Τι σημαίνει το studente στο Ιταλικό;
Ποια είναι η σημασία της λέξης studente στο Ιταλικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του studente στο Ιταλικό.
Η λέξη studente στο Ιταλικό σημαίνει μαθητής, μαθήτρια, τριτοετής, φοιτητής, μαθητής, φοιτητής, φοιτήτρια, φοιτητής, φοιτήτρια, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητρια, μαθητής, μαθήτρια, μαθητούδι, σχολιαρόπαιδο, μαθητής, μαθητής, μαθήτρια, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, εστία, προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτρια, μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού, δευτεροετής, μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης, αυτός που διακόπτει τη φοίτηση, μαθητής, μαθήτρια, φοιτητής πανεπιστημίου, φοιτήτρια πανεπιστημίου, πρωτοετής, μεταδιδακτορικός φοιτητής, μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης, φοιτητής, φοιτήτρια, ο μαθητής που εκφωνεί τον λόγο στην τελετή αποφοίτησης, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, μαθητής προγράμματος ανταλλαγής, ενήλικος σπουδαστής, ενήλικη σπουδάστρια, φοιτητής, φοιτήτρια, μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικού, φοιτητής που τιμάται με διάκριση, φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής, ώριμος φοιτητής, μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, διεύθυνση φοιτητικής στέγης, άριστος μαθητής, άριστη μαθήτρια, oικότροφος, οικότροφη, μαθητής ηλικίας 16-18 ετών, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, φοίτηση, από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του, μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου, μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείου, δευτεροετής, πρωτοετής, μεταπτυχιακός φοιτητής, φοιτητής φυσικής, φοιτήτρια φυσικής, κολεγιόπαιδο, μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτρια, φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικής, απόφοιτος, απόφοιτη, έφηβος, έφηβη, μαθηματικός, φοιτητής γλωσσολογίας, μεταπτυχιακός, μαθητευόμενος νοσοκόμος, μαθητευόμενη νοσοκόμα, τελειόφοιτος, τελειόφοιτος, απόφοιτος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης studente
μαθητής, μαθήτρια(maschio) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) È uno studente alla scuola superiore locale. Είναι μαθήτρια στο τοπικό λύκειο. |
τριτοετήςsostantivo maschile (φοιτητής 3ου έτους) |
φοιτητήςsostantivo maschile (universitario) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Il tasso di studenti che abbandonano è in crescita. |
μαθητής(di scuola) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
φοιτητής, φοιτήτρια(maschio) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Είναι φοιτητής στο τοπικό πανεπιστήμιο. |
φοιτητής, φοιτήτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Sono uno studente di biologia. Σπουδάζω βιολογία. |
μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτητριαsostantivo maschile (studente di laurea specialistica) Per pagarmi gli studi, sto lavorando come assistente alla didattica; di fatto sono uno studente di un corso di laurea specialistica. |
μαθητής, μαθήτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Gli alunni erano tutti chini industriosamente sui libri. |
μαθητούδι, σχολιαρόπαιδο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ogni pomeriggio il parco è pieno di scolari. |
μαθητής
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαθητής, μαθήτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Gli allievi traggono vantaggio da materiale didattico adatto al loro livello. Οι σπουδαστές πρέπει να εκμεταλλευτούν το εποπτικό υλικό που απευθύνεται στο επίπεδό τους. |
μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου
|
εστία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προπτυχιακός φοιτητής, προπτυχιακή φοιτήτριαsostantivo maschile (laurea triennale) Gli studenti universitari sono studenti che non hanno ancora conseguito una laurea. Οι προπτυχιακοί είναι φοιτητές που δεν έχουν πάρει ακόμα το πτυχίο τους. |
μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικούsostantivo maschile (UK) Harry è solo uno scolaro e non ha ancora imparato nulla al riguardo. |
δευτεροετής(università) (πανεπιστήμιο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Οι περισσότεροι φοιτητές επιλέγουν το κύριο αντικείμενο σπουδών όταν είναι δευτεροετείς. |
μαθητής της πρώτης τάξης, μαθήτρια της πρώτης τάξης(USA: scuole superiori) Ha provato a diventare una cheerleader quando era una studentessa del primo anno. |
αυτός που διακόπτει τη φοίτηση
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Per chi abbandona gli studi è difficile trovare un buon lavoro. Είναι δύσκολο να βρουν δουλειά όσοι παρατήσουν το λύκειο. |
μαθητής, μαθήτριαsostantivo maschile (con indicazione della classe) (της τάδε τάξης) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Quando era un'alunna di seconda elementare, Martha giocava a calcio. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. ⓘQuesta frase non è una traduzione della frase di origine. Τα πρωτάκια δυσκολεύονται συχνά να συνηθίσουν στην ιδέα του σχολείου. |
φοιτητής πανεπιστημίου, φοιτήτρια πανεπιστημίουsostantivo maschile |
πρωτοετής(università) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
μεταδιδακτορικός φοιτητής
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαθητής πρώτης τάξης, μαθήτρια πρώτης τάξης(università) (1η λυκείου) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοιτητής, φοιτήτρια
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
ο μαθητής που εκφωνεί τον λόγο στην τελετή αποφοίτησηςsostantivo maschile (USA) (ο δεύτερος καλύτερος) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικήςsostantivo maschile (università) James è uno studente di medicina all'Università della Florida Centrale. |
φοιτητής καλών τεχνών, φοιτήτρια καλών τεχνών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίου(12-15 ετών) Ho iniziato a studiare spagnolo (e a frequentare le ragazze) quando ero uno studente delle superiori. |
μαθητής προγράμματος ανταλλαγήςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'anno scorso i miei genitori hanno ospitato uno studente in scambio dalla Finlandia. |
ενήλικος σπουδαστής, ενήλικη σπουδάστρια
La nostra scuola cittadina offre corsi serali per studenti adulti che lavorano durante il giorno. |
φοιτητής, φοιτήτριαsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Sono venuti degli studenti universitari come volontari per aiutare dopo il passaggio dell'uragano. |
μαθητής δημοτικού, μαθήτρια δημοτικούsostantivo maschile |
φοιτητής που τιμάται με διάκρισηsostantivo maschile (US: università) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοιτητής νομικής, φοιτήτρια νομικής
|
ώριμος φοιτητήςsostantivo maschile (μεταφορικά) |
μαθητής δευτεροβάθμιας εκπαίδευσηςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διεύθυνση φοιτητικής στέγης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
άριστος μαθητής, άριστη μαθήτριαsostantivo maschile (σχολείο) |
oικότροφος, οικότροφη
(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μαθητής ηλικίας 16-18 ετών
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικήςsostantivo maschile |
φοίτηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Jeremy ha ricevuto una borsa di studio per l'intero periodo da studente. |
από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μαθητής σε οικοτροφείο που επιστρέφει το βράδυ σπίτι του
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
μαθητής γυμνασίου, μαθήτρια γυμνασίουsostantivo maschile (12-15 χρονών) |
μαθητής δευτέρας λυκείου, μαθήτρια δευτέρας λυκείουsostantivo maschile (USA) (αντιστοιχία στην Ελλάδα) Amanda ha studiato all'estero quando era una studentessa di terza superiore. |
δευτεροετήςsostantivo maschile (scuola) (λύκειο) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Uno studente della seconda della nostra scuola ha vinto il concorso di scienza. Ένας δευτεροετής στο σχολείο μας κέρδισε τον διαγωνισμό φυσικής. |
πρωτοετής(USA: università) (πανεπιστήμιο) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) Quest'anno, gli studenti del primo anno provengono da numerosi paesi diversi. Αυτή τη χρονιά οι πρωτοετείς κατάγονται από μια πλειάδα διαφορετικών χωρών. |
μεταπτυχιακός φοιτητής
Questo corso è sia per studenti di laurea che per studenti di laurea magistrale. Το μάθημα είναι και για προπτυχιακούς και για μεταπτυχιακούς φοιτητές. |
φοιτητής φυσικής, φοιτήτρια φυσικήςsostantivo maschile Lo studente di fisica era a un passo dall'acquisizione del dottorato. |
κολεγιόπαιδοsostantivo maschile (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μεταπτυχιακός φοιτητής, μεταπτυχιακή φοιτήτριαsostantivo maschile |
φοιτητής ιατρικής, φοιτήτρια ιατρικήςsostantivo maschile |
απόφοιτος, απόφοιτηsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
έφηβος, έφηβηsostantivo maschile (figurato: adolescente) (ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.) |
μαθηματικόςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Lo studente di matematica era all'ultimo anno dell'Istituto di Tecnologia del Massachussets. |
φοιτητής γλωσσολογίαςsostantivo maschile (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μεταπτυχιακός(φοιτητής) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) Gli studenti universitari studiano per conseguire il master in scienze. |
μαθητευόμενος νοσοκόμος, μαθητευόμενη νοσοκόμα
|
τελειόφοιτοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I maturandi non vedono l'ora di diplomarsi alle scuole superiori. |
τελειόφοιτοςsostantivo maschile (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) I laureandi stanno ripassando per gli esami. |
απόφοιτοςsostantivo maschile (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Ιταλικό
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του studente στο Ιταλικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ιταλικό.
Σχετικές λέξεις του studente
Ενημερωμένες λέξεις του Ιταλικό
Γνωρίζετε για το Ιταλικό
Ιταλικό (italiano) είναι μια ρομανική γλώσσα και ομιλούνται από περίπου 70 εκατομμύρια ανθρώπους, οι περισσότεροι από τους οποίους ζουν στην Ιταλία. Τα ιταλικά χρησιμοποιούν το λατινικό αλφάβητο. Τα γράμματα J, K, W, X και Y δεν υπάρχουν στο τυπικό ιταλικό αλφάβητο, αλλά εξακολουθούν να εμφανίζονται σε δάνεια από τα ιταλικά. Τα ιταλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη στην Ευρωπαϊκή Ένωση με 67 εκατομμύρια ομιλητές (15% του πληθυσμού της ΕΕ) και ομιλούνται ως δεύτερη γλώσσα από 13,4 εκατομμύρια πολίτες της ΕΕ (3%). Τα ιταλικά είναι η κύρια γλώσσα εργασίας της Αγίας Έδρας, η οποία χρησιμεύει ως lingua franca στη ρωμαιοκαθολική ιεραρχία. Ένα σημαντικό γεγονός που βοήθησε στη διάδοση της ιταλικής ήταν η κατάκτηση και κατοχή της Ιταλίας από τον Ναπολέοντα στις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτή η κατάκτηση ώθησε την ενοποίηση της Ιταλίας αρκετές δεκαετίες αργότερα και ώθησε τη γλώσσα της ιταλικής γλώσσας. Τα ιταλικά έγιναν γλώσσα που χρησιμοποιούνταν όχι μόνο στους γραμματείς, τους αριστοκράτες και τα ιταλικά δικαστήρια, αλλά και από την αστική τάξη.