza. |
έχω ελπίδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν υπάρχει ελπίδαverbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω τις ελπίδες μου, εγκαταλείπω κάθε ελπίδαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χάνω τις ελπίδες μου, χάνω κάθε ελπίδαverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sono passati tre giorni, sto perdendo la speranza di ritrovare il mio cucciolo. |
απελπιστικός, απελπισμένος, αβοήθητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απογοητευμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
αποκλείεται, καμία τύχη, σε καμία περίπτωσηsostantivo femminile (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mi è caduto l'orologio nel fiume e non ho nessuna speranza di ritrovarlo. |
καμένο χαρτίavverbio (αργκό: είμαι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Nonostante il cavallo fosse senza speranza, ha comunque vinto la gara. Μολονότι το άλογο είχε μικρές πιθανότητες να νικήσει, τα κατάφερε. |
τρέφω την ελπίδα ότι/πως θα κάνω κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω ελπίδα να κάνω κτ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La squadra non ha mai avuto davvero la possibilità di battere il Real Madrid. |
δεν υπάρχει ελπίδα να γίνει κτverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χάνω τις ελπίδες μου για κπ/κτverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Brian ha abbandonato la scuola e non ha intenzione di lavorare; i suoi genitori hanno cominciato a perdere ogni speranza in lui. Ο Μπράϊαν εγκατέλειψε το σχολείο και αρνιόταν να βρει δουλειά· οι γονείς του άρχισαν να απελπίζονται μαζί του. |
ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά, ανεπίσημο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Anche se aveva fatto malissimo all'esame, non lo consideravo spacciato. Παρόλο που πήγε πολύ άσχημα στο διαγώνισμα δεν θα τον ξέγραφα εντελώς. |
θεωρώ κπ ως κτ και τον ξεγράφωverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Gli insegnanti di Alison la consideravano senza speranza. Οι δάσκαλοι της Άλισον τη θεωρούσαν αποτυχημένη και την είχαν ξεγράψει. |
χάνω κάθε ελπίδα, χάνω τις ελπίδες μου(να γίνει κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Έχω χάσει κάθε ελπίδα για το αν θα κάνω ποτέ τη Τζούλυ να αντιληφθεί την άποψή μου. |
θλιβεράlocuzione avverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
είμαι ερωτευμένος με κπ χωρίς ανταπόκρισηverbo intransitivo (figurato: amare non corrisposti) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
απογοητεύομαι, απελπίζομαιverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του speranza στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του speranza
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.