Τι σημαίνει το mostro στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης mostro στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mostro στο Ιταλικό.

Η λέξη mostro στο Ιταλικό σημαίνει δείχνω, δείχνω, προβάλλω, δείχνω, εκφράζω, επιδεικνύω, επιδεικνύω, υποδεικνύω, φανερώνω, επιδεικνύω, εκθέτω, επιδεικνύω, βεβαιώνω, επιβεβαιώνω, αναδεικνύω, παρουσιάζω, προβάλλω, δείχνω, υποστηρίζω ότι/πως, δείχνω, παίρνω, παρατάσσω, πλασάρω, ενσαρκώνω, επανεμφανίζω, απεικονίζω, δείχνω, αποκαλύπτω, μαρτυράω, αποκαλύπτω, φανερώνω, επιδεικνύω, αποκαλύπτω, δείχνω, εκφράζω, επιδεικνύω, εκδηλώνω, δίνω οδηγίες σε κπ για κτ, δείχνω, ανοίγω, απλώνω, παρουσιάζω, εκθέτω, αποκαλύπτω, φανερώνω, επιδεικνύω, δείχνω, δείχνω, υποδεικνύω, -, εμφανίζω, προδίδω, μαρτυρώ, αποκαλύπτω, φανερώνω, εξακριβώνω, διαπιστώνω, τέρας, τέρας, κτήνος, τέρας, κτήνος, τέρας, φρικιό, αγριάνθρωπος, μπαμπούλας, αστέρι, δείχνω, δείχνω, δείχνω, δείχνω, δείχνω, παρουσιάζω, δείχνω ενδιαφέρον, δείχνω το δρόμο, δείχνω τα δόντια, σνομπάρω, δείχνω σεβασμό σε/προς, κάνω επίδειξη δύναμης, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ, είμαι αμείλικτος απέναντι σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο, κόβω τις βλακείες, μιλάω με πάθος για κτ, ανατρέχω σε κτ, δείχνω καλοσύνη/ευαισθησία προς, νοιάζομαι για, επιδεικνύω, δείχνω τον τρόπο, επιδεικνύω, εκδηλώνω θαυμασμό/εκτίμηση για, λέω σοφά λόγια, καθοδηγώ κπ σε κτ, συνοδεύω, δείχνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ, δείχνω το δρόμο, δείχνω σεβασμό σε/προς, δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ, δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ, ξαναδείχνω, δείχνω, εμφανίζω σημάδια/συμπτώματα, ξεναγώ κπ σε κτ, επιδεικνύω, δείχνω σε κπ το δρόμο για κτ, δείχνω σεβασμό σε/προς, δείχνω σεβασμό σε/προς, προβάλλω, αντιπαραβάλλω, παραβάλλω, δείχνω, προβάλλω, μαθαίνω, δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία, δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι, επιδεικνύω τα γεννητικά μου όργανα, κάθομαι στην ηλεκτρική καρέκλα, κατευθύνω, δείχνω τον κώλο μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης mostro

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostra sempre i denti quando sorride.
Δείχνει πάντα τα δόντια του, όταν χαμογελά.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προβάλλω, δείχνω, εκφράζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Parlare a voce più alta e più scandito vi aiuta a mostrare fiducia in voi stessi.
Η πιο δυνατή και καθαρή ομιλία θα σε βοηθήσει να δείξεις αυτοπεποίθηση.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (per poco tempo) (για μέρη σώματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen ha mostrato il seno.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (δείχνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha mostrato come far funzionare la macchina.
Έκανε επίδειξη του τρόπου λειτουργίας του μηχανήματος.

υποδεικνύω, φανερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le lettere personali dell'imperatrice mostrano la sua riluttanza a governare.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il governo ha mostrato la sua potenza militare per spaventare le nazioni vicine.

εκθέτω, επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il logo della squadra era esibito in tutta la città nei giorni antecedenti alla partita di campionato.

βεβαιώνω, επιβεβαιώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gran quantità di prove scientifiche dimostra che il riscaldamento globale è un problema reale e in crescita.

αναδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questa canzone esibisce molto bene la sua estensione vocale.
Αυτό το τραγούδι αναδεικνύει πραγματικά το εύρος της φωνής της.

παρουσιάζω, προβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La mostra presenterà il lavoro degli artisti locali.
Στην έκθεση θα παρουσιαστεί το έργο ντόπιων καλλιτεχνών.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I risultati mostravano chiaramente che avevo avuto ragione fin dall'inizio.
Τα αποτελέσματα έδειξαν καθαρά ότι είχα δίκιο από την αρχή.

υποστηρίζω ότι/πως

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ha calcolato che ci sarà un'inondazione considerate le ultime piogge.
Υποστήριξε πως θα υπάρξουν πλημμύρες, δεδομένων των προηγούμενων βροχοπτώσεων.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ragazzo ha mostrato un gran coraggio nel tentativo di salvare i suoi amici.
Το αγόρι έδειξε (or: επέδειξε) μεγάλο θάρρος στην προσπάθειά του να σώσει τους φίλους του.

παίρνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostra uno sguardo compiaciuto quando vince.
Έχει ένα αυτάρεσκο βλέμμα όταν κερδίζει.

παρατάσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La sarta mostrò al cliente i suoi coloratissimi tessuti.

πλασάρω

verbo transitivo o transitivo pronominale (peggiorativo) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενσαρκώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επανεμφανίζω

(software)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απεικονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ci ha indicato dove dovevamo metterci.
Μας έδειξε που έπρεπε να σταθούμε.

αποκαλύπτω, μαρτυράω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ero infastidito, ma non l'ho dato a vedere.
Ήμουν ταραγμένος, αλλά δεν το έδειξα.

αποκαλύπτω, φανερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I fatti mostrano la verità.
Τα γεγονότα αποκαλύπτουν την αλήθεια.

επιδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
All'uomo facoltoso piaceva sfoggiare la sua ricchezza.

αποκαλύπτω, δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vestito di Janice mostrava le sue spalle.
Το φόρεμα της Τζάνις αποκαλύπτει τους ώμους της.

εκφράζω, επιδεικνύω, εκδηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha sempre manifestato un evidente disprezzo per l'autorità.

δίνω οδηγίες σε κπ για κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Carl ha spiegato a Ben come montare il nuovo lavandino.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά: ότι/πως)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tutti gli indizi mostrano che Smith è l'assassino.
Όλες οι ενδείξεις δείχνουν πως ο Σμιθ είναι ο δολοφόνος.

ανοίγω, απλώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il pavone ha spiegato la sua coda.
Το παγόνι άνοιξε την ουρά του.

παρουσιάζω

(esporre) (ιδέα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ora ti spiego la mia teoria.
Επιτρέψτε μου να σας παρουσιάσω τη θεωρία μου.

εκθέτω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il management ha esposto le informazioni nel corridoio.
Η διεύθυνση ανάρτησε τις πληροφορίες στον διάδρομο.

αποκαλύπτω, φανερώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Presto la verità sarà svelata a tutti.
Σύντομα, η αλήθεια θα αποκαλυφθεί (or: φανερωθεί) σε όλους.

επιδεικνύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli piace mettere in mostra le sue abilità nel basket.
Του αρέσει να επιδεικνύει τις ικανότητές του στο μπάσκετ.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (schermo computer)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il computer mostra le varie domande del test e gli studenti inseriscono le risposte con la tastiera.
Ο υπολογιστής εμφανίζει τα τεστ και οι μαθητές χρησιμοποιούν το πληκτρολόγιο για να καταχωρήσουν τις απαντήσεις τους.

δείχνω, υποδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il sondaggio evidenzia la sua grande impopolarità.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η έρευνα δείχνει πως οι νέοι έχουν την τάση να διαφωνούν με τους μεγαλύτερους.

-

(un sorriso, ecc.) (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Sono usciti dal cinema con il sorriso.
Έφυγαν από το σινεμά με ένα χαμόγελο στα χείλη.

εμφανίζω

(informale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La macchina ha iniziato a fare un rumore di ferraglia.

προδίδω, μαρτυρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il suo lieve sorriso svelava i suoi veri sentimenti.

αποκαλύπτω, φανερώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il Creatore ha rivelato al profeta i suoi desideri.

εξακριβώνω, διαπιστώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La polizia doveva stabilire se l'uomo era morto o soltanto scomparso.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Πρέπει πρώτα να αποδειχθεί η ενοχή του και μετά θα του επιβληθεί η κατάλληλη ποινή.

τέρας

sostantivo maschile (letterale)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
L'eroe ha sconfitto il mostro e ha salvato la situazione.
Ο ήρωας νίκησε το τέρας και όλα πήγαν καλά.

τέρας, κτήνος

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La polizia ci ha messo quattro anni a trovare l'assassino e a buttare quel mostro in gattabuia.
Η αστυνομία έκανε τέσσερα χρόνια να βρει τον δολοφόνο και να βάλει αυτό το τέρας στη φυλακή.

τέρας, κτήνος

sostantivo maschile (figurato) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La notte scorsa il pescatore ha catturato un vero mostro nel lago.

τέρας

sostantivo maschile (μειωτικό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Andy aveva una grossa escrescenza sul viso e chi non lo conosceva pensava che fosse un mostro.

φρικιό

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγριάνθρωπος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Era un bruto sia dentro che fuori i campi da calcio.

μπαμπούλας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αστέρι

sostantivo maschile (figurato: esperto) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La mia sorellina è proprio un mostro del computer.
Η αδερφή μου είναι αστέρι στους υπολογιστές.

δείχνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mostrò la collezione di cartoline ai suoi ospiti.
Έδειξε τη συλλογή των καρτ ποστάλ του στους επισκέπτες.

δείχνω

(σε κπ πως να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha mostrato a sua figlia come allacciare le scarpe.
Έδειξε στην κόρη του πώς να δένει τα κορδόνια της.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Puoi mostrarmi il modo giusto per fare un nodo quadro?
Μπορείς να μου δείξεις το σωστό τρόπο για να φτιάξω ένα στρυρόκομπο;

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'agente mostrerà la casa ai compratori interessati.

δείχνω, παρουσιάζω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha mostrato loro le statistiche per dimostrare il suo punto di vista.

δείχνω ενδιαφέρον

δείχνω το δρόμο

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Non ci ero mai stato prima così Anthony mi ha mostrato la strada.

δείχνω τα δόντια

verbo transitivo o transitivo pronominale

Il cane ringhiava e mostrava i denti al gatto.

σνομπάρω

(ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dopo l'incidente, tutti le mostrarono freddezza.

δείχνω σεβασμό σε/προς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Cerco di mostrare sempre rispetto per le persone anziane.

κάνω επίδειξη δύναμης

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: farsi rispettare)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (καθομ, χυδαίο, προσβλητικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι αμείλικτος απέναντι σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (anche figurato: inflessibilità)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάνω κωλοδάχτυλο

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale: gestaccio) (αργκό, προσβλητικό)

κόβω τις βλακείες

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω με πάθος για κτ

(ομιλία)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ανατρέχω σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

A un tratto il film ha mostrato un flashback all'infanzia del protagonista.

δείχνω καλοσύνη/ευαισθησία προς, νοιάζομαι για

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιδεικνύω, δείχνω τον τρόπο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ostentare)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εκδηλώνω θαυμασμό/εκτίμηση για

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω σοφά λόγια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

καθοδηγώ κπ σε κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Questo video ti spiegherà passo per passo come creare una gif animata.

συνοδεύω

(προς την έξοδο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δείχνω κωλοδάχτυλο σε κπ, κάνω κωλοδάχτυλο σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mi sono molto arrabbiato quando il ragazzino che si era messo davanti alla mia macchina mi ha mostrato il dito medio.

δείχνω το δρόμο

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il facchino ha indicato a Lucy la strada per la sua stanza.

δείχνω σεβασμό σε/προς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Istruiamo tutti i nostri impiegati a mostrare rispetto per i clienti.
Εκπαιδεύουμε όλους τους υπαλλήλους μας να δείχνουν σεβασμό στους πελάτες.

δείχνω ενδιαφέρον για κπ/κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω έλλειψη σεβασμού σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato, colloquiale)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξαναδείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (sport)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il canale televisivo ha mostrato il replay del gol della vittoria.

δείχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εμφανίζω σημάδια/συμπτώματα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεναγώ κπ σε κτ

L'agente immobiliare fece fare alla coppia un giro dell'appartamento.

επιδεικνύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quando la madre famosa venne a scuola, lui la presentò con orgoglio a tutti gli amici.

δείχνω σε κπ το δρόμο για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Potresti mostrarmi la strada per l'ufficio postale?

δείχνω σεβασμό σε/προς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δείχνω σεβασμό σε/προς

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Devi mostrare più rispetto verso tuo padre.
Πρέπει να δείχνεις περισσότερο σεβασμό στον πατέρα σου.

προβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il giornale l'ha mostrata in prima pagina.
Το περιοδικό την πρόβαλε στην πρώτη σελίδα.

αντιπαραβάλλω, παραβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι με/και κάτι άλλο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ora ti faccio vedere la differenza tra la posizione sbagliata e quella giusta per questo ballo.
Ας δείξω τη σωστή στάση σε σχέση με τη λάθος στάση για αυτόν τον χορό.

δείχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il poliziotto mostrò per un attimo il distintivo.
Ο αστυνομικός έδειξε το σήμα του.

προβάλλω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La rivista presenta i 10 migliori ristoranti della Gran Bretagna nel numero di luglio.
Το περιοδικό παρουσιάζει τα δέκα καλύτερα εστιατόρια της Βρετανίας στο τεύχος του Ιουλίου.

μαθαίνω

(κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Με μύησε στα μυστικά του ίντερνετ.

δείχνω την ηλικία, προδίδω την ηλικία

verbo transitivo o transitivo pronominale (με γενική: κάποιου)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Il fatto che si ricordi le pubblicità degli anni 70 rivela davvero la sua età.

δείχνω ανοιχτά τι αισθάνομαι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιδεικνύω τα γεννητικά μου όργανα

(per poco tempo)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Peter è stato arrestato dopo che un agente l'ha beccato a mostrare nuovamente i genitali.

κάθομαι στην ηλεκτρική καρέκλα

(μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tutto quello che poteva fare Pippa era mostrare imbarazzo mentre Walter sciorinava una lista di tutte le sue colpe.

κατευθύνω

(κάποιον σε/προς κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ci ha diretto verso la porta.
Μας έδειξε την πόρτα.

δείχνω τον κώλο μου

verbo transitivo o transitivo pronominale (volgare) (χυδαίο: σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I giocatori hanno mostrato le chiappe alla squadra avversaria.
Οι παίκτες έδειξαν τα οπίσθιά τους στην αντίπαλη ομάδα.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mostro στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.