Τι σημαίνει το racconto στο Ιταλικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης racconto στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του racconto στο Ιταλικό.

Η λέξη racconto στο Ιταλικό σημαίνει αφηγούμαι, λέω κτ για να ξαλαφρώσω, λέω, παραπονούμαι, παραπονιέμαι, διηγούμαι, αφηγούμαι, αφηγούμαι, λέω κτ σε κπ, λέω, μιλάω για κτ, μιλώ για κτ, σύμφωνα με, λέω, λέω, λέω, αφηγούμαι, διηγούμαι, λέω, διαδίδω, μεταφέρω, ξεσπάω, πετάω, εκτοξεύω, ιστορία, αφήγηση, διήγηση, εξιστόρηση, λεγόμενα, ιστορία, αφήγηση, διήγηση, περιγραφή, αφήγηση, διήγηση, εκδοχή, παρουσίαση, αναφορά, περιγραφή, αφήγηση, περιγραφή, λέω ψέματα, τρόπος έκφρασης, λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι, λέω ψέμματα, λέω αστεία, λέω ένα αστείο, τα λέω χαρτί και καλαμάρι, εξομολογούμαι, μιλώ για κάτι, ξαναλέω, το να λες ψέματα, λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία, λέω αθώο ψέμα, λέω ψεματάκι, ξαναλέω κτ σε κπ, πάω κόντρα σε κπ, λέω παραμύθια, διηγούμαι, αφηγούμαι, δουλεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης racconto

αφηγούμαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il viaggiatore ha raccontato la sua storia.
Ο ταξιδιώτης αφηγήθηκε την ιστορία του.

λέω κτ για να ξαλαφρώσω

(ανεπίσημο)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mi ha raccontato tutte le sue paure.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Gli abbiamo raccontato il nostro segreto.
Τους αποκαλύψαμε το μυστικό μας.

παραπονούμαι, παραπονιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

διηγούμαι, αφηγούμαι

(λεπτομερώς)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il vecchio Joe ha raccontato alcune delle sue migliori storie di guerra.
Ο γερο-Τζο εξιστόρησε μερικές από τις καλύτερες πολεμικές ιστορίες του.

αφηγούμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il vecchio militare raccontò come la sua truppa si era difesa dal nemico.

λέω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Papà, mi racconti una storia?

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha raccontato la storia a sua figlia.
Διηγήθηκε την ιστορία στην κόρη του.

μιλάω για κτ, μιλώ για κτ

verbo transitivo o transitivo pronominale

L'antica leggenda narra di una principessa che uccise un drago.

σύμφωνα με

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La leggenda racconta che i laghi sono le orme di un gigante.

λέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hai notizie su di lei? Dai, raccontamele!
Έμαθες κάτι για κείνη; Έλα, πες το μου!

λέω

(comunicare) (κάτι σε κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Dimmi che cosa ha detto. Finalmente le ho detto quello che era successo.
Πες μου τι είπε.

λέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se sei vittima di bullismo, riferiscilo al professore.
ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τι του είπες;

αφηγούμαι, διηγούμαι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il testimone raccontò ciò che aveva visto del reato.

λέω

(σε κάποιον ότι/πώς)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ha detto a tutta la scuola che se ne stava andando per diventare un musicista rock.
Είπε σε όλο το σχολείο ότι φεύγει για να γίνει μουσικός της ροκ.

διαδίδω, μεταφέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Per favore, non riferire quello che sto per dirti: è un segreto.
Σε παρακαλώ μη διαδόσεις αυτό που θα σου πω, είναι μυστικό.

ξεσπάω

verbo transitivo o transitivo pronominale (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Viene spesso da me a raccontarmi tutti i suoi problemi.
Συχνά έρχεται σ' εμένα για να ξεσπάσει από τα προβλήματά του.

πετάω, εκτοξεύω

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Johanna voleva avere una conversazione seria, ma Jim continuava a dire battute.

ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Questo autore scrive racconti meravigliosi.
Αυτή η συγγραφέας γράφει ωραίες ιστορίες.

αφήγηση, διήγηση

sostantivo maschile

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli studenti hanno scritto dei racconti sulle case della loro infanzia.
Τα παιδιά έγραψαν διηγήσεις για τα σπίτια της παιδικής τους ηλικίας.

εξιστόρηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λεγόμενα

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Stando al suo racconto ha spento il fuoco da solo.

ιστορία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Gli amici si riunirono intorno al fuoco per raccontarsi delle storie.
Όλοι οι φίλοι μαζεύτηκαν γύρω από την φωτιά και έλεγαν ιστορίες ο ένας στον άλλο.

αφήγηση, διήγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ci ha ammaliati tutti con una narrazione drammatizzata del suo viaggio.
Μας γοήτευσε όλους με την δραματοποιημένη εξιστόρηση του ταξιδιού του.

περιγραφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Passiamo ora la linea al nostro inviato per una descrizione dell'azione.
Για μια περιγραφή του συμβάντος, πηγαίνουμε τώρα στον ανταποκριτή μας που βρίσκεται στο σημείο.

αφήγηση, διήγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

εκδοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La sua storia è diversa dalla mia.
Η εκδοχή της είναι διαφορετική από τη δική μου.

παρουσίαση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La descrizione di James di quello che era successo era molto diversa da quella di Ian.
Η παρουσίαση των γεγονότων από τον Τζέιμς ήταν πολύ διαφορετική από εκείνη του Ίαν.

αναφορά, περιγραφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ha dato un resoconto dettagliato della partita di football.
Έδωσε μια λεπτομερή αναφορά (or: περιγραφή) του ποδοσφαιρικού αγώνα.

αφήγηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιγραφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il suo resoconto dell'incidente stradale era diverso da quello di lei.
Η περιγραφή του για το ατύχημα ήταν διαφορετική από τη δική της.

λέω ψέματα

τρόπος έκφρασης

sostantivo maschile

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Aveva un modo di esporre le cose che ti faceva sempre sentire meglio.

λέω ένα παραμύθι, αφηγούμαι ένα παραμύθι

verbo transitivo o transitivo pronominale (κάτι φανταστικό)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
I bambini hanno chiesto al loro nonno di raccontargli una storia.

λέω ψέμματα

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Quando ero bambina dicevo un sacco di bugie.

λέω αστεία

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω ένα αστείο

verbo transitivo o transitivo pronominale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα λέω χαρτί και καλαμάρι

verbo transitivo o transitivo pronominale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εξομολογούμαι

(confessare) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μιλώ για κάτι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναλέω

verbo transitivo o transitivo pronominale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

το να λες ψέματα

sostantivo maschile

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il raccontare bugie di fronte a una corte è illegale.
Το να ψεύδεσαι στο δικαστήριο είναι παράνομο.

λέω μια ιστορία, αφηγούμαι μια ιστορία

verbo transitivo o transitivo pronominale (figurato)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ogni quadro racconta una storia.

λέω αθώο ψέμα, λέω ψεματάκι

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Julius si mise nei guai per aver raccontato frottole a sua madre.

ξαναλέω κτ σε κπ

verbo transitivo o transitivo pronominale

Marcy ha dato la cattiva notizia prima a suo padre e più tardi l'ha ripetuta a sua madre.

πάω κόντρα σε κπ

(figurato) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λέω παραμύθια

(μεταφορικά)

διηγούμαι, αφηγούμαι

(figurato: mentire)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δουλεύω

(informale, figurato) (μεταφορικά: πειράζω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mi stai prendendo in giro o sei serio?
Με δουλεύεις ή μιλάς σοβαρά;

Ας μάθουμε Ιταλικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του racconto στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.

Γνωρίζετε για το Ιταλικό

Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.