Τι σημαίνει το lancia στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lancia στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lancia στο Ιταλικό.

Η λέξη lancia στο Ιταλικό σημαίνει δόρυ, σκάφος αξιωματικού, δόρυ, φορτηγίδα, βάρκα, εκτοξεύομαι, εκτοξεύω, ρίχνω, πετάω, ξεκινάω, ξεκινώ, λανσάρω, κυκλοφορώ, λανσάρω, παρουσιάζω, ρίχνω, εκσφενδονίζω, ξεκινάω, ξεκινώ, είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ, βγάζω, κυκλοφορώ, ρίχνω, πετάω, πετώ, λανσάρω, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, κυκλοφορώ, ξεστομίζω, ρίχνω, πετάω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, γυρίζω, το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, δίνω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, ρίψη, βάζω σε λειτουργία, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, εκτοξεύω, φτύνω, διαφημίζω, προωθώ, πετάω, ρίχνω, προωθώ, εκτελώ, ρίχνω, πετώ, ρίχνω, ρίχνω, αρθρώνω, εκφέρω, ηγέτης, αρχηγός, αιχμή, σωσίβια λέμβος, που κοιτάζει επίμονα, σκάφος της ακτοφυλακής, αυτός που ρίχνει, υποστηρίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lancia

δόρυ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I guerrieri usarono lance e si mantennero ben lontani dai loro bersagli.
Οι πολεμιστές χρησιμοποίησαν λόγχες και κρατήθηκαν μακριά από τους στόχους τους.

σκάφος αξιωματικού

sostantivo femminile (imbarcazione)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nave militare non partirà finché gli ufficiali non arriveranno sulla lancia.

δόρυ

sostantivo femminile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La tribù usa le lance per cacciare gli animali.
Η φυλή χρησιμοποιεί δόρατα για να κυνηγήσουν ζώα.

φορτηγίδα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Un tempo il fiume era pieno di chiatte, ma oramai i materiali vengono perlopiù trasportati su rotaia.
Το ποτάμι παλιότερα ήταν γεμάτο με μαούνες, αλλά τώρα τα τραίνα χρησιμοποιούνται πιο συχνά για τη μεταφορά υλικών.

βάρκα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il pescatore portò il suo gommone al largo del lago per prendere dei pesci gatto.

εκτοξεύομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale (veicoli spaziali)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il missile spaziale si prepara ad essere lanciato.

εκτοξεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agenzia spaziale ha lanciato un altro razzo nello spazio alle 6 di mattina.
Η διαστημική εταιρία εκτόξευσε άλλον έναν πύραυλο στο διάστημα στις 6 πμ.

ρίχνω, πετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (colpendo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξεκινάω, ξεκινώ

(campagna, iniziativa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'università ha lanciato una spedizione di ricerca.
Το πανεπιστήμιο ξεκίνησε μια ερευνητική επιχείρηση.

λανσάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (un prodotto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda ha lanciato un nuovo medicinale miracoloso.
Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο.

κυκλοφορώ

(figurato: promuovere)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Hanno lanciato il film con una festa a Los Angeles.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον.

λανσάρω, παρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (μάρκετινγκ: προϊόν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda lancerà il suo nuovo prodotto mercoledì.
Η εταιρία θα λανσάρει (or: παρουσιάσει) το νέο της προϊόν την Τετάρτη.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (baseball)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lanciare una palla nel baseball significa passarla al battitore.

εκσφενδονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jack ha perso la pazienza e ha iniziato a lanciare piatti contro il muro.
Ο Τζέικ έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να πετά πιάτα στον τοίχο.

ξεκινάω, ξεκινώ

(figurato, informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lanceremo una nuova linea di cosmetici alla fine del mese.

είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ

verbo transitivo o transitivo pronominale (baseball)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Luke di solito lanciava, ma adesso è passato alla prima base.

βγάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha lanciato un grido ed è corso verso di lei.

κυκλοφορώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compagnia ha lanciato il nuovo prodotto martedì.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Spesso le organizzazioni umanitarie lanciano le provviste dagli aeroplani nelle aree colpite da calamità.

πετάω, πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joe lanciò la palla a Wendy.

λανσάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (prodotto sul mercato) (καθομιλουμένη, ζαργκόν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La casa ha lanciato il nuovo modello dell'auto a ottobre.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport: cricket)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il lanciatore tirò la palla e il battitore la mancò.

ρίχνω

(figurato: uno sguardo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy ha lanciato uno sguardo a Helen.

πετάω, πετώ, ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε.

κυκλοφορώ

(rendere pubblico, diffondere)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'editore distribuirà il libro la prossima settimana.

ξεστομίζω

(esclamazione, bestemmia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'uomo si arrabbiò e proferì una sfilza di imprecazioni.

ρίχνω, πετάω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
sbrigati a lanciare la palla!
Βιάσου και ρίξε την μπάλα!

πετάω, πετώ, ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dan ha lanciato con rabbia il computer rotto giù per le scale.
Ο Νταν εκσφενδόνισε θυμωμένα τον χαλασμένο υπολογιστή στις σκάλες.

ρίχνω, πετάω, πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob lanciò la palla a Pippa.
Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα.

γυρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (στον αέρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim ha lanciato il pancake nella padella.
Ο Τζιμ γύρισε την τηγανίτα στο τηγάνι.

το ρίχνω κορώνα γράμματα, το παίζω κορώνα γράμματα

(moneta)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I due amici non riuscivano a decidere quale film guardare, quindi lanciarono una moneta.
Οι δύο φίλοι δεν μπορούσαν να αποφασίσουν πια ταινία θα δούνε και γι' αυτό έστριψαν ένα νόμισμα.

ρίχνω, πετάω, πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom ha lanciato il sasso nella fontana.
Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ζάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
È il tuo turno di lanciare. Ecco i dadi.

δίνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (πάσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante la partita ha lanciato molti passaggi difficili con abilità.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comandante ha dato ordine di lanciare i siluri contro la nave nemica.
Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha lanciato la palla verso la porta da trenta metri di distanza.
Πέταξε τη μπάλα προς την εστία από απόσταση τριάντα μέτρων.

ρίψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

βάζω σε λειτουργία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, πετώ, ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ragazzo lanciò una palla di neve alla sua maestra.
Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate ha gettato il vecchio divano nel cassonetto.
Η Κέιτ πέταξε με κόπο τον παλιό καναπέ στον κάδο απορριμάτων.

εκτοξεύω, φτύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: insulti) (μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vecchio Larry sedeva sempre sulla veranda di casa sua lanciando insulti agli scolari che passavano.
Ο γερο-Λάρυ πάντα καθόταν στην μπροστινή αυλή του και εκτόξευε βρισιές στους μαθητές που περνούσαν.

διαφημίζω, προωθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devon lanciò la palla giusto sopra al piatto.
Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα.

προωθώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'azienda ha lanciato sul mercato la sua nuova marca di dentifricio.
Η εταιρία προώθησε την καινούρια μάρκα οδοντόπαστας.

εκτελώ

verbo transitivo o transitivo pronominale (informatica, programma)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il programmatore ha lanciato il programma alla ricerca di eventuali problemi.
Ο προγραμματιστής έτρεξε το πρόγραμμα ώστε να ελέγξει μήπως υπάρχουν προβλήματα.

ρίχνω, πετώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha tirato una palla attraverso la finestra.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Soffia sui dadi prima di tirarli.

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tocca a te. Tira i dadi!

αρθρώνω, εκφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ian non ha proferito parola durante la riunione.

ηγέτης, αρχηγός

(figurato)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

αιχμή

sostantivo femminile (δόρατος ή λόγχης)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nel sito archeologico sono state ritrovate molte antiche punte di lancia e monete.

σωσίβια λέμβος

La nave da crociera era fornita di centinaia di scialuppe di salvataggio per i casi di emergenza.

που κοιτάζει επίμονα

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

σκάφος της ακτοφυλακής

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Stiamo facendo uscire tutte le lance della guardia costiera per soccorrere la nave in avaria.

αυτός που ρίχνει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποστηρίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lancia στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.