Τι σημαίνει το tagliando στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης tagliando στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του tagliando στο Ιταλικό.

Η λέξη tagliando στο Ιταλικό σημαίνει σέρβις, ετικέτα, μειώνω, κόβω, κόβω, ψαλιδίζω, κόβω, κόβω δρόμο, κόβω κομματάκια, αφαιρώ, κόβω, αποκόπτω, απομακρύνω, κόβω, κόβω, βγάζω, κόβω, κόβω, κόβω, πριονίζω, κόβω, κόβω, τραβάω χαρτί, ανοίγω, κόβω, χαράσσω, συντομεύω, κουρεύω, κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου, κόβω, λογοκρίνω, αποκόπτω, κόβω, αραιώνω, αποδεκατίζω, μειώνω, κόβω, κόβω, κόβω, σκίζω, σχίζω, κόβω, κουρεύω, διαγράφω, αφαιρώ, κόβω, πετσοκόβω, κόβω, κόβομαι, σκίζω, σχίζω, αφαιρώ, κόβω, κουρεύω, σταυρώνω, πελεκώ, λαξεύω, κόβω, ρίχνω, ανοίγω δρόμο μέσα από κτ, κόβω, κόβω, κόβω, κόβω, κουρεύω, κόβω, κόβω, περικόπτω, νοθεύω, πετσοκόβω, κάνω τομή, απαντητικό δελτάριο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης tagliando

σέρβις

(controllo meccanico)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Portiamo la macchina all'ispezione in officina ogni diecimila chilometri.
Φέρνουμε το αυτοκίνητο για σέρβις κάθε δέκα χιλιάδες μίλια.

ετικέτα

(del prezzo)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Su questa valigia non c'è il cartellino del prezzo.

μειώνω

(spese)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo speso troppo ultimamente; dobbiamo tagliare.
Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (con ascia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I boscaioli hanno tagliato le conifere.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tagliò lo spago e aprì il pacco.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Η μητέρα τεμάχισε το φαγητό της κόρης της σε μικρά κομμάτια.

ψαλιδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω δρόμο

(fare una scorciatoia)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La strada da fare è ancora lunga, ma se tagliamo attraverso i campi la accorciamo di almeno mezz'ora.

κόβω κομματάκια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Se vuoi dar da mangiare a tutti devi tagliare il pollo in pezzi più piccoli.
Εάν θέλεις να τους ταΐσεις όλους, πρέπει να κόψεις το κοτόπουλο σε πιο μικρά κομματάκια.

αφαιρώ

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I censori taglieranno tutti i riferimenti ai libri proibiti quando rivedranno questo articolo.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκόπτω, απομακρύνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: legame morale)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I genitori hanno tagliato i ponti con il figlio alcolizzato, lui non era nemmeno menzionato nel testamento.
Οι γονείς αποκλήρωσαν τον αλκοολικό γιο τους, ο οποίος δεν αναφέρθηκε καν στη διαθήκη τους.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (scena, capitolo, pezzo, ecc.) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il regista ha tagliato la scena dalla versione finale del film.
Ο σκηνοθέτης έκοψε τη σκηνή από την τελική έκδοση της ταινίας.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (strada: a un veicolo) (μεταφορικά: επικίνδυνη προσπέραση)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Una Mondeo blu mi ha tagliato la strada mentre mi avvicinavo all'incrocio.

βγάζω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Της είπαν να βγάλει τους αμυλούχους υδατάνθρακες από τη δίαιτά της.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il chirurgo ha tagliato il torace del paziente.
Ο χειρούργος έκανε μια τομή στο στήθος του ασθενή.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dobbiamo tagliare un po' la lunghezza di questo discorso.
Πρέπει να περικόψουμε την ομιλία γιατί δεν μας φτάνει ο χρόνος.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il manico della busta della spesa gli stava tagliando le dita.
Το χερούλι της τσάντας με τα ψώνια του έκοβε τα δάχτυλά.

πριονίζω

(figurato: gesticolare) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tagliava l'aria con la mano.

κόβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Taglia bene questo coltello?

κόβω

verbo intransitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Questo coltello taglia in modo netto.

τραβάω χαρτί

verbo transitivo o transitivo pronominale (per stabilire il dealer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Tagliamo il mazzo e chi avrà la carta più alta darà le carte.

ανοίγω

verbo transitivo o transitivo pronominale (δρόμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Con il suo trattore ha tagliato un sentiero nel campo di grano.
Άνοιξε με το τρακτέρ του ένα μονοπάτι μέσα από το καλαμποκοχώραφο.

κόβω, χαράσσω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κόψιμο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha detto che dovresti tagliare la corteccia della pianta per farla fiorire prima.
Είπε ότι πρέπει να κόψεις (or: χαράξεις) τον κορμό του φυτού για να το βοηθήσεις να ανθίσει γρηγορότερα.

συντομεύω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Questo è un buon tema ma è troppo lungo, lo puoi tagliare un po'?

κουρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (ουρά αλόγου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima della mostra lo stalliere ha tagliato le code dei cavalli.

κάνω τομή στη βάση της ουράς ενός αλόγου

verbo transitivo o transitivo pronominale (coda di cavallo) (για να στέκεται πιο ψηλά)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Dan ha tagliato la coda al cavallo.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (da immagine)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λογοκρίνω

(figurato)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποκόπτω

(con una lama)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per riparare il tavolo ho dovuto rimuovere il piallaccio danneggiato e sostituirlo con un nuovo pezzo delle stesse dimensioni.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alan chiese al barbiere di accorciargli un po' i capelli.

αραιώνω

(alcolici)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Alcuni barman allungano la vodka con l'acqua.

αποδεκατίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il comune ha eliminato l'ente che cura l'applicazione dei regolamenti edilizi e il risultato di ciò è stato l'incendio.

μειώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (spese)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ora che sono disoccupato dovremo tagliare le nostre spese.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charles tagliò la legna in vista dell'inverno.
Ο Τσαρλς έκοψε καυσόξυλα για να προετοιμαστεί για τον χειμώνα.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom si è tagliato il pollice con il suo nuovo coltello da caccia.

κόβω, σκίζω, σχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il ladro squarciò i cuscini del divano per vedere se c'era nascosto qualcosa dentro.
Ο διαρρήκτης έσχισε τα μαξιλάρια του καναπέ για να δει μήπως ήταν τίποτα κρυμμένο μέσα.

κόβω, κουρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il barbiere tagliò i capelli a John.
Ο κομμωτής πήρε της άκρες από τα μαλλιά του Τζον.

διαγράφω, αφαιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Seguendo il consiglio legale, l'editore ha tagliato alcuni passaggi del testo.

κόβω, πετσοκόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Prima di cucinare i broccoli taglio i gambi.
Πριν να μαγειρέψω μπρόκολο, κόβω τα κοτσάνια.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβομαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Kate si è tagliata mentre si stava depilando le gambe.

σκίζω, σχίζω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paula squarciò il cuscino e tirò fuori l'imbottitura.
Η Πώλα έσχισε το μαξιλάρι και τράβηξε έξω το γέμισμα.

αφαιρώ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry si spunta la barba regolarmente.
Ο Χένρι τριμάρει τακτικά το μούσι του.

κουρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale (prati, giardini, ecc.) (γρασίδι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abbiamo fatto tagliare il prato da dei professionisti.
Το γρασίδι μας κουρεύτηκε από επαγγελματίες.

σταυρώνω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per scrivere la lettera "t", taglia la linea verticale con una orizzontale.
Τμήστε την κάθετη γραμμή με μια οριζόντια, για να σχηματίσετε το γράμμα “t”.

πελεκώ, λαξεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I boscaioli hanno abbattuto tutte le conifere di questa zona.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (capelli)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
I miei capelli stanno diventando troppo lunghi, presto dovrò tagliarli.
Τα μαλλιά μου έχουν μακρύνει πολύ και σύντομα θα χρειαστεί να τα κόψω (or: κουρέψω).

ρίχνω

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato: prezzi) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La catena di supermercati sta tagliando i prezzi per attrarre nuovi clienti.
Το σουπερμάρκετ ρίχνει τις τιμές του για να προσελκύσει περισσότερους πελάτες.

ανοίγω δρόμο μέσα από κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Laura tosò la sterpaglia per creare un sentiero.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha tagliato dei fiori per portarli alla sua ragazza.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (giochi di carte)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Vuoi tagliare il mazzo o do le carte adesso?

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (fotografia)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il fotografo ritagliò la foto in modo che si potesse adattare alla cornice.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (δίνω σχήμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gary ritagliò l'asse con una sega per farla entrare.

κουρεύω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La coda del cane era stata mozzata.

κόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale (υλοτομία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli uomini che tagliavano gli alberi indossavano caschi protettivi.

κόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Naomi recise la zucchina dalla pianta.

περικόπτω

(testi)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'autrice era arrabbiata per il fatto che l'editore aveva tagliato il suo articolo.

νοθεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετσοκόβω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'esploratore polare si tranciò il dito cancrenoso con un coltellino tascabile.
Ο εξερευνητής πολικών περιοχών πετσόκοψε το δάχτυλο του που είχε γάγγραινα με έναν σουγιά.

κάνω τομή

verbo transitivo o transitivo pronominale (σε κάποιον, κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il dottore ha inciso il paziente per iniziare la sua operazione.
Ο γιατρός έκανε τομή στον ασθενή για να ξεκινήσει την επέμβαση.

απαντητικό δελτάριο

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Non spedisco mai i tagliandi di risposta che si trovano nelle riviste.
Ποτέ δεν στέλνω τα απαντητικά δελτάρια των περιοδικών.

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του tagliando στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.