Τι σημαίνει το servire στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης servire στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του servire στο Ιταλικό.
Η λέξη servire στο Ιταλικό σημαίνει εξυπηρετώ, εξυπηρετώ, υπηρετώ, υπηρετώ, εξυπηρετώ, σερβίρω, υπηρετώ, εργάζομαι, σερβίρω, σερβίρω, σερβίρω, σερβίρω, σερβίρω, θα ήθελα, σερβίρω φαγητό, χρειάζομαι, χρειάζομαι, χρησιμεύω, εξυπηρετώ, έχω σημασία, εξυπηρετώ, σερβίρω, σερβιρίζω, σερβίρω, σερβιρίζω, συμμετέχω στη λειτουργία, δεν έχει νόημα, είναι ανούσιο, εξυπηρετώ το σκοπό, χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμα, δουλεύω ως σερβιτόρος, κάνω τον σερβιτόρο, δείχνω, αποδεικνύω, χρησιμοποιώ κπ ως παράδειγμα, λειτουργώ ως κπ/κτ, βοηθώ, σερβίρω, παραθέτω, δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτ, δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα, βάζω, σερβίρω υπερβολικά μεγάλη μερίδα, βοηθώ, βγάζω έξω, πετάω έξω, σερβίρω υπερβολικά μεγάλη μερίδα, που έχει άδεια να πουλά αλκοόλ, κάνω σερβίς, σερβίρω, κάνω, στηρίζω, σερβίρω με κουτάλι, είμαι αρκετός για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης servire
εξυπηρετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Chi entra nella polizia lo fa per servire la propria comunità. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο προϊστάμενος λέει ότι η πρώτη του προτεραιότητα είναι να εξυπηρετεί τους πελάτες. |
εξυπηρετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al momento il commesso sta servendo un altro cliente. Ο πωλητής εξυπηρετεί κάποιον άλλον πελάτη αυτή τη στιγμή. |
υπηρετώverbo transitivo o transitivo pronominale (essere al servizio di) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alfred ha servito Bruce Wayne lealmente. Ο Άλφρεντ υπηρέτησε πιστά τον Μπρους Γουέιν. |
υπηρετώverbo intransitivo (lavorare al servizio di) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ha servito onestamente per molti anni. |
εξυπηρετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La nostra azienda serve l'area di New York, New Jersey e Connecticut. |
σερβίρωverbo intransitivo (sport) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Chi serve per primo? Credo tocchi a me. Ποιος σερβίρει; Νομίζω εγώ. |
υπηρετώverbo intransitivo (prestare servizio militare) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Il sergente ha militato per 10 anni. |
εργάζομαι(για κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lavorò per l'azienda con solerzia per venticinque anni. |
σερβίρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dei camerieri servivano i nobili. |
σερβίρω(pietanza) (κυριολεκτικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Per favore servimi del purè di patate. Σέρβιρε μου σε παρακαλώ λίγο πουρέ. |
σερβίρω(βάζω φαγητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Il cameriere della caffetteria ha servito il purè di patate sul carrello. |
σερβίρωverbo transitivo o transitivo pronominale (distribuire cibo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Helen ha servito un pasto delizioso a base di pollo e patate arrosto. |
σερβίρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Isabelle portò in tavola un po' di tacchino e lo sistemò in mezzo alla tavola. |
θα ήθελα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi ci vorrebbe una tazza di tè. Ti dispiacerebbe prepararne una? |
σερβίρω φαγητό(informale: cibo) (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando vado a trovare mia mamma, lei mi vuole sempre scodellare un grande piatto di spaghetti. |
χρειάζομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Che cosa ci vuole per convincerti? Τι θα πάρει για να πεισθείς; |
χρειάζομαι
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Tengo sempre delle graffette nel portafoglio: non si sa mai che possano tornare comode. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Το βιβλίο που μου έδωσες μου φάνηκε πολύ χρήσιμο για την πτυχιακή μου. |
χρησιμεύω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
εξυπηρετώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) È stato detto all'ospite che il cameriere si sarebbe preso cura di lui. |
έχω σημασία(avere importanza) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Per figurare bene davanti a un datore di lavoro le qualifiche contano. |
εξυπηρετώverbo transitivo o transitivo pronominale (ως σερβιτόρος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Gina serviva un cliente a tavola al ristorante. Η Τζίνα εξυπηρετούσε έναν πελάτη στο εστιατόριο. |
σερβίρω, σερβιρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (distribuire) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I camerieri servirono roast beef e purè di patate ai commensali. Οι σερβιτόροι σέρβιραν ροσμπίφ και πουρέ στους πελάτες. |
σερβίρω, σερβιρίζωverbo transitivo o transitivo pronominale (distribuire) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha servito da mangiare ai bambini. Σέρβιρε (or: σερβίρισε) στα παιδιά το φαγητό τους. |
συμμετέχω στη λειτουργίαverbo transitivo o transitivo pronominale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Il chierichetto deve servire messa di domenica. |
δεν έχει νόημα, είναι ανούσιοverbo intransitivo (να κάνει κάποιος κάτι) (απρόσωπη έκφραση: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. φαίνεται ότι, έχει συννεφιά κλπ.) È inutile urlare il suo nome, non ti può più sentire. |
εξυπηρετώ το σκοπόverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χρησιμεύω ως παράδειγμα, αποτελώ παράδειγμαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δουλεύω ως σερβιτόρος, κάνω τον σερβιτόρο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δείχνω, αποδεικνύωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χρησιμοποιώ κπ ως παράδειγμαverbo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λειτουργώ ως κπ/κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Quando si incontrarono la prima volta, fu la sorella a fare da organizzatrice. // I pantaloni dell'uomo erano tenuti su da un pezzo di corda che fungeva da cintura. Το παντελόνι του άντρα το συγκρατούσε ένα κομμάτι σκοινί που έπαιζε τον ρόλο της ζώνης. |
βοηθώverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σερβίρω, παραθέτωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
δεν έχει νόημα να κάνεις κτ, είναι ανούσιο να κάνεις κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Non serve a niente chiedere a Jake se ti può prestare la macchina, tanto ti risponde di no. |
δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμαverbo intransitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βάζωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seth ha servito la minestra nella sua ciotola con un mestolo. |
σερβίρω υπερβολικά μεγάλη μερίδαverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
βοηθώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Alla fine, nessuno di questi provvedimenti gli è stato utile. Στο τέλος, κανένα από αυτά τα απελπισμένα μέτρα δεν τον ωφέλησαν. |
βγάζω έξω, πετάω έξωverbo riflessivo o intransitivo pronominale (καθομ: πελάτη από μαγαζί) |
σερβίρω υπερβολικά μεγάλη μερίδαverbo transitivo o transitivo pronominale (informale) (σε κάποιον) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει άδεια να πουλά αλκοόλ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) In caso di fedina penale sporca, vige il divieto di amministrare un locale con licenza per la vendita di alcolici. |
κάνω σερβίςverbo transitivo o transitivo pronominale (tennis) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Andrea ha servito un ace al suo avversario. Η Άντρεα έκανε σερβίς στον αντίπαλό της στο γήπεδο. |
σερβίρωverbo transitivo o transitivo pronominale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Prenditi il caffè da solo, non sono mica qui per servirti! Πάρε μόνος σου τον καφέ σου. Δεν είμαι εδώ για να σου κάνω τον σερβιτόρο! |
κάνωverbo intransitivo (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
στηρίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
σερβίρω με κουτάλιverbo transitivo o transitivo pronominale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
είμαι αρκετός για κτverbo intransitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La veranda sul retro dovrà fungere da camera da letto. |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του servire στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του servire
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.