Τι σημαίνει το bambini στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης bambini στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bambini στο Ιταλικό.

Η λέξη bambini στο Ιταλικό σημαίνει παιδί, παιδί, παιδί, παιδί, μωρό, βρέφος, παιδί, παιδί, παιδάκι, μικρέ, μικρή, πιτσιρίκι, κουτσούβελο, πιτσιρίκι, παιδί, παιδαρέλι, μωρό, παιδί, παιδάκι, παιδί, παιδί στην προεφηβεία, μωρό, αγόρι, παιδί, μωρό, παιδί, μωρό, μωρό, νήπιο, παιδί, πιτσιρίκι, μαθητής, αγοράκι, μωρό, μωρό, βρέφος, αγοράκι, ορφανό, νευρόσπαστο, παιδικός, παιδιάστικος, παιδικός, ασφαλής για μωρά, παιδί που έχει φύγει από το σπίτι, θνησιγένεια, παιδί που πάει σε νηπιαγωγείο, προσχολικής ηλικίας, ινδιανάκι, μικρό παιδί, παιδί θαύμα, παιδί θαύμα, προικισμένο παιδί, υποδειγματικό παιδί, κακομαθημένο, παιδί του σωλήνα, άπορο παιδί, θετό παιδί, καλό παιδί, σκανταλιάρικο παιδί, παλιόπαιδο, πρόωρο βρέφος, παιδί προσχολικής ηλικίας, η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας, καλό παιδί, σύνδρομο του απότομου τραντάγματος, προβληματικό παιδί, αλήτης, αλήτισσα, μωρό ή ζώο που μόλις απογαλακτίστηκε, το παιδί μέσα μου, παιδί-θαύμα, ξεγεννάω, ξεγεννώ, προσέχω μωρό, κρατώ μωρό, μικροδείχνω, το παιδί μέσα μου, κάνω παιδί, κάνω μωρό, κάνω κτ ασφαλές για παιδιά, κάνω κτ ασφαλές για μωρά, που έχει baby face, αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ, το παιδί της αφίσας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης bambini

παιδί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un bambino ha bisogno di amore.

παιδί

sostantivo maschile (figurato: immaturo) (μτφ: ανώριμος)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
È proprio un bambino. Dovrebbe trattare gli altri più gentilmente.

παιδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Abbiamo appena avuto il nostro primo figlio.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Στην αίτηση υπάρχει η επιλογή τέκνα. Εκεί θα γράψεις πόσα παιδιά έχεις.

παιδί, μωρό

(μικρή ηλικία)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il bimbo è nato solo qualche mese fa.

βρέφος

(neonato) (νεογέννητο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il bambino giaceva nella culla.
Το βρέφος ήταν ξαπλωμένο στην κούνια του.

παιδί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
A Stacy piace fare visita con agli amici mentre i bambini sono a scuola.
Στην Στέισι αρέσει να επισκέπτεται φίλους όσο τα παιδιά είναι στο σχολείο.

παιδί, παιδάκι

(piccolo, che ancora non cammina)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρέ, μικρή

(affettuoso)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)

πιτσιρίκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κουτσούβελο, πιτσιρίκι

(αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιδί, παιδαρέλι, μωρό

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non ci si può aspettare che un bambino capisca il mercato azionario.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Είναι παιδί ακόμα. Τι περιμένεις να ξέρει για τη ζωή και τις δυσκολίες τις;

παιδί, παιδάκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Da bambino giocavo tanto con le biglie.

παιδί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Venite, bambini, è ora di andare a letto!

παιδί στην προεφηβεία

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Questo negozio è ovviamente rivolto ai bambini.

μωρό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

αγόρι

sostantivo maschile (maschio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιδί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
"I bambini nel bosco" è una favola molto conosciuta.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Θα είσαι για πάντα το μωρό μου.

μωρό

sostantivo maschile (figurato) (μτφ: νεαρός)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
29 anni? Sei ancora un bambino!

παιδί, μωρό

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mia nipote è una splendida piccola bimba!

μωρό

sostantivo maschile (spregiativo, figurato: immaturo) (σε παρομοίωση)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Smettila di piangere, non fare il bambino!
Σταμάτα να κλαις! Μην κάνεις σα μωρό!

νήπιο

(piccolo, infante)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il bambino stava giocando in giardino.
Το νήπιο έπαιζε στον κήπο.

παιδί, πιτσιρίκι

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Non sono adorabili i bimbi quando giocano?

μαθητής

(di scuola)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγοράκι

(maschio)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μωρό

(μεταφορικά, αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ho costruito questa macchina da solo - è la mia creatura!

μωρό, βρέφος

(appena nato)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il neonato è nato martedì.
Το μωρό (or: βρέφος) γεννήθηκε την Τρίτη.

αγοράκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ορφανό

νευρόσπαστο

(bambino, familiare) (καθομ: παιδί)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

παιδικός, παιδιάστικος

(atto, gesto)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Μου έσκασε ένα παιδιάστικο (or: παιδικό) χαμόγελο και είπε: «Ας το δοκιμάσουμε!».

παιδικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
L'uomo aveva una faccia stranamente infantile.

ασφαλής για μωρά

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

παιδί που έχει φύγει από το σπίτι

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La polizia trovò il bambino scappato di casa dopo due giorni.
Η αστυνομία βρήκε μετά από δύο μέρες το παιδί που το είχε σκάσει από το σπίτι του.

θνησιγένεια

sostantivo maschile (επίσημο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La coppia era sconvolta dal loro primo bambino nato morto.
Το ζευγάρι ήταν καταρρακωμένο επειδή το πρώτο τους παιδί γεννήθηκε νεκρό.

παιδί που πάει σε νηπιαγωγείο

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

προσχολικής ηλικίας

sostantivo maschile

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

ινδιανάκι

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

μικρό παιδί

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παιδί θαύμα

sostantivo maschile

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

παιδί θαύμα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mozart era un bambino prodigio che iniziò a comporre musica prima dell'età di cinque anni.

προικισμένο παιδί

sostantivo maschile

Mozart era un bambino prodigio in grado di comporre musica dall'età di cinque anni.

υποδειγματικό παιδί

sostantivo maschile

Ero un bambino modello: avevo ottimi voti e non creavo mai problemi ai miei genitori.

κακομαθημένο

sostantivo maschile

Se cedi sempre alle sue richieste diventerà un bambino viziato.

παιδί του σωλήνα

sostantivo maschile (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Al giorno d'oggi ci sono parecchi bambini in provetta.

άπορο παιδί

sostantivo maschile

θετό παιδί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

καλό παιδί

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un bravo bambino non fa mai arrabbiare la mamma.

σκανταλιάρικο παιδί

sostantivo maschile (καθομιλουμένη)

Ero un ragazzino così dispettoso che fui espulso dalla scuola materna.

παλιόπαιδο

sostantivo maschile (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πρόωρο βρέφος

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Il bambino è nato prematuro, ma ha buone possibilità di farcela.

παιδί προσχολικής ηλικίας

sostantivo maschile

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
I bambini in età prescolare devono essere accompagnati da entrambi i genitori.

η διαδικασία εκμάθησης χρήσης της τουαλέτας

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

καλό παιδί

sostantivo maschile

Era proprio un bravo bambino

σύνδρομο του απότομου τραντάγματος

sostantivo femminile (medicina)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προβληματικό παιδί

sostantivo maschile

αλήτης, αλήτισσα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

μωρό ή ζώο που μόλις απογαλακτίστηκε

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

το παιδί μέσα μου

sostantivo maschile (εσωτερικός κόσμος)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παιδί-θαύμα

sostantivo maschile

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ξεγεννάω, ξεγεννώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προσέχω μωρό, κρατώ μωρό

Quand'ero adolescente facevo la babysitter per guadagnare qualche soldo. // Io e Paula stasera usciamo e per questo abbiamo chiesto alla zia di fare da babysitter ai bambini.
Όταν ήμουν έφηβη συχνά έκανα μπέμπι σίτινγκ για να κερδίσω χρήματα.

μικροδείχνω

sostantivo femminile

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Senza la barba, si vede chiaramente che ha una faccia da bambino.

το παιδί μέσα μου

sostantivo maschile

κάνω παιδί, κάνω μωρό

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un mio buon amico mi ha raccontato che lui e sua moglie vogliono presto avere un bambino.

κάνω κτ ασφαλές για παιδιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω κτ ασφαλές για μωρά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έχει baby face

locuzione aggettivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που βρίσκεται υπό τη φροντίδα κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

το παιδί της αφίσας

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bambini στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Σχετικές λέξεις του bambini

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.